Με ένα νέο «τεστ αντοχής» και μία σημαντική… ανατροπή, βρέθηκε αντιμέτωπη η αγορά ομολόγων της  Ελλάδας την περασμένη εβδομάδα, μετά τα σχόλια αξιωματούχων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ενόψει της λήξης του έκτακτου προγράμματος PEPP και των αποφάσεων για το μέλλον και τη διάρκεια της ποσοτικής χαλάρωσης, η οποία θα «ορίσει» και το πότε θα έρθει η πρώτη αύξηση των επιτοκίων.

Η αβεβαιότητα γύρω από τα ελληνικά ομόλογα εντάθηκε, ανατρέποντας τις αισιόδοξες προβλέψεις της συντριπτικής πλειοψηφίας των αναλυτών που έβλεπαν έως τώρα σχετικά άνετη «είσοδο» της Ελλάδας στο «κανονικό» QE, μετά το τέλος του εκτάκτου προγράμματος τον Μάρτιο του 2022. Τα μηνύματα από την ΕΚΤ αρχίζουν και χαμηλώνουν τις προσδοκίες για τη μετά PEPP εποχή, καθώς δίνεται πλέον περισσότερο «βάρος» στις επανεπενδύσεις και όχι στη συμμετοχή στο «κανονικό» QE (APP).

Σε συνέντευξή της στο Bloomberg, η Ιζαμπελ Σνάμπελ, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, δήλωσε πως μετά το τέλος του PEPP τα ελληνικά ομόλογα θα υποστηριχθούν από τις επανεπενδύσεις του PEPP, κάτι το οποίο η κεντρική τράπεζα θα «ζυγίσει» για να δει εάν αρκεί. «Η Ελλάδα ωφελείται πολύ από τις αγορές με το PEPP. Μελλοντικά, θα εξακολουθήσει να υπάρχει σημαντική παρουσία στην αγορά με το PEPP λόγω των επανεπενδύσεων. Θα πρέπει να συζητηθεί αν αυτό είναι αρκετό», τόνισε.

Αξίζει να σημειώσουμε πως η ΕΚΤ έως τον Μάρτιο αναμένεται να αγοράσει ελληνικά ομόλογα αξίας περίπου 8 δισ. ευρώ περαιτέρω (από 30 δισ. ευρώ που είχε αγοράσει συνολικά έως τα τέλη Σεπτεμβρίου), ενώ στη συνέχεια, μέσω των επανεπενδύσεων, οι οποίες θα «τρέχουν» έως το τέλος του 2023, έχει περιθώριο να αγοράσει άλλα 5-6 δισ. ευρώ. Αν και οι αναλυτές έως τώρα ανέμεναν ευρέως ότι η Ελλάδα θα συμμετέχει σε όποιο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ή σε ενδεχόμενο νέο έκτακτο φάκελο μετά τη λήξη του PEPP, η ΕΚΤ δεν δίνει επίσημα κανένα σχετικό «σήμα» και φαίνεται ότι προετοιμάζει το έδαφος ακόμα και για το υπαρκτό ενδεχόμενο μιας αρνητικής έκπληξης.

Σε ό,τι αφορά τη ζωή μετά το PEPP γενικότερα, η Σνάμπελ τόνισε πως τον Μάρτιο δεν τελειώνει ουσιαστικά το πρόγραμμα καθώς αν και πιθανώς θα τελειώσουν οι αγορές υπό το PEPP, η στήριξή του θα συνεχιστεί, υπογραμμίζοντας έτσι τη σημασία του προγράμματος επανεπενδύσεων. Παράλληλα, ανέφερε ότι το «κανονικό» QE, το APP, το οποίο θα συνεχιστεί μετά τον Μάρτιο, «δεν είναι σαφές ότι είναι αναγκαίο να αποκτήσει την ευελιξία του PEPP», ενώ απέφυγε να απαντήσει εάν θα υπάρξει κάποιος νέος «φάκελος» με εξαιρέσεις τύπου PEPP.

Νωρίτερα, ο Γάλλος κεντρικός τραπεζίτης Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό δήλωσε ότι αύξηση των συμβατικών αγορών ομολόγων της ΕΚΤ μόλις λήξει το PEPP τον ερχόμενο Μάρτιο είναι μια πιθανότητα, αλλά δεν είναι απαραίτητη αυτή τη στιγμή.

