Στη χώρα μας, διαρκώς μου δίνεται η εντύπωση ότι όχι μόνο αδιαφορούμε για την ψυχική υγεία αλλά στην πραγματικότητα βρισκόμαστε ένα σκοτεινό βήμα πιο κάτω από την αδιαφορία: φοβόμαστε την απουσία ψυχικής υγείας ενώ εξορκίζουμε σε κάθε ευκαιρία, με τον χειρότερο τρόπο, την απόκλιση, τη διαφορά, το χάσμα ανάμεσα σε αυτό που έχουμε μέσα στο κεφάλι μας και στο πώς λειτουργεί ο υπόλοιπος κόσμος. Όχι απλά δεν αποδεχόμαστε κοινωνικά την πάθηση, τη νόσο, την ασθένεια ή την αδυναμία, αλλά πολύ περισσότερο μας ενοχλεί η υποψία αυτής. Να είναι άραγε κατάλοιπο από τις ιστορίες με τις οποίες μεγαλώσαμε, λέτε να αποτυπώθηκε αμετάκλητα μέσα μας το παραμύθι με τους «αποθέτες» στους οποίους κάποιοι αρχαίοι υποτίθεται ότι εγκατέλειπαν τα ασθενικά παιδιά για να διασφαλίσουν την ευγονική της φυλής τους;
Σίγουρα μιλάμε για ένα λαό στον οποίο “οι σημερινοί μεσήλικες θυμούνται το μάντρα με το οποίο γαλουχήθηκαν”, εκείνο που λέει ότι «οι Έλληνες δεν χρειάζονται ψυχολόγους γιατί έχουν καλούς φίλους». Είναι νωπές ακόμα στη μνήμη οι διαμαρτυρίες από τις γειτονιές που αντιστάθηκαν στη δημιουργία ξενώνων ημιαυτόνομης διαβίωσης για ψυχικά νοσούντες, οι λήπτες υπηρεσιών εξακολουθούν να ζουν στην αορατότητα, δεν έχουμε προοδεύσει ρούπι από το ταμπού των επισκέψεων σε επαγγελματίες ψυχικής υγείας, στα οφθαλμοφανή προβλήματα σηκώνουμε τους ώμους με τη δικαιολογία «ε αφού δεν θέλει να πάει σε ψυχολόγο τι να κάνω» (εξακολουθούμε δηλαδή να λειτουργούμε ως κοινωνία με το παιδιάστικο δίπολο «θέλω-δεν θέλω», σαν να έχει η ζωή να κάνει μόνο με μας και όχι με ένα οργανωμένο κοινωνικό σύνολο μέσα στο οποίο οφείλουμε να συμβιώσουμε, παρεμβαίνοντας με αίσθημα συν-ευθύνης σε αυτά που δημιουργούν εμπόδια για την αρμονική συμβίωση). Θα ήταν εύκολο να κατηγορήσουμε το σύστημα και τα κενά του, αν υπήρχε σύστημα. Μιλάμε για την καταπολέμηση του στίγματος αλλά μετά, αρκεί μια απεχθής είδηση του αστυνομικού ρεπορτάζ για να μας γυρίσει πίσω στον πυρήνα της αποστροφής, της αποπομπής, των εκδηλώσεων βίας και των φράσεων που ντροπιάζουν τον πολιτισμό μας αλλά, σοκαριστικά, ντροπιάζουν και τον ίδιο τον χώρο των επαγγελματιών.
