Αν κανείς ανατρέξει στο πρόσφατο παρελθόν της ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης και κυρίως από την μεταπολίτευση και μετέπειτα, θα εντοπίσει ένα πολύ συχνό φαινόμενο το οποίο δεν είναι άλλο από τις συνεχείς επαναδιατυπώσεις νόμων ή/και την παράλληλη δημοσίευση πλήθος ερμηνευτικών εγκυκλίων. Είναι γεγονός, πως για κάθε μία νομοθετική ρύθμιση ή νόμο το ελληνικό κοινοβούλιο ψηφίζει και μια σειρά συνοδευτικών διατάξεων ώστε να επεξηγεί ή να διορθώνει τα «κακογραμμένα» νομοθετήματα. Θα λέγαμε μάλιστα πως κανόνας είναι οι αντιφάσεις των νόμων μεταξύ τους, η ύπαρξη κενών δικαίου, οι  πολύπλοκες και πολλές φορές δυσερμήνευτες διατυπώσεις αλλά και η ατέλεια ή ανεπάρκεια των ρυθμίσεων.

Η κακονομία θεωρείται αλληλένδετη με μία ακόμη παθογένεια του συστήματος σε ότι αφορά την νομοθέτηση και δεν είναι άλλη από την πολυνομία. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της οξύτητας του φαινομένου αποτελούν τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία αναφορικά με τον ρυθμό  της νομοπαρασκευαστικότητας στην Ελλάδα. Από το 1974 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2012 ψηφίστηκαν 4.110 νόμοι, ενώ αν κανείς συμπεριλάβει και τις τροπολογίες ή και τα προεδρικά διατάγματα, έχουν συνολικά θεσμοθετηθεί 119.000 νόμοι . Όπως επισημαίνει η δεξαμενή σκέψης ΔιαΝέοσις σε σχετική μελέτη της «….αυτό σημαίνει ότι η Βουλή παρήγε έναν νόμο κάθε τρεις ημέρες, χωρίς να υπολογίζουμε τις διακοπές Χριστουγέννων, Πάσχα και καλοκαιριού». Και στην Ιταλία φαίνεται να υφίσταται μία παρόμοια τάση αφού, για παράδειγμα, αναφέρεται ότι στις τέσσερις δεκαετίες της περιόδου 1960-2000 θεσπίστηκαν περισσότεροι από 150.000 νόμοι! Τα επίπεδα αυτά αποτελούν ρεκόρ σε παγκόσμιο επίπεδο.

Το κόστος της πολυνομίας και της κακονομίας είναι αρκετά δύσκολο στην καταγραφή και ποσοτικοποίηση του. Ενδεικτικά, την περίοδο 2002 ως 2016 τυπώθηκαν συνολικά 64.325 σελίδες μεικτής νομοθεσίας στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως! Την ίδια περίοδο οι υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες είχαν στραφεί στην εξεύρεση μεθόδων καλής νομοθέτησης και μείωσης της πολυπλοκότητας. Το Ηνωμένο Βασίλειο, για παράδειγμα κατόρθωσε να εξοικονομήσει μέσα σε 3 χρόνια ένα ποσό της τάξεως των €6.3 δισ. από την εφαρμογή προγραμμάτων καλής νομοθέτησης ενώ από το 2010 ως το 2015 εξοικονομήθηκαν αλλά €2.5 δισ. ετησίως. Επίσης, η Ολλανδία κατάφερε να μειώσει τις δαπάνες κατά €4,2 δισ. ανά έτος από την εφαρμογή της καλής νομοθέτησης.

Κάθε φορά που εισάγεται μια νέα ρύθμιση ή ένα σύνολο νέων ρυθμίσεων, ακόμη και αν πρόκειται για βέλτιστες ρυθμίσεις, προκύπτουν διαφορετικά είδη κόστους, όπως τα παρακάτω:

• Το κόστος που συνεπάγεται η επιμόρφωση των αρμόδιων υπαλλήλων των επιχειρήσεων τους οποίους αφορά η νέα νομοθεσία, ώστε να κατανοήσουν και να εφαρμόσουν την νέα ρύθμιση. Αυτό μπορεί να είναι χρονικό κόστος ή κόστος μεταφραζόμενο σε δαπάνες για την επανεκπαίδευση υπαλλήλων, όπως, για παράδειγμα, η επί πληρωμή συμμετοχή τους σε σεμινάρια εξοικείωσης με τη νέα νομοθεσία.

• Το κόστος το οποίο απαιτείται προκειμένου να υιοθετηθεί και τελικά να εφαρμοστεί ο νέος κανονισμός στο εσωτερικό των αρμόδιων φορέων.

• Το κόστος επίλυσης των διαφορών μεταξύ δημοσίου και ιδιωτών που προκύπτει από την τυχόν διαφωνία για το ακριβές περιεχόμενο μιας διάταξης νόμου ή τη μη συμμόρφωση προς αυτήν.

Πάντως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2006 διεξήγαγε μια μελέτη σύμφωνα με την οποία υπολογίζει ότι το κόστος συνολικά ως αποτέλεσμα της γραφειοκρατίας σε επιλεγμένους τομείς πολιτικής σε επίπεδο ΕΕ-25 στην οποία συμπεριλαμβανόταν και το κόστος από την κακονομία και πολυνομία ήταν 3,5% του ΑΕΠ. Για την Ελλάδα το αντίστοιχο κόστος είναι 5,4% με 6,8% του ΑΕΠ. Θα πρέπει όμως να επισημάνουμε πως στην περίπτωση της Ελλάδας τα στοιχεία αυτά με μικρές αποκλίσεις θα μπορούσαν να αντικατοπτρίζουν ακόμη την πραγματικότητα αφού ελάχιστη πρόοδος έχει σημειωθεί από το 2006 μέχρι σήμερα, αν αναλογιστεί κανείς το γεγονός ότι ούτε κατά ποσοστό 25% δεν έχει μειωθεί το βάρος όπως προβλεπόταν από την Ευρωπαϊκή ρύθμιση.

Facebook Comments