Αναφορικά με τον πληθωρισμό, η Σνάμπελ σημείωσε ότι οι κίνδυνοι είναι ανοδικοί και είναι πιθανό να κινηθεί υψηλότερα το 2022 από ό,τι είχε αρχικά αποτιμηθεί και να παραμείνει πάνω από τον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα. Ανάλογες ήταν και οι δηλώσεις του Κλάας Νοτ της ΕΚΤ, σύμφωνα με τον οποίο «οι προοπτικές για τον πληθωρισμό αναμένεται να είναι πιο κοντά στον στόχο του 2% της τράπεζας από ό,τι πριν από την πανδημία, γεγονός που δικαιολογεί τη μείωση των νομισματικών κινήτρων». Τα σχόλια των αξιωματούχων της ΕΚΤ ώθησαν την αγορά να επιστρέψει και στα στοιχήματα για αύξηση των επιτοκίων έως τον Δεκέμβριο του 2022.

Η αβεβαιότητα γύρω από τις αποφάσεις της ΕΚΤ για την Ελλάδα ήταν και αυτή που ώθησε τους οίκους αξιολόγησης S&P και Moody’s να μην δημοσιεύσουν τις προγραμματισμένες αξιολογήσεις τους για τη χώρα αυτόν και τον προηγούμενο μήνα. Σε νέα έκθεσή της η Moody’s το κατέστησε αυτό σαφές καθώς όπως τόνισε η ετυμηγορία της ΕΚΤ είναι κρίσιμη για τις προοπτικές της Ελλάδας.

Συγκεκριμένα ο οίκος σημείωσε πως οι πληρωμές των κρατικών τόκων προς τα έσοδα θα συνεχίσουν να μειώνονται τα επόμενα χρόνια, αντανακλώντας το ιστορικά χαμηλό κόστος χρηματοδότησης και τη χρηματοδοτική στήριξη που εξακολουθεί να παρέχεται μέσω του προγράμματος PEPP της ΕΚΤ. Το ενδεχόμενο τέλος του PEPP, το οποίο θα συμβεί το νωρίτερο μέχρι τα τέλη Μαρτίου 2022, θα μπορούσε να προκαλέσει αστάθεια όπου η ζήτηση για ελληνικό χρέος στις χρηματοπιστωτικές αγορές θα είναι χαμηλότερη από τη βέλτιστη για τις ανάγκες χρηματοδότησης του κράτους. Έτσι, η απόφαση της ΕΚΤ για τα ελληνικά ομόλογα το 2022 είναι κρίσιμη από αυτή την άποψη και ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στο κόστος δανεισμού. Εξαιτίας αυτού, η κυβέρνηση πιθανότατα θα συσσωρεύσει εκδόσεις ομολόγων τους επόμενους τέσσερις μήνες όσο το πρόγραμμα είναι ακόμη ενεργό. Από τον Μάρτιο του 2020, όταν η ΕΚΤ άρχισε να αγοράζει ελληνικά ομόλογα για πρώτη φορά από την έναρξη της κρίσης χρέους, έχει αγοράσει 32 δισ. ευρώ (περίπου 18% του ΑΕΠ) ελληνικούς κρατικούς τίτλους.

Η Citi αλλά και η Société Generale έχουν τονίσει πως το “κλειδί” για τις όποιες αναβαθμίσεις της Ελλάδας κρύβεται στη στάση που θα τηρήσει η ΕΚΤ. “Οποιαδήποτε περαιτέρω υπεραπόδοση των ελληνικών ομολόγων καθώς και οι βραχυπρόθεσμες αναβαθμίσεις της αξιολόγησης της Ελλάδας, θα εξαρτηθούν από τη στάση της ΕΚΤ και οι οίκοι θα περιμένουν να υπάρξει σαφήνεια σε αυτό το μέτωπο”, είχε υπογραμμίσει η Citi, ενώ η SocGen είχε επισημάνει πως τα δύο “κλειδιά” για τις αναβαθμίσεις της Ελλάδας από τους οίκους αποτελούν η αποτελεσματική χρήση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης και η στάση που θα τηρήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απέναντι στα ελληνικά ομόλογα μετά το PEPP.

Facebook Comments