Η χώρα μας είχε αναλάβει τη δέσμευση απέναντι στους δανειστές της να κλείσει το 2013 με πρωτογενές πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού της. Μικρό μέν, της τάξης του 0,5% του ΑΕΠ, αλλά πλεόνασμα. Και το κατάφερε (;).

Περικόπτοντας στο ελάχιστο το ΠΔΕ, επινοώντας και εφαρμόζοντας κάποιες απαράδεκτες αυθαίρετες διευθετήσεις για το περιορισμό της φαρμακευτικής δαπάνης (clow back, rebate), αφήνοντας ατιμολόγητες σωρεία οφειλών της γενικής κυβέρνησης προς τον ιδιωτικό τομέα. Και βέβαια υπερφορολογώντας ό,τι περπατάει, ό,τι πετάει, ό,τι κολυμπάει (ως άλλος ΑΒ Βασιλόπουλος).

Εδώ και τρείς μήνες ακούμε από κυβερνητικά χείλη πόσο μεγάλη έκπληξη θα αποτελέσει το ύψος του πλεονάσματος. Ξεκίνησε από 600+ εκατομμύρια, πέρασε τα 800+, ακολούθως το δίς, για να φθάσουμε στο 1,5 δίς και … βλέπουμε. Ταυτοχρόνως προβάλλεται η επιτυχία στη διαπραγμάτευση με τη τρόϊκα να μην διατεθεί το σύνολο του πλεονάσματος για την αποπληρωμή χρέους, αλλά μόνο το 30% εξ αυτού. Το υπόλοιπο 70% μας ανακοίνωσαν πως προτίθενται να το επιστρέψουν στους πολίτες ως κοινωνικό μέρισμα.

Η κυβέρνηση έχει αυτοεγκλωβιστεί απολύτως πολιτικά με τη στάση που τηρεί απέναντι στη τριμερή. Είναι πλέον θύμα των ίδιων της των επιλογών.

Στηριζόμενη στη φράση που είχε ειπωθεί στο Eurogroup «τακτοποιηθείτε εσείς δημοσιονομικά και εμφανίστε πρωτογενές πλεόνασμα και η ΕΕ θα αναλάβει να διευθετήσει το ζήτημα του χρέους σας», απέκτησε κουτοπόνηρες προσδοκίες. Έτσι διολίσθησε πρώιμα από το φθινόπωρο, από τότε που τα στοιχεία της έδειχναν πως μπορεί πράγματι να παραχθεί πλεόνασμα, σε μια αδιέξοδη και αντιπαραγωγική τακτική αυτονόμησης απέναντι στη τρόϊκα, με τη σιγουριά και τη βεβαιότητα εκείνου που προσέρχεται από θέση ισχύος σε μια διαπραγμάτευση !!! Επιχείρησε να εκβιάσει πρόωρα καταστάσεις που, υποτίθεται, θα την ευνοούσαν.

Από τότε άρχισαν να επανατίθενται προς τους δανειστές οι κόκκινες γραμμές της άρνησης των αλλαγών (είχαμε να τις δούμε από τον Ιούνιο, που αποχώρησε η ΔΗΜΑΡ από το κυβερνητικό σχήμα), να ετεροχρονίζεται εσκεμμένα το κλείσιμο ανοικτών ζητημάτων, να λαμβάνονται και να νομοθετούνται μονομερώς αποφάσεις, σε αντίθεση με τις συμφωνημένες υποχρεώσεις της χώρας. Με την έλευση του 2014, όταν το πρωτογενές πλεόνασμα «κλείδωσε», η κυβέρνηση προχώρησε ένα ακόμη βήμα παραπέρα. Ξεκίνησε μια ακατάσχετη υποσχεσιολογία  προς ευάριθμες κοινωνικές ομάδες για διανομή σε αυτές του 70% του πλεονάσματος.

Στην αρχή οι διαβεβαιώσεις  για διανομή αφορούσαν τους δικαστικούς, οι οποίοι δεν φαίνεται να πείσθηκαν ιδιαίτερα και προτίμησαν να ακολουθήσουν τη πεπατημένη, να γνωμοδοτήσουν και να επιδικάσουν οι ίδιοι απευθείας στους εαυτούς τους την επιστροφή των μισθολογικών τους περικοπών. Επόμενοι δικαιούχοι οι ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας. Ύστερα άλλες ομάδες ΔΥ, οι χαμηλοσυνταξιούχοι, οι αγρότες, οι άγαμες θυγατέρες, οι «αδικημένοι», οι «αδύναμοι» (τα κριτήρια προσδιορισμού τους επαφίενται σε κυβερνητικές ερμηνείες εικάζω) κλπ.

Το πρωτογενές πλεόνασμα αίφνης μετατράπηκε σε «τίμιο ξύλο» ή σε «εν Κανά άρτον» που δεν τελειώνουν ποτέ. Όσο διανέμεται σε περισσότερους δικαιούχους, τόσο μεγαλώνει. Για να ικανοποιηθούν οι υποσχέσεις που έχουν δοθεί, απαιτούνται τουλάχιστον 3 δίς. Ουδείς διευκρινίζει πού θα βρεθούν αυτά τα χρήματα.

Οι λόγοι που υπαγορεύουν τη κυβερνητική συμπεριφορά είναι προφανείς. Οι εκλογικές ανάγκες των προσεχών αυτοδιοικητικών και ευρωπαϊκών εκλογών, το άγχος για τις επιδόσεις της σε αυτές, η απροθυμία ανάληψης πρόσθετου πολιτικού κόστους, ο φόβος που τη διακατέχει για διεμβολισμό της από το λαϊκίστικο δημοκοπικό λόγο της αντιπολίτευσης. Ακόμη το ρουσφετολογικό πελατειακό παρελθόν και των δύο κυβερνητικών εταίρων,  που βεβαίως ουδόλως έχει μεταβληθεί, καθώς και η απουσία ενός σχεδίου πορείας-οδικού χάρτη για το αύριο, ώστε κάθε κίνηση να εντάσσεται προσεκτικά και μελετημένα στα δεδομένα του.

Την ίδια στιγμή που μοιράζει υποσχέσεις στο εσωτερικό, η κυβέρνηση «σκληραίνει» τη στάση της απέναντι στους δανειστές. «Δεν δεχόμαστε απολύσεις ΔΥ, δεν δεχόμαστε κατάργηση του υπουργικού βέτο για μαζικές απολύσεις ΙΥ, δεν εφαρμόζουμε τις προτάσεις του ΟΟΣΑ, δεν, δεν, δεν…». Αρνείται δηλαδή να υλοποιήσει υπογεγραμμένες και ανειλημμένες δεσμεύσεις. Αρνείται να μεταρρυθμίσει τα χαλάσματα.

Η τακτική που έχει επιλέξει η κυβέρνηση είναι κοντόφθαλμη, αδιέξοδη και ατελέσφορη τόσο για την ίδια, όσο και για τη χώρα. Ας δούμε γιατί:

1. Το πρωτογενές πλεόνασμα δεν προήλθε από τη παραγωγή και φορολόγηση νέου πλούτου, μα από την υπερφορολόγηση του ήδη υπάρχοντος. Αυτό σημαίνει ότι η δεξαμενή άντλησης εσόδων είναι πεπερασμένη και σύντομα πρόκειται να στερέψει. Τρώμε τις σάρκες μας ως κοινωνία. Ουσιαστικά επαναλαμβάνεται για πολλοστή φορά μια συνεχής αναδιανομή της ίδιας πίτας. Απαιτείται η παραγωγή νέου πλούτου, από τη συνεισφορά τού οποίου και μόνο θα μπορούσε να προέλθει μια υγιής αύξηση των εσόδων. Κάτι τέτοιο όμως ούτε συμβαίνει, ούτε δρομολογούνται οι προϋποθέσεις για να συμβεί.

2. Η μεταρρυθμιστική απροθυμία να θιγεί το σπάταλο, υπερτροφικό και παρασιτικό κράτος και τα πλοκάμια του δεν δημιουργεί ευνοϊκό περιβάλλον για προσέλκυση επενδύσεων και αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας. Η υψηλή φορολόγηση, το ευμετάβλητο περιβάλλον, η διαφθορά και η γραφειοκρατία συνεχίζουν να μας συντροφεύουν και αποθαρρύνουν κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο να δοκιμάσει επιχειρηματικά στο τόπο μας. Οπότε ακυρώνεται εκ των προτέρων και η όποια ελπίδα για διεύρυνση της φορολογικής βάσης.

3. Μνημονιακή συμβατική υποχρέωση της χώρας είναι η επίτευξη ολοένα μεγαλύτερων ετήσιων πρωτογενών πλεονασμάτων του προϋπολογισμού τα επόμενα χρόνια, με κορύφωση το 4,5-5% του ΑΕΠ για το 2016. Εκεί υπολογίζεται το επίπεδο της δευτερογενούς ισοσκέλισης, ώστε η οικονομία να καταστεί αυτάρκης στην εξυπηρέτηση και του χρέους της. Από ποιες πηγές είναι δυνατόν να προέλθουν αυτά τα ποσά χωρίς δραματική αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας είναι μυστήριο.

4. Η δυσκολία εξαγωγής μεγαλύτερων πλεονασμάτων τα επόμενα χρόνια συνηγορεί υπέρ της διακράτησης και αποθεματοποίησης του συνόλου του πλεονάσματος του 2013, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως «μαξιλάρι» για τη δύσκολη τρέχουσα χρήση. Η τρόϊκα προσπαθεί να συνετίσει τη κυβέρνηση και θέτει προσκόμματα στα σενάρια περί διανομής, αλλά οι σειρήνες του λαϊκισμού υπερτερούν.

Αποκρύπτεται επιμελώς ότι οφείλονται σε αρκετές δεκάδες χιλιάδες εν αναμονή συνταξιούχους του δημοσίου (που με περισσή ευκολία η κυβέρνηση δημιουργεί από την ηλικία των 50 ετών χαρίζοντας πλασματικά χρόνια εργασίας) τόσο οι τρέχουσες καταβολές, όσο και αναδρομικά πολλών μηνών. Θα αποτελέσει συνειδητό έγκλημα κατά της χώρας και των καθημαγμένων φοροδοτικών υποζυγίων της η πρόθεση κατασπατάλησης του «πλεονάσματος» για πελατειακές ανάγκες.

5. Ο κυβερνητικός βερμπαλισμός στέλνει λανθασμένα μηνύματα στη κοινωνία. Αντί να μεταδίδεται σύνεση, λελογισμένη αισιοδοξία και ανάγκη εντατικοποίησης της προσπάθειας, μηνύματα που θα έστελνε η αποθεματοποίηση του πλεονάσματος, με τη διανομή του επικοινωνείται η αίσθηση του τερματισμού των προσπαθειών. Διότι τι άλλο σημαίνει η διανομή σήμερα αυτού που αύριο δεν θα υπάρχει; Και μάλιστα όχι ως εφάπαξ παροχή, αλλά με ενσωμάτωση στη μισθοδοσία ή στη σύνταξη πολυμελών κοινωνικών ομάδων, γεγονός που συνεπάγεται σημαντική και μόνιμη αύξηση της ετήσιας δαπάνης εφεξής.

6. Είναι και ανήθικη όμως η παραπάνω στάση. Το πρωτογενές πλεόνασμα συγκεντρώθηκε από υπερφορολόγηση του συνόλου των πολιτών, αλλά αποφασίζεται η επιλεκτική επιστροφή του σε ορισμένες μόνο πληθυσμιακές ομάδες, που συμπτωματικά αποτελούν προνομιακούς πελάτες των κυβερνητικών εταίρων και βαπτίστηκαν αυθαίρετα «αδικημένοι».

Ο απρόσοδος ιδιοκτήτης ακινήτου, που καλείται να πληρώσει «ενοίκιο» για την ιδιοκτησία του, ο άνεργος, που καταβάλλει ΦΠΑ με κάθε μικρή αγορά του, ο μισθωτός των 586 ευρώ, που πληρώνει τεράστιους φόρους κατανάλωσης με κάθε αγορά καυσίμων, ποτών ή τσιγάρων, ο εξουθενωμένος ελεύθερος επαγγελματίας, που φορολογείται επί ανύπαρκτων τεκμαρτών εισοδημάτων, μηδέποτε αποκτηθέντων, καλούνται να αποκαταστήσουν το σύνολο των προ κρίσης απολαβών ισχυρών ομάδων κρατικών υπαλλήλων. Εκείνοι δηλαδή που υπέστησαν τα μεγαλύτερα πλήγματα κατά τη τετραετή πολιτική προσαρμογής ουσιαστικά υποχρεώνονται να επωμιστούν ακόμη μεγαλύτερο βάρος, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί ή να αναιρεθεί ολοσχερώς η μικρότερη  συμμετοχή κάποιων άλλων στο κόστος της κρίσης. 

Προσωπικά ήμουν και παραμένω απαισιόδοξος για τις ικανότητες, τις προθέσεις και την αποτελεσματικότητα του πολιτικού προσωπικού. Αδυνατεί να κοιτάξει πέρα από τα μυωπικά γυαλιά του υπαρξιακού πελατειακού του συμφέροντος. Ακόμη και σήμερα θέτει κόκκινες γραμμές για αποφυγή των λυτρωτικών μεταρρυθμίσεων, η τήρηση των οποίων (κόκκινων γραμμών) θα διατηρήσει την οικονομία και τη χώρα αιχμάλωτες του σαθρού παρελθόντος.

Όσο κι αν προσπαθώ, αδυνατώ να εντοπίσω οδούς διαφυγής από το τέλμα. Η κυβέρνηση επέλεξε οριστικά τον ολισθηρό εύκολο δρόμο της δημοκοπίας. Η αξιωματική αντιπολίτευση την υπερακοντίζει με κάθε ευκαιρία.  Επομένως στο άμεσο μέλλον οι πολιτικοί συσχετισμοί μόνο εχθρικότεροι μπορεί να αποδειχθούν για τις μεταρρυθμίσεις. Και ας μη λησμονούμε πως εχθρός του κακού είναι πάντοτε το … χειρότερο.

Facebook Comments