Δεν ξέρω αν κάποια ΜΜΕ επιλέγουν συνειδητά να βγάλουν στο γυαλί εκείνους τους επαγγελματίες που θα υποστηρίξουν την ανθρωποφαγική τηλεθέαση σε σχέση με την ορθολογική, βασισμένη στα ethics του επαγγέλματος και στην πολύτιμη νηφαλιότητα στην οποία έχει ανάγκη να εκπαιδευτεί ο λαός, προσέγγιση – φαίνεται ότι χάσαμε συλλογικά τη μπάλα. Απαράδεκτοι χαρακτηρισμοί που ανακυκλώνουν το στίγμα για τις ψυχικές νόσους, τηλεδιαγνώσεις, ολίγη μαντεία, υπεραπλούστευση και παραπληροφόρηση, είναι τα συστατικά με τα οποία ενισχύεται η φοβική αλλά πολύ βολική αντίληψη για το λειτούργημα: αυτή που μοιράζει αφειδώς ταμπέλες, που σε «σκανάρει» σαν άλλο ταμείο σούπερ μάρκετ και βγάζει «ψυχολογικά προφίλ» του ποδαριού, αυτή που δεν σε χρειάζεται καθόλου να είσαι παρούσα για να προβεί σε πορίσματα. Αυτή ακριβώς δηλαδή την κουλτούρα που ενισχύει τον φόβο για την ψυχική υγεία, μέσα στην οποία η άρνηση σου να συναντήσεις ειδικούς, μπετονάρεται. Ποιος θέλει να διακινδυνεύσει τέτοιες αυθαιρεσίες όταν τα πρότυπα που ανακυκλώνονται στα media είναι πιο παράφορα σε συμπεριφορές από τους ανθρώπους που τηλε-αξιολογούνται; Εδώ δεν μιλάμε καν για ανακύκλωση στίγματος, μιλάμε για ευτελισμό διαδικασιών, κατάργηση πρωτοκόλλων, φλυαρία πέρα και πάνω από κάθε αποδεκτό για την επιστήμη όριο. Αν δεν κουνιέται φύλλο, τότε βρισκόμαστε στη δυσάρεστη θέση της ανοχής σε ασχήμιες και σε καταπάτηση δικαιωμάτων.
Υπάρχει και κάτι που θεωρώ χειρότερο επειδή θα έπρεπε να μπαίνει πρώτο στην ιεράρχηση των αξιών μας: παρακολουθώ σε ζωντανή μετάδοση το μίσος για τον άνθρωπο εκεί που θα πρέπει να τοποθετήσουμε τη γνώση. Παρακολουθώ την οχλοκρατία μέσα στην οποία οικειοθελώς τσαλαβουτούν αυτοί που θα έπρεπε να λειτουργούν ως δάσκαλοι, με την παλιά, πατροπαράδοτη έννοια του δασκάλου, αυτή που εμπεριέχει ταπεινότητα, διακριτικότητα και καλό παράδειγμα. Παρακολουθώ την εξάρτηση από το θυμικό και τα ένστικτα, εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει συγκράτηση. Αναρωτιέμαι αν θέλουμε και μπορούμε να ισορροπήσουμε ως κοινωνία ή αν μας βολεύει να πνιγόμαστε στην απόδοση ευθυνών σε κάποιους άλλους, επειδή η ισορροπία οπωσδήποτε συμπεριλαμβάνει την αποδοχή της προσωπικής ευθύνης για τα δεινά που μας βρίσκουν και την κοινωνικά υπεύθυνη στάση που αναλαμβάνουμε για την επίλυση τους.
Αναρωτιέμαι όμως και για τους ανθρώπους που θα έχουν τη γενναιότητα να μας οδηγήσουν στην επόμενη ημέρα της σοβαρότητας. Αυτοί, ως συντεταγμένη ομάδα, ακόμα λείπουν. Και όσο αυτοί απουσιάζουν, τόσο θα μπαίνουν τα πράγματα κάτω από το χαλί από φόβο ότι δεν θα υπάρξει κάποιος να τα αντιμετωπίσει με τον σεβασμό που τους πρέπει. Γιατί, στην τελική, τι άλλο να είναι το στίγμα απέναντι σε συνανθρώπους μας, από πούρα, πηχτή και ανόθευτη απέχθεια για τη φύση, που δεν τα έκανε όλα φασόν και ομοιόμορφα ώστε να τα αναγνωρίζουν τα πεπερασμένα γνωστικά συστήματα των τηλεδικαστών. Και τι άλλο να είναι η καταπολέμηση του στίγματος, από την προσπάθεια να κατανοήσεις το κόσμο, να κυριαρχήσεις στο δέος που προκαλείται και σε σένα την ίδια, αντιστεκόμενη σθεναρά σε οποιαδήποτε συμμετοχή που οδηγεί στον κατακερματισμό του.
Facebook Comments