Αν και ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους δεν έχει ακόμη αποφασίσει εάν θα υπάρξει νέα έκδοση ομολόγου στο υπόλοιπο του έτους, οι διεθνείς οίκοι εκτιμούν πως η Ελλάδα δεν θα μείνει εκτός αγορών το επόμενο εξάμηνο.  Προς το παρόν, εκτιμάται πως είναι δύσκολο να υπάρξει νέα κίνηση του ΟΔΔΗΧ εντός του καλοκαιριού – αφενός γιατί δεν υπάρχουν ταμειακές ανάγκες, αφετέρου γιατί η «έφοδος» της Ε.Ε με την τα ομόλογα του Ταμείου Ανάκαμψης πλημμυρίζει την αγορά –  ενώ σε ό,τι αφορά το υπόλοιπο του β’ εξαμήνου όλα θα εξαρτηθούν από το πώς θα κινηθεί το μέτωπο της πανδημίας και των εμβολιασμών, καθώς και η εικόνα του τουρισμού. Το βέβαιο είναι πάντως ότι τα έσοδα το επόμενο διάστημα θα είναι περισσότερα από τα έξοδα, με τον ΟΔΔΗΧ να στρέφεται σε κινήσεις που ενισχύουν την πρόοδο προς την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.

Η Citigroup και JP Morgan βλέπουν πάντως νέες εξόδους της Ελλάδας στις αγορές φέτος για την άντληση 1-3,5 δισ. ευρώ περαιτέρω, έστω κι αν το ελληνικό Δημόσιο έχει σχεδόν ολοκληρώσει το εμπροσθοβαρές δανειακό πρόγραμμα για το 2021. Πιο αναλυτικά, η Citigroup εκτιμά πως η Ελλάδα θα βγει τον Σεπτέμβριο και πάλι στις αγορές με το άνοιγμα της έκδοσης του 5ετούς ομολόγου του Μαΐου  –η οποία έσπασε κάθε ρεκόρ, φέρνοντας για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας μηδενικό κουπόνι– με την αύξηση του μεγέθους της στα 4 δισ. ευρώ από 3 δισ. ευρώ που είναι σήμερα. Κατά την JP Morgan, η Ελλάδα θα ξαναβγεί φέτος στις αγορές για την άντληση έως 3,5 δισ. ευρώ, καθώς εκτιμά ότι το 2021 συνολικά οι εκδόσεις ελληνικών ομολόγων θα κινηθούν τα 15 δισ. ευρώ (από 11,5 δισ. ευρώ σήμερα).

Όπως έχει ήδη ανακοινωθεί από το ΥΠΟΙΚ, τα συνολικά τα μέτρα στήριξης για τη διετία 2020-2021 αναμένεται να φτάσουν τα 40,6 δισ. ευρώ. Για φέτος το σύνολο φτάνει τα 15,9 δισ. ευρώ, ενώ μέχρι στιγμής έχουν διατεθεί περίπου 11,4 δισ. ευρώ. Από τώρα µέχρι και το τέλος του χρόνου αναμένονται µέτρα ύψους 4,5 δισ. ευρώ. και 3,6 δισ. το 2022, ενώ τα ταμειακά διαθέσιμα αυτή τη στιγμή ξεπερνούν τα 34 δισ. ευρώ, ελαφρώς χαμηλότερα από το επίπεδο που ήταν πριν ξεσπάσει η πανδημία. Για το δεύτερο εξάμηνο δρομολογείται και η εκταμίευση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, συνολικά 7,9 δισ. ευρώ, εκ των οποίων περίπου 30% θα είναι δάνεια και τα υπόλοιπα επιχορηγήσεις, ενώ αναμένονται περαιτέρω εισροές από τα ANFΑs και τα SMPs.

Αυτή η υπερπροσφορά χρήματος, οδηγεί τον ΟΔΔΗΧ να επικεντρωθεί στο «καυτό«» θέμα για την Ελλάδα, την επιλεξιμότητα των ελληνικών ομολόγων στις νομισματικές πράξεις της ΕΚΤ, η οποία και δόθηκε κετ’ εξαίρεση και λόγω της πανδημίας, τον Απρίλιο του 2020. Η σταδιακή λήξη του έκτακτου προγράμματος PEPP, οδηγεί στην λήξη και του waiver επιλεξιμότητας. Στόχος του ΟΔΔΗΧ είναι να κάνει whatever it takes, όπως έχει πει και ο Ντράγκι, για να διατηρήσει αυτό το προνόμιο.

Πώς θα το κάνει; Ο μόνος τρόπος είναι να ανοίξει όσο πιο πολύ μπορεί τον δρόμο προς την επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας, η οποία και διασφαλίζει την μονιμοποίηση αυτής της επιλεξιμότητας.

Σε αυτόν τον δρόμο έχουν χαραχθεί έξι βήματα: Η πρόωρη εξόφληση και άλλων ακριβών δανείων (πέραν του ΔΝΤ), όπως τα ευρωπαϊκά δάνεια του πρώτου Μνημονίου (GLF), η περαιτέρω ενίσχυση της ρευστότητας των ελληνικών ομολόγων η οποία θα βελτιώνει την καμπύλη και θα ενισχύσει την εικόνα της χώρας ως μία ώριμη αγορά, η διατήρηση του scarcity value των ελληνικών ομολόγων (δηλαδή η υπο-προσφορά στην αγορά η οποία κρατά τους επενδυτές διψασμένους, η επιτάχυνση της μείωσης των NPLs των ελληνικών τραπεζών η οποία και θεωρείται προαπαιτούμενο για να έχει η χώρα επενδυτική βαθμίδα, η  διατήρηση  των υψηλών ταμειακών διαθεσίμων και η αποτελεσματική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του σχεδίου Ελλάδα 2.0.

Τα παραπάνω εκτιμάται πως θα πείσουν τους οίκους αξιολόγησης έτσι ώστε να δώσουν το Investment Grade στην Ελλάδα όσο νωρίτερα γίνεται, ακόμα και στις αρχές του 2023. 

Παράλληλα, κάτι στο οποίο βέβαια δεν… ποντάρει ο ΟΔΔΗΧ αλλά έχει ωστόσο «τεθεί» από τους αναλυτές, είναι ότι εφαρμογή του σχεδίου του Ταμείου Ανάκαμψης η οποία ξεκινά άμεσα για την Ελλάδα μετά την πρώτη εκταμίευση του Αυγούστου, θα αποτελέσει την βασική προϋπόθεση για την ΕΚΤ η οποία μπορεί να δικαιολογήσει την παράταση του waiver που έχει δώσει για την Ελλάδα. Όπως εκτιμά και η Barclays, ενόψει του τέλους του PEPP τον Μάρτιο του 2022, η ΕΚΤ θα εφαρμόσει ένα waiver και πάλι και θα αγοράζει τα ομόλογα με αξιολόγηση χαμηλότερη από την επενδυτική βαθμίδα, υπό την προϋπόθεση ότι τα σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας έχουν εγκριθεί από την Κομισιόν και εφαρμόζονται. Αυτό, όπως επισημαίνει είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την Ελλάδα, η οποία έχει καταστεί επιλέξιμη για το PEPP αλλά δεν περιλαμβάνεται στα κλασσικά προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης.

Facebook Comments