Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει αλλάξει δραματικά τις προοπτικές της οικονομίας για το 2022, μέσα σε μόλις έναν μήνα. Έχει οδηγήσει σε μία τεράστια αλλαγή καθεστώτος δεδομένης της δευτερογενούς επίδρασης στις τιμές των πρώτων υλών και στις αλυσίδες εφοδιασμού, παρατείνοντας και ενισχύοντας τις ανησυχίες σχετικά με τον αντίκτυπο των πληθωριστικών πιέσεων στην ανάπτυξη και με τους κινδύνους από πιθανή κλιμάκωση της σύγκρουσης.

Τις τελευταίες ημέρες σημειώθηκε μπαράζ υποβαθμίσεων των εκτιμήσεων επενδυτικών τραπεζών για την πορεία της ανάπτυξης της Ελλάδας, οι οποίες και αποτελούν τις πρώτες προβλέψεις καθώς είναι πολύ νωρίς για να υπολογιστεί ο πλήρης αντίκτυπος, τη στιγμή που παραμένει άγνωστο το πότε και πώς θα λήξει η σύγκρουση στην Ουκρανία.

Οι αναλυτές θεωρούν βέβαιο ότι το σκηνικό στην οικονομία, ειδικά της Ευρωζώνης λόγω της υψηλής της εξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια, θα θολώσει, αν και δεν εκτιμούν ένα νέο σενάριο ύφεσης, ωστόσο προχωρούν ή ετοιμάζονται να προχωρήσουν σε υποβάθμιση των εκτιμήσεων για την ανάπτυξης και σε εκτόξευση των προβλέψεων για τον πληθωρισμό.

Η Bank of America θέτει πλέον τον «πήχη» της ανάπτυξης της Ελλάδας το 2022 στο 3% από 3,8% πριν και στο 2,3% από 2,5% το 202ε, ενώ εκτιμά ότι ο πληθωρισμός θα εκτιναχθεί στο 6,1% φέτος (από 1,9% που έβλεπε πριν), προτού υποχωρήσει στο 2,4% το 2023 (από 1,2% πριν).

Η ING αναμένει πως η ανάπτυξη της Ελλάδας θα κινηθεί στο 3% φέτος από 3,4% που ανέμενε πριν και στο 2,9% (από 3,1%) το 2023 και το 2024. Σε τριμηνιαία βάση εκτιμά πως η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 2,6% στο α’ τρίμηνο, κατά 2,2% στο β’ και κατά 1,3% στο τρίτο τρίμηνο. Σε ότι αφορά τον πληθωρισμό, εκτιμά ότι θα βρεθεί στο 4,6% στο σύνολο του 2022 από 3,3% που εκτιμούσε προηγουμένως, προτού υποχωρήσει στο 1,5% το 2023.

Σε υποβάθμιση των εκτιμήσεών της για την ανάπτυξη στην Ελλάδα φέτος, στο 3% από 3,3% πριν, προχώρησε και η Oxford Economics, καθώς όπως τονίζει οι προοπτικές έχουν επιδεινωθεί λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Η εμφάνιση της παραλλαγής Όμικρον στα μέσα του δ’ τριμήνου του περασμένου έτους και ο πόλεμος στην Ουκρανία θα επηρεάσουν τις οικονομικές προοπτικές για το 2022, όπως σημείωσε. Οι οικονομικές επιπτώσεις της σύγκρουσης θα γίνουν αισθητές κυρίως μέσω της αύξησης των τιμών της ενέργειας και των τροφίμων, της επιδείνωσης της εμπιστοσύνης, της αναταραχής στις χρηματοπιστωτικές αγορές, και περαιτέρω διακοπές στις αλυσίδες εφοδιασμού. «Παρά τον θετικό αντίκτυπο από τη χρηματοδότηση της Ε.Ε και το Ταμείο Ανάκαμψης, οι προοπτικές για φέτος αντιμετωπίζουν αυξανόμενους αντίθετους ανέμους», τόνισε χαρακτηριστικά.

