Οι ελπίδες για ένταξη της Ελλάδας στο APP, στο κανονικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, μετά το τέλος του PEPP το οποίο είναι οριστικό ότι θα είναι τον Μάρτιο, είναι πλέον μηδενικές. Άλλωστε τις προθέσεις του Δ.Σ τις ξεκαθάρισε πρόσφατα και η  Ίζαμπελ Σνάμπελ, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, η οποία και είναι κατά των αλλαγών στους κανονισμούς της ποσοτικής χαλάρωσης. Όπως έχει δηλώσει, μετά το τέλος του PEPP τα ελληνικά ομόλογα θα υποστηριχθούν από τις επανεπενδύσεις, κάτι το οποίο η κεντρική τράπεζα θα «ζυγίσει» για να δει εάν αρκεί. Αυτό είχε ανοίξει ένα «παράθυρο» για πιθανή ένταξη της Ελλάδας στο κανονικό πρόγραμμα, το οποίο ωστόσο όπως φαίνεται κλείνει, αλλά ανοίγει ένα άλλο.

Έτσι, οι περισσότερες επανεπενδύσεις αντί συμμετοχής στην ποσοτική χαλάρωση μετά το τέλος του PEPP από την 1η Απριλίου του 2022 φαίνεται πως θα είναι η «προσφορά» της ΕΚΤ προς την Ελλάδα, διαψεύδοντας τις προσδοκίες πολλών αναλυτών και ειδικών της αγοράς ότι θα έβρισκε κάποιο τρόπο να συνεχίσει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα έτσι ώστε να μην προκαλέσει αναταραχή και σημαντική διεύρυνση στα spreads.

Οι αλλαγές στους κανονισμούς των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης, σύμφωνα με τους οποίους επιλέξιμα είναι μόνο τα ομόλογα που κατέχουν επενδυτική βαθμίδα, είναι ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα να «περάσει» στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, και για αυτό η κεντρική τράπεζα ενεργοποίησε κατά το ξέσπασμα της πανδημίας το έκτακτο και εξαιρετικά ευέλικτο πρόγραμμα PEPP.

Όπως δείχνουν τα πράγματα, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αποτελεί μονόδρομο πλέον για την Ελλάδα έτσι ώστε να μπορέσει να συμπεριληφθεί στο «κανονικό» QE και έως τότε – στα τέλη του 2022 κατά κάποιους αναλυτές ή στο α’ εξάμηνο του 2023 κατά την ελληνική κυβέρνηση – θα έχει τη στήριξη της ΕΚΤ μέσω των επανεπενδύσεων οι οποίες θα είναι «ενισχυμένες» και θα έχουν μεγαλύτερη διάρκεια. Αυτό σημαίνει πως η ΕΚΤ θα τοποθετεί σε ελληνικούς τίτλους τα κεφάλαια από τα ελληνικά ομόλογα που λήγουν, αλλά και τα κεφάλαια από ομόλογα άλλων χωρών που επίσης ωριμάζουν, ίσως και πέραν του τέλους του 2023.

Οι επανεπενδύσεις και οι εναπομένουσες αγορές ελληνικών ομολόγων από το PEPP έως τον Μάρτιο αρκούν ωστόσο για να καλύψουν την εκδοτική δραστηριότητα του Ελληνικού Δημοσίου το 2022 η οποία αναμένεται να διαμορφωθεί στα 10-12 δισ. ευρώ, τη στιγμή που παράλληλα διατηρείται το υψηλό επίπεδο των ταμειακών διαθεσίμων.

Ωστόσο αυτή δεν θα είναι και η μοναδική στήριξη της ΕΚΤ για την Ελλάδα. Σε περίπτωση έντονης αναταραχής στις αγορές, η ΕΚΤ θα μπορούσε να σηματοδοτήσει ότι το PEPP θα παραμείνει έτοιμο να ενεργοποιηθεί ξανά, ακόμη και μετά τον Μάρτιο, σύμφωνα με αναφορές, με τα 100 δισ. ευρώ που θα έχουν απομείνει από τον φάκελο του 1,85 τρις  ευρώ, να χρησιμοποιούνται σε περίπτωση αδικαιολόγητων αναταράξεων.

Πάντως οι οίκοι αξιολόγησης έχουν επισημάνει πως ο τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης για την Ελλάδα δεν σημαίνει και… καταστροφή. Η στήριξη της ΕΚΤ κατά τη διάρκεια της πανδημίας αποτέλεσε αδιαμφισβήτητα ένα σημαντικό «χαρτί» για την Ελλάδα ωστόσο «αντέχει» και χωρίς τις… πλάτες της κεντρικής τράπεζας, καθώς ουσιαστικά τα οφέλη του Ταμείου Ανάκαμψης μπορούν να τις αντικαταστήσουν. Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση της Ελλάδας για εμπροσθοβαρή εκδοτική δραστηριότητα είναι η πιο «σοφή» επιλογή, ώστε να εκμεταλλευθεί στο μέγιστο την ευκαιρία που υπάρχει, και όσο η ΕΚΤ συνεχίζει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα. ‘Όπως έχει σημειώσει η Fitch, το PEPP υπήρξε μια σημαντική πηγή δημοσιονομικής ευελιξίας για την Ελλάδα και κράτησε χαμηλά το κόστος δανεισμού. Το τέλος του ωστόσο, και η μη συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων, δεν θα προκαλούσε από μόνο του πτωτική πίεση στην αξιολόγηση της Ελλάδας, αλλά κατά τον οίκο θα ισοδυναμούσε ίσως με υψηλότερο κόστος δανεισμού. Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί παράγοντες που θα στηρίξουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, όπως η μακρά διάρκεια λήξης του και τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα. Σε κάθε περίπτωση, η ΕΚΤ θα επανεπενδύσει τα ομόλογα που ωριμάζουν και τα οποία αγόρασε υπό το PEPP και αυτό θα περιορίσει σοβαρά τον αντίκτυπο που θα είχε ο τερματισμός του.

Σε ότι αφορά το τι θα ισχύσει για το κανονικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης μετά τον Μάρτιο, όπως ανέφερε το Reuters επικαλούμενο πηγές με γνώση των συζητήσεων που γίνονται στο Διοικητικό Συμβούλιο ενόψει της συνεδρίασης της 16η Δεκεμβρίου, η ΕΚΤ στρέφεται προς την προσωρινή αύξηση του μεγέθους του APP, έτσι ώστε να διατηρήσει ελεγχόμενες τις κινήσεις στις αποδόσεις των ομολόγων μετά τη λήξη του PEPP. Θα υπάρξουν περιορισμοί ωστόσο στο μέγεθος του APP καθώς και στο χρονικό διάστημα που θα κρατήσουν αυτές οι αυξημένες αγορές, το οποίο δε θα ξεπεράσει τα τέλη του 2022.

Οι αναλυτές εκτιμούν πως οι μηνιαίες αγορές υπό το APP θα αυξηθούν μετά τον Μάρτιο στα 50 δισ. ευρώ από 20 δισ. ευρώ σήμερα στο β’ και το γ’ τρίμηνο του 2022, και θα επιστρέψουν στα 20 δισ. ευρώ στο τελευταίο τρίμηνο του έτους.

Σε κάθε περίπτωση, οι αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ από τον Απρίλιο και μετά θα είναι σημαντικά λιγότερες από ότι ήταν όσο «έτρεχε» το PEPP. Αν και κάποια μέλη του Δ.Σ της ΕΚΤ τάσσονται υπέρ της καθυστέρησης των σημαντικών αποφάσεων λόγω της νέας αβεβαιότητας που προκαλεί η παραλλαγή ¨Όμικρον, ωστόσο η ανακοίνωση του τέλους του PEPP είναι αναπόφευκτη, ενώ η απόφαση σχετικά με το APP είναι επίσης απαραίτητη, με ορισμένες τεχνικές λεπτομέρειες μόνο να αφήνονται για αργότερα.

Facebook Comments