Μετά από τέσσερα χρόνια ακατάσχετης αερολογίας πολλών δημοσιογραφούντων τηλεπερσόνων και δραχμολάγνων ηγετίσκων, ας πούμε πέντε σοβαρές, ειλικρινείς και τεκμηριωμένες κουβέντες περί του νομίσματος.

Παρά την πρωτοφανή κρίση που βιώνει ο ελληνικός λαός και τη διαδεδομένη αντίληψη ότι γι‘ αυτήν ευθύνονται οι ευρωπαίοι εταίροι μας, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, οι  Έλληνες εξακολουθούν να προτιμούν το ευρώ αντί άλλο εθνικό νόμισμα, κατά 75%, ποσοστό που είναι μεγαλύτερο πολλών άλλων κρατών της ζώνης του ευρώ των 18. Ας δούμε γιατί.

Οι παθογένειες της ελληνικής οικονομίας (αποβιομηχάνιση, δημοσιονομική εκτροπή, εξωτερικό έλλειμμα) δεν έχουν σχέση με την ένταξή μας στη ζώνη του σκληρού ευρώ. Δυστυχώς προϋπήρχαν αυτής.

Η αποβιομηχάνιση της χώρας όλοι θα έπρεπε να θυμούνται ότι συντελέστηκε πολύ προ της έλευσης του ευρώ το 2001 και πολύ προ της ελληνικής και διεθνούς κρίσης. Το έγκλημα της γενοκτονίας των επιχειρήσεων και της μεταποίησης ξεκίνησε ήδη από τις αρχές του ’80, με τα τότε σοσιαλιστικά πειράματα:

α) των δύο υποτιμήσεων (1983, 1985) και του συνακόλουθου υπερπληθωρισμού,

β) των αναγκαστικά επιβαλλόμενων από το κράτος υψηλών ετησίων μισθολογικών αυξήσεων σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα αλλά και

γ) με την εμπνευσμένη επιβολή από τις τότε κυβερνήσεις της συνδιοίκησης των επιχειρήσεων από εμπαθείς, αγράμματες και κομματικά εγκάθετες συνδικαλιστικές ορδές.

Προσφάτως λ.χ. θυμηθήκαμε ότι μέχρι τις αρχές του ’80 κατασκευάζαμε αυτοκίνητα, ηλεκτρικές συσκευές, επισκευάζαμε πλοία κλπ. Και μετά ήρθαν οι βάρβαροι…

Το έγκλημα του πλήρους αφανισμού της υγιούς ιδιωτικής επιχειρηματικότητας συντελέστηκε τελικά την επόμενη δεκαετία του ’90, όπου εγκαθιδρύθηκε η μοναδική στο κόσμο πατέντα του κρατικοδίαιτου και διαπλεκόμενου πελατειακού καπιταλισμού των ημετέρων. Όποιος δεν ήταν ημέτερος και δεν συνεισέφερε στον κομματικό κορβανά, δημόσιο διαγωνισμό δεν κέρδιζε και τις 100 υπογραφές αδειοδότησης οποιασδήποτε νέας δραστηριότητάς του  δεν τις έπαιρνε ποτέ ! Κατά συνέπεια, το γνωστό προϋπάρχον ιδεοληπτικό σύμπλεγμα εναντίον του κεφαλαίου και των μεγάλων επιχειρήσεων της ελληνικής εκδοχής του σοσιαλισμού, δυστυχώς δικαιολογημένα κραταιώθηκε τη δεκαετία του ’90, εγκλωβίζοντάς την πατρίδα μας στην αναπτυξιακή μιζέρια, την υπο-επένδυση σε παραγωγικούς τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων κλάδων και άρα στον υπερ-καταναλωτισμό, ιδιωτικό και δημόσιο και την εσωστρέφεια.

Παρομοίως, τα δημόσια οικονομικά ήταν συνεχώς εκτροχιασμένα και επί δραχμής την περίοδο 1980-2000. Η υπερχρέωση του δημοσίου και άρα η «παράδοση της χώρας μας στους δανειστές» ήταν σιωπηλό έγκλημα που διαπράχθηκε σταδιακά επί 3 δεκαετίες. Δεν θυμόμαστε όμως κανένα Παπούλια, Γλέζο, Καμμένο, Αλαβάνο, Τσίπρα, Παπαρήγα, ή κανένα ΜΜΕ, πάνω στο Ποτάμι ή δίπλα στην Ελιά, να το καταγγέλλει εμφατικά! Ούτε το 1988, ούτε το 1998, ούτε το 2008, παραμονές της χρεοκοπίας μας Μεμονωμένες φωνές δημοσιογράφων και πολιτικών κάτι ψέλλιζαν, αλλά εξοστρακίζονταν γρήγορα από το σύστημα. Ορισμένοι θεωρούν ότι ο λαός έχει μνήμη χρυσόψαρου….

Το ακαθάριστο δημόσιο χρέος του ελληνικού δημοσίου ήταν μόλις 25% του Εθνικού εισοδήματος το 1980 και το 1994 είχε φτάσει το 125% του ΑΕΠ. Θεαματικά δημοσιονομικά ελλείμματα πραγματοποιούσαν όλες οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και οι εκπασοκισμένες (υπό το ιδεολόγημα πρώτα του «μεσαίου χώρου» και μετά της «ήπιας προσαρμογής») ηγεσίες της ΝΔ, υπό την απόλυτη ανοχή και συνέργεια, του τότε Συνασπισμού και του ΚΚΕ.

Οι τελευταίοι μάλιστα, είτε απ ευθείας είτε με το προσωπείο του ΠΑΜΕ και των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ έχουν πραγματοποιήσει αναρίθμητες απεργίες καθόλη την περίοδο 1980-2009 εναντίον της δήθεν «πολιτικής λιτότητας» που ασκούσαν οι εκάστοτε κυβερνήσεις, πολιτικής που εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι τελικά ήταν πολιτική «σπατάλης» και μάλιστα κατασπατάλησης πόρων και ελπίδων, της επόμενης γενεάς. Παρά ταύτα, σύμφωνα με τις στατιστικές, την περίοδο 1980-2008, δηλ. πριν την πραγματική λιτότητα της οικονομικής κρίσης, άνω του ήμισυ των γενικών απεργιών που καταγράφηκαν σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα!

   Επί δραχμής, εκτός από την αποβιομηχάνιση και το δημόσιο εκτροχιασμό, είχαμε και τεράστια εμπορικά ελλείμματα. Παρά τη συνεχή διολίσθηση της ισοτιμίας της δραχμής και τις τρεις υποτιμήσεις που είχαμε (1983, 1985, 1997) μέχρι την υιοθέτηση του ευρώ, το 2000 ξεκινήσαμε το ταξίδι μας στην ΟΝΕ με τεράστιο έλλειμμα στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών (13,5% του ΑΕΠ). Ξεχνούν πολλοί όψιμοι οικονομολογούντες, ότι τα πρώτα πέντε έτη του ευρώ, χωρίς δηλαδή υποτιμήσεις αλλά αντιθέτως με συνεχή ενίσχυση της ισοτιμίας του νέου νομίσματος έναντι όλων των σημαντικοτέρων άλλων, το εμπορικό έλλειμμα υποχωρούσε και το 2005 είχε φθάσει στο 9% του ΑΕΠ. Οι επιχειρήσεις αγόραζαν φθηνότερα πρώτες ύλες και ενδιάμεσα αγαθά σε σχέση με το παρελθόν ενώ πολλά διαρκή καταναλωτικά αγαθά άρχισαν να μας φαίνονται φθηνά. Μετά, τα εμπορικά ελλείμματα άρχισαν και πάλι να αυξάνουν, για πολλούς λόγους, κυρίως όμως λόγω της υπερβολικής πιστωτικής επέκτασης και επειδή πλέον δε συνέφερε να παράγεις, αλλά να κτίζεις, να επιδοτείσαι ή να παρασιτείς…

Η διεθνής ανταγωνιστικότητα ΔΕΝ είναι συναλλαγματικό ή νομισματικό θέμα μας λέει εδώ και δεκαετίες και η οικονομική θεωρία και η οικονομική πρακτική. Με μαλακό νόμισμα και υποτιμήσεις δεν γίνεσαι μεγάλος εξαγωγέας όπως αφελώς υποστηρίζουν μερικά νέα κομματίδια, αλλά αντιθέτως φτωχοποιείς συνολικά μια οικονομία. Οι υποτιμήσεις μόνο πρόσκαιρα θετικά αποτελέσματα επιφέρουν, για λίγους μόνο μήνες, μας λέει τόσο η διεθνής εμπειρία, όσο και η προηγούμενη εμπειρία της Ελλάδος τις δύο δεκαετίες προ του ευρώ.

Η διεθνής ανταγωνιστικότητα είναι πρωτίστως ζήτημα διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της κάθε οικονομίας και όχι ανταγωνιστικότητας τιμών και κόστους εργασίας όπως επίσης αφελώς υποστηρίζουν ορισμένοι διεθνείς οργανισμοί και οι εδώ αναμεταδότες τους. Η διεθνής ανταγωνιστικότητα σχετίζεται με τη φιλικότητα προς το επιχειρείν και εμείς βρισκόμαστε διεθνώς «στον πάτο» των σχετικών κατατάξεων. Είμαστε 72η χώρα σε σύνολο 189, κάτω από χώρες όπως η Γκάνα (67η), η Βουλγαρία (58η) και τα Σκόπια (25α). Η δομή και διάρθρωση της παραγωγής, οι θεσμοί, η πρόσβαση στη χρηματοδότηση, η γραφειοκρατία, τα δίκτυα διανομής, οι εμπορικές ονομασίες και η διαφοροποίηση των προϊόντων σε όρους ποικιλίας και ποιότητας είναι αυτά που καθορίζουν την εξωστρέφεια και εξαγωγική διείσδυση των επιχειρήσεων.

Δυο παραδείγματα: Πρώτοι εξαγωγείς στο κόσμο είναι πλέον οι Κινέζοι παρότι οι δείκτες ανταγωνιστικότητας τιμών και κόστους της οικονομίας της Κίνας συνεχώς χειροτερεύουν, επί 8 έτη τώρα. Την απώλεια ανταγωνιστικότητας που οφείλεται στη διαρκή αύξηση των μισθών τους με υψηλότερο ρυθμό έναντι όλων των βασικών εμπορικών τους εταίρων, την υπεραντισταθμίζουν με διαρκή βελτίωση της ποιότητας και ποικιλίας που προσφέρουν διεθνώς.

Αντιστρόφως, παρά την αδύναμη τουρκική λίρα, η Τουρκία δεν έχει αποφύγει τα υψηλά εξωτερικά ελλείμματα τα οποία την τριετία 2011-2013 κινήθηκαν μεταξύ 6 και 10% του ΑΕΠ.

Συνεπώς και για την Ελλάδα και για την Ευρώπη η σωστή στρατηγική διεθνούς ανταγωνισμού του αναδυόμενου Ασιατικού γίγαντα ΔΕΝ πρέπει να είναι σε όρους κόστους εργασίας αλλά σε όρους καινοτομίας, ποικιλίας και ποιότητας.

Όσοι φανατίζουν τους Έλληνες που διψούν για διέξοδο από την κρίση ότι η αλλαγή νομίσματος είναι η λύση στο αναπτυξιακό πρόβλημα της χώρας, δυστυχώς πωλούν φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Χωρίς σοβαρή οικονομική πολιτική, το νόμισμα όποιο κι αν είναι, δεν σε σώζει. «Ποιος έχει το τυπογραφείο έχει σημασία» λέει απλά αλλά σοφά ο φίλος μου Φώτης Σαραντόπουλος.

Το σοβαρό νόμισμα για να επιτύχει ως εργαλείο απαιτεί υπευθυνότητα του πολιτικού συστήματος. Αυτό αποδεικνύεται από την προηγούμενη επιτυχημένη συμμετοχή μας σε ένα άλλο ευρώ, στο διεθνές σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών του Bretton Woods, την περίοδο 1954-1973, περίοδο εξόχως διδακτική. Την ξεχασμένη αλλά χρυσή αυτή περίοδο της ελληνικής οικονομίας, η Ελλάς εξήλθε από τη φτώχια του Β’ΠΠ και της Κατοχής και κατόρθωσε σε λίγα έτη να εισέλθει στην ομάδα των προηγμένων οικονομιών, αφού υπήρξε μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες χώρες μεταξύ των χωρών μελών του ΟΟΣΑ, με μέση ετήσια πραγματική ανάπτυξη 7%, με πολύ χαμηλό μέσο πληθωρισμό (2,5%) και ανεργία (κάτω του 4%) και σχεδόν μηδενικά δημοσιονομικά ελλείμματα. Τα μυστικά της επιτυχίας εκείνης της περιόδου ήταν κυρίως τρία:

α) σκληρή δραχμή με πρόσδεσή της συναλλαγματικής της ισοτιμίας στο δολλάριο (30δρχ = 1 USD)

β) Δημοσιονομική πειθαρχία με μηδενικά ελλείμματα,  και

γ) φιλικό περιβάλλον του κράτους προς τις παραγωγικές επενδύσεις, ελλήνων και ξένων.
 

Συνεπώς η Ελλάδα χρεοκόπησε μέσα στη ζώνη του ευρώ, όχι διότι έφταιγε το σταθερό νόμισμα (α), αλλά διότι δεν έκανε τα (β) και (γ), όπως έκαναν άλλες χώρες και απέφυγαν τον κυκλώνα (Βέλγιο, Αυστρία, Φινλανδία κλπ)

Συμπερασματικώς: Η ιδέα περί επιστροφής σε εθνικό νόμισμα, υποτιμημένο ή προαναγγελμένα μαλακό, δυστυχώς είναι άνευ οικονομικού αποτελέσματος και βραχυχρονίως και μακροχρονίως.

Βραχυχρονίως έχει ήδη εκτενώς αναλυθεί ότι θα έχει καταστροφικά αποτελέσματα στο κόστος παραγωγής και στο διαθέσιμο εισόδημα, επιπλέον των όσων ήδη έχουν υποστεί νοικοκυριά και επιχειρήσεις 5 έτη τώρα λόγω κρίσης. Πρόγευση των συνεπειών εξόδου από το ισχυρό και διεθνώς αναγνωρίσιμο ευρώ, βιώνει ήδη η ελληνική κοινωνία, με τις τραγικές για την ανάπτυξη συνέπειες από την μείωση των συνολικών καταθέσεων κατά το 1/3 κατά την περίοδο κορύφωσης των πιθανοτήτων εξόδου από το ευρώ (Ιούνιος 2012).

Είναι πλέον πιο ξεκάθαρο, ότι το ακραίο ενδεχόμενο (“tail scenario”) πιθανής εξόδου από το ευρώ, είτε ως δική μας οικονομική επιλογή, είτε ως πολιτική τιμωρία των ξένων, αναμφίβολα επέτεινε το βάθος και τη διάρκεια της ύφεσης στην ελληνική οικονομία, αυξάνοντας τους λεγόμενους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές, δηλ αυξάνοντας υπέρμετρα το κόστος της οικονομικής προσαρμογής της Ελλάδος, σε αντίθεση με την προσαρμογή άλλων χωρών όπου απουσίαζε τέτοια συζήτηση (Ιρλανδία, Πορτογαλία).

Μακροχρονίως η μετάβαση σε εθνικό νόμισμα θα ήταν επωφελής μόνο αν συνοδευόταν από σοβαρή και αξιόπιστη οικονομική πολιτική σχετικά σταθερής και προβλέψιμης συναλλαγματικής ισοτιμίας που θα επέτρεπε τη σταδιακή συμπίεση των επιτοκίων δανεισμού μετά από χρόνια σε μονοψήφιο αριθμό. Μα αυτό το απολαμβάνουμε ήδη! Δανειζόμαστε αξιοπιστία από τη Γερμανία, όπως άλλωστε όλες οι 18 χώρες του ευρώ. Το ίδιο επιθυμεί να πράξει και η Εσθονία που πρόκειται να εισάλθει στο ευρώ από το 2015. Είναι προφανές ότι με το παρόν λαϊκίστικο, πελατειακό χρεοκρατικό και κλεπτοκρατικό πολιτικό σύστημα, μια σοβαρή οικονομική και συναλλαγματική πολιτική (όπως λ.χ. της Δανίας ή της Σουηδίας) που θα καταστήσει βιώσιμη και επωφελή την προσφυγή σε νέο εθνικό νόμισμα φαντάζει επί του παρόντος όνειρο θερινής νυκτός.

Η ανάπτυξη δεν είναι θέμα νομίσματος. Ούτε η χρεοκοπία. Έχουμε το δεύτερο σοβαρότερο νόμισμα στον κόσμο. Ας το αξιοποιήσουμε αντλώντας τα οφέλη του χαμηλότοκου δανεισμού για παραγωγικές τούτη τη φορά επενδύσεις και όχι παρασιτικές δραστηριότητες, lifestyle και φθηνό λάδι στην πελατειακή κομματική μηχανή… Το σοβαρό νόμισμα είναι η μόνη άλλωστε σταθερά που διαθέτει η ελληνική οικονομία τούτη την ώρα όπου όλες οι άλλες μεταβλητές είναι άγνωστες.

Το νόμισμα έχει την αξία που του δίνουν όσοι συναλλάσσονται με αυτό. Αν αύριο «γυρίσουμε» στη νέα δραχμή, πόσοι Έλληνες ή ξένοι θα αποδέχονταν πληρωμές σε δραχμή όταν δεν θα γνώριζαν τη μελλοντική της αξία (συναλλαγματική της ισοτιμία); Το διμεταλλισμό τον έχουμε ζήσει δεκαετίες πριν. Τι νόημα έχει να επιστρέψουμε πίσω; Μόνο και μόνο για να ξανακάνουμε την ίδια διαδρομή προς το σήμερα;

Όσοι επικαλούνται ως λύση του αδιεξόδου την έξοδο από το ευρώ, δεν το κάνουν για λόγους οικονομικής αποτελεσματικότητας, αφού είναι γνωστόν ότι τότε όλα τα χρέη προς το εξωτερικό και προς το εσωτερικό, θα εκτοξευθούν. Είναι προφανές ότι το κάνουν για λόγους πολιτικούς. Η σχετική οικονομική ανάλυση είναι απλώς το περιτύλιγμα. Το παρασιτικό κράτος δεν επιθυμεί ελέγχους και δει από το εξωτερικό!

Facebook Comments