Πιο απαισιόδοξη εμφανίστηκε η Wood η οποία προβλέπει πως το χτύπημα στο ελληνικό ΑΕΠ θα είναι της τάξης του 2%, με την τελική ανάπτυξη να τοποθετείται φέτος στο 2% από 4% που προέβλεπε πριν, ενώ εκτιμά πως ο πληθωρισμός θα κινηθεί σε διψήφια ποσοστά. Παράλληλα κάνει λόγο για τεράστιο ενεργειακό σοκ προ των πυλών, αναλύοντας το κόστος που θα έχει για τις οικονομίες φέτος η εκτόξευση των τιμών του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, εκτροχιάζοντας τους προϋπολογισμούς. Για την Ελλάδα εκτιμά ότι το 2022 το συνολικό κόστος της ενέργειας θα αγγίξει το 12% του ΑΕΠ, τέσσερις φορές υψηλότερο σε σχέση με μόλις δύο χρόνια πριν. Σε ότι αφορά τον συνολικό λογαριασμό των εισαγωγών, εκτιμά ότι θα διαμορφωθεί στα 19,46 δισ. δολ. φέτος από 4,39 δισ. δολ. το 2020, σχεδόν πέντε φορές πάνω.

Οι οίκοι αξιολόγησης από την πλευρά τους προειδοποιούν για τα «σύννεφα» που έχει φέρει ο πόλεμος στην Ευρωζώνη, προετοιμάζοντας το έδαφος για πιθανές πιστωτικές επιπτώσεις. Όπως σημείωσε η Fitch σε νέα της έκθεση, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι επακόλουθες κυρώσεις θέτουν σημαντικές αναπτυξιακές και δημοσιονομικές προκλήσεις θέτουν στα κράτη της Ευρωζώνης η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και οι επακόλουθες κυρώσεις, όπως σημειώνει η Fitch Ratings, με τον συνδυασμένο αντίκτυπο αυτών και τον σχεδιασμό της «απάντησης» από πλευράς πολιτικής, να αποτελούν σημαντικούς παράγοντες για τον πιστωτικό αντίτυπο στις οικονομίες της περιοχής.

Όπως και η πανδημία, τονίζει ο οίκος, ο πόλεμος αποτελεί ένα εξωτερικό σοκ που θα γίνει αισθητό σε ολόκληρη της Ευρωζώνη ενώ ο αντίκτυπος θα διαφέρει, ανάλογα με την εξάρτηση των κρατών από το ρωσικό φυσικό αέριο ή τους εμπορικούς δεσμούς. Έτσι, ο δημοσιονομικός αντίκτυπος θα αντικατοπτρίζει την απάντηση που θα υπάρξει σε επίπεδο μέτρων και το κατά πόσο μπορεί να «αμοιβαιοποιηθεί» το κόστος τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Το πλήγμα λοιπόν στην ανάπτυξη θα εξαρτηθεί από το εύρος της διαταραχής, συμπεριλαμβανομένης της διαθεσιμότητας ενέργειας και τις τιμές. Οι κυβερνήσεις θα συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τη δημοσιονομική πολιτική ώστε να μετριάσουν τον αντίκτυπο του πληθωρισμού στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, ωστόσο, η σύγκρουση θα έχει κόστος για τους προϋπολογισμούς μέσω της προσφυγικής κρίσης και της αύξησης των αμυντικών δαπανών. Επιπλέον, το δημοσιονομικό κόστος είναι πιθανό να επιβραδύνει τη μείωση των ελλειμμάτων, με τον πλήρη αντίκτυπο να εξαρτάται εν μέρει από τις τιμές ενέργειας.

«Θα επικαιροποιήσουμε τις εκτιμήσεις μας για το ΑΕΠ της ευρωζώνης για το 2022 στην έκθεση Global Economic Outlook την επόμενη εβδομάδα, με πιθανές πτωτικές αναθεωρήσεις», όπως επισημαίνει ο οίκος.

Από την πλευρά της η Moody’s ήδη προχώρησε σε υποβάθμιση των προβλέψεών της. Όπως σημειώνει, το οικονομικό σκηνικό έχει αλλάξει δραματικά μέσα σε έναν μόλις μήνα λόγω της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία. Αν και το μερίδιο και των δύο χωρών στην παγκόσμια οικονομία είναι σχετικά περιορισμένο, η στρατιωτική σύγκρουση και οι επακόλουθες κυρώσεις στη Ρωσία θα έχουν δευτερογενή αποτελέσματα στον υπόλοιπο κόσμο μέσω τριών μεγάλων διαύλων: 1) σοκ στις τιμές των εμπορευμάτων και των τροφίμων σε μια εποχή που ο πληθωρισμός είναι ήδη υψηλός και οι περιορισμοί προσφοράς παραμένουν μια πρόκληση παγκοσμίως, 2) οικονομικές επιπτώσεις από τις κυρώσεις, αναστολή της επιχειρηματικής δραστηριότητας στις χώρες αυτές και αστάθεια των χρηματοπιστωτικών αγορών, και 3) πρόσθετες προκλήσεις στο μέτωπο της ασφάλειας σε ένα σενάριο κλιμακούμενης ή ευρύτερης στρατιωτικής σύγκρουσης ή μέσω κυβερνοεπιθέσεων.

Παράλληλα, όπως προειδοποιεί η Moody’s, υπάρχουν επίσης σημαντικά περιθώρια επιδείνωσης της τρέχουσας κατάστασης. Στους παραπάνω κινδύνους προστίθεται το γεγονός ότι η παγκόσμια οικονομία δεν έχει ανακάμψει πλήρως από το σοκ της COVID-19 και η Κίνα βρίσκεται εν μέσω νέων εστιών σε δύο μεγάλες πόλεις.

Για την περιοχή της Ευρωζώνης εκτιμά ότι η ανάπτυξη φέτος θα κινηθεί στο 2,8%, 1,6% χαμηλότερα από τις εκτιμήσεις του Φεβρουαρίου, και το 2023 στο 2,2% από 2,6% πριν. Στη Γερμανία η ανάπτυξη τοποθετείται στο 1,8% φέτος και στο 2,6% το 2023 από 3,8% και 2,7% πριν.

Σε ότι αφορά τον πληθωρισμό, η Moody’s εκτιμά πως στην ευρωζώνη θα παραμείνει πάνω από το 5% τουλάχιστον μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, αν όχι περισσότερο. Σύμφωνα με το βασικό της σενάριο θα κορυφωθεί στο 7% -8% την άνοιξη, με τους κινδύνους για ακόμη υψηλότερα επίπεδα να είναι σημαντικοί, δεδομένου ότι οι τιμές της ενέργειας θα μπορούσαν να κινηθούν ακόμη υψηλότερα. Σημειώνεται πως υποθέτει ότι οι τιμές του πετρελαίου θα κινηθούν στα 120 δολ. το βαρέλι σε μέσο όρο στο β’ τρίμηνο και θα παραμείνουν πάνω από τα 100 δολάρια κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.

Όπως πάντως επισημαίνει ο οίκος, το μέγεθος των επιπτώσεων στην ανάπτυξης θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια και το εύρος της σύγκρουσης. Ενώ είναι σαφές ότι η στρατιωτική σύγκρουση θα βλάψει την οικονομική δραστηριότητα και θα επιδεινώσει τον πληθωρισμό, είναι πιθανό ένα ευρύ φάσμα αποτελεσμάτων, ανάλογα με τη διάρκεια και την πιθανή κλιμάκωση της κρίσης, καθώς και τις πολιτικές απαντήσεις και την αποτελεσματικότητά τους.

Facebook Comments