Οι ΗΠΑ είναι μια χώρα που παραμένει κορυφαία στην καινοτομία. Συνεπώς στο χρηματιστήριο της, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο στον κόσμο, είναι φυσικό να συναντούμε πάρα πολλές εταιρίες που υπόσχονται αλματώδη ανάπτυξη. Από μικρές ελπιδοφόρες επιχειρηματικές προσπάθειες, μέχρι κολοσσούς όπως η Apple, η IBM, η Microsoft,  με κεφαλαιοποίηση που ξεπερνά σε μέγεθος το ΑΕΠ των περισσότερων χωρών. Εταιρίες που υπόσχονται σταθερή ανάπτυξη με υψηλή μερισματική απόδοση, όπως η Coca Cola που καταβάλει αδιάλειπτα μερίσματα στους μετόχους της από το 1893.

Δε είναι στην πρόθεση μου να υποτιμήσω τις ελληνικές μετοχές και την οικονομία της χώρας στο σύνολό της. Όμως βλέποντας τόσο τα θεμελιώδη μεγέθη και το διάγραμμα των εταιριών, όσο και το καταναλωτικό και επενδυτικό κοινό που απευθύνονται, δεν μπορείς να μην αναρωτηθείς για ποιο λόγο να επιλέξει κανείς μια ελληνική τράπεζα από την Goldman Sachs, ή αντίστοιχα μια ελληνική εταιρία Πληροφορικής από την Google – δεδομένου ότι πλέον μπορεί εύκολα να το κάνει.
Η σύγχρονη τεχνολογία επιτρέπει όχι μόνο την on-line παρακολούθηση, αλλά και την εκτέλεση των εντολών σε πραγματικό χρόνο. Είτε μένεις στις ΗΠΑ, είτε στην Ελλάδα, είτε στην Τζαμάικα.

Για εκείνους που καταννοούν την παραπάνω διαφορά, το βασικό ερώτημα που προκύπτει είναι άλλο: Όχι αν θα πρέπει να επιλέξει κάποιος για επενδυτικό προορισμό την αγορά της Νέας Υόρκης, αλλά το πότε πρέπει να το κάνει. Και βέβαια σε ποιες από τις πολυάριθμες επιλογές που προσφέρει το αμερικανικό χρηματιστήριο θα πρέπει να στοχεύσει. 

Τον τελευταίο καιρό, υπάρχει προβληματισμός αν η κατάλληλη στιγμή να τοποθετηθούμε είναι τώρα.
Μα τώρα; Την ώρα που ο Dow Jones καταρρίπτει τα ιστορικά ρεκόρ του, το ένα πίσω από το άλλο;
Υπάρχει όντως επιφυλακτικότητα και φόβος μήπως γίνουν αγορές στην κορυφή, που φαντάζει τόσο ανυπέρβλητα ψηλή όσο το Έβερεστ. Παράλληλα, μέσα από πολλά, έγκυρα δημοσιεύματα, διακρίνει κανείς μια καχυποψία, για το αν πρόκειται για φούσκα έτοιμη να σκάσει.

Είναι όμως έτσι ;

Ένας συνηθισμένος τρόπος για τη διερεύνηση αποτίμησης της αγοράς είναι η μελέτη του συντελεστή τιμής προς κέρδη (P / E ratio).
Για να είμαι ειλικρινής, προσωπικά δεν εμπιστεύομαι τόσο αυτήν την προσέγγιση, μια που παρουσιάζει σημαντικά μειονεκτήματα που υπονομεύουν την αξιοπιστία του, ως εργαλείο αξιολόγησης. Ωστόσο, μια και τον χρησιμοποιούν πολλοί, οφείλουμε να του ρίξουμε μια ματιά.

Έτσι βλέπουμε αυτήν την στιγμή τον δείκτη s&p να διαπραγματεύεται με p/e 18, ενώ ο μέσος όρος του ιστορικά είναι 15. Δηλαδή δεν είμαστε σε καμία υπερβολή. Μόλις που έχει ξεπεράσει τον μέσο όρο.

Αν υπολογίσουμε τα εκτιμώμενα κέρδη, βάση των εκτιμήσεων που κάνουν οι ίδιες οι εταιρίες, το p/e αναμένεται να κατέβει στο 14. Δηλαδή πιο κάτω από τον μέσο όρο.

Κατά την γνώμη μου, πιο αξιόπιστο εργαλείο είναι να μελετήσουμε την πορεία των αμερικάνικων δεικτών αφού τους αποπληθωρίσουμε. Με απλά λόγια, θα πρέπει να αφαιρέσουμε τον πληθωρισμό που ανεβάζει τεχνητά τις τιμές, και να δούμε έτσι την πραγματική τους απόδοση.

Για παράδειγμα, αν συγκρίνουμε την σημερινή τιμή του Dow Jones με την αντίστοιχη στην αρχή του 2000 θα δούμε πως είναι ανεβασμένος 24% περίπου – σε ονομαστικές τιμές. Αν όμως δούμε την εξέλιξη του δείκτη αποπληθωρισμένη, τότε θα διαπιστώσουμε πως στην πραγματικότητα είναι 9% πιο κάτω!

Ακόμα «χειρότερα» για τον s&p 500. Από την αρχη του 2000 παρουσιάζει άνοδο κοντά στο 3%, αλλά σε αποπληθωρισμένες τιμές, είναι -25%!

Αντίστοιχα νούμερα έχουμε και στον Nasdaq 100. Σε ονομαστικές τιμές είναι -35%, αλλά σε αποπληθωρισμένες -53%. Αυτό σημαίνει πως ο Nasdaq έχει τώρα τη μισή αποτίμηση, από όσο είχε το 2000
Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, η κορυφή απέχει ακόμα πολύ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Φυσικά οι περισσότεροι ακούνε και διαβάζουνε σε μέσα μαζικής ενημέρωσης πως οι δείκτες βρίσκονται στα ιστορικά υψηλά τους, οπότε είναι δικαιολογημένη η επιφυλακτικότητά τους.

Από την άλλη όμως, η τοποθέτηση σε μια υγιή χρηματιστηριακή αγορά – και με τα σημερινά δεδομένα το αμερικάνικο χρηματιστήριο είναι ίσως η πλέον υγιής και ελπιδοφόρα αγορά – έχει πολύ μεγαλύτερα πλεονεκτήματα από την επένδυση σε μια προβληματική οικονομικά χώρα, όπως δυστυχώς είναι η δικιά μας.

Ο σκοπός που επενδύουμε στο χρηματιστήριο είναι το κέρδος. Αν το κάνουμε για να περάσουμε την ώρα μας ευχάριστα ή για ψυχολογικούς λόγους όπως για παράδειγμα η εξοικείωση με ένα συγκεκριμένο επενδυτικό προϊόν ή μετοχή, τότε η βασική αρχή της ενασχόλησης μας με το χρηματιστήριο είναι λανθασμένη

Ποιό είναι το συμπέρασμα;
Όπως μας έχει δείξει η εμπειρία στο ελληνικό χρηματιστήριο, ειδικά τα τελευταία χρόνια, καλύτερα να αγοράζεις μετοχές πιο ακριβά, σε ανοδική τάση, παρά φτηνότερα σε πτωτική.

Η επένδυση με την λογική «ψάχνω να αγοράσω στην χαμηλότερη δυνατή τιμή», αγνοώντας την δυναμική της τάσης, σπάνια αποβαίνει στην πράξη  μια συμφέρουσα και αποδοτική επένδυση.


Βασίλης Παζόπουλος, οικονομικός αναλυτής με ειδικότητα στις αμερικάνικες μετοχές, ιδρυτικό μέλος του GreekTrader.gr

Facebook Comments