Το ακαθάριστο δημόσιο χρέος της ελληνικής οικονομίας ήταν μόλις 17% του ΑΕΠ το 1970 και 21% το 1980, δηλ. κάτω από τον μέσο της τότε Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) που ήταν περίπου 30% σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Statistical Annex to European Economy, Νοέμβριος 2014 και παλαιότερα).

Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε κουλτούρα μεγάλων δημοσίων ελλειμμάτων στις προηγμένες χώρες και οι αγορές κρατικών ομολόγων δεν ήταν τόσο ανεπτυγμένες (στην Ελλάδα δεν υπήρχαν), ενώ ο πληθωρισμός και τα επιτόκια δανεισμού ήταν πραγματικά «τοκογλυφικά» τότε, δηλ. απαγορευτικά για υπερβάλλοντα δανεισμό. Το 1980 για παράδειγμα τα μακροπρόθεσμα επιτόκια ήταν 17% στην Ελλάδα και 12% στην τότε ΕΕ.

Το δημόσιο χρέος στην Ελλάδα έκτοτε ακολούθησε μία ξέφρενη πορεία σχεδόν συνεχούς διόγκωσής του επί 3 δεκαετίες από όλες τις κυβερνήσεις. Το δημόσιο χρέος έφθασε στο 70% του ΑΕΠ το 1990 (με τα τότε στοιχεία το υπολογίζαμε στο 90% του ΑΕΠ),  στο 100% το 2000 και στο 110% το 2008, το έτος που ξέσπασε η διεθνής κρίση.

 Προ κρίσης, την μεγαλύτερη διόγκωσή του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ αντιμετώπισε η χώρα την περίοδο 1981-1993, κυρίως λόγω των υψηλών πρωτογενών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αλλά και λόγω των υψηλών επιτοκίων (τα οποία έφθαναν μέχρι το 20-25%!) λόγω των συνεχών υποτιμήσεων της δραχμής, αλλά και λόγω του χαμηλού ρυθμού ανάπτυξης της εποχής εκείνης. Είναι χαρακτηριστικό ότι την «χαμένη δεκαετία» των κυβερνήσεων Ανδρέα Παπανδρέου 1981-1990, που ο λαός νομίζει ότι «φάγαμε τελικά ψωμάκι», δεν συνέβη κάτι τέτοιο αφού ο υπερπληθωρισμός και η αποβιομηχάνιση της χώρας οδήγησαν σε σχεδόν μηδενικό μέσο ρυθμό ετήσιας πραγματικής οικονομικής ανόδου, μόλις 0,7% (μέση άνοδος ΑΕΠ σε σταθερές τιμές) και μικρή αύξηση των οικονομικών ανισοτήτων (βλ. Θ.Μητράκου, Εκτιμήσεις Ανισότητας και Φτώχειας, Ελληνικό Στατιστικό Ινστιτούτο, Πρακτικά 18ου Πανελληνίου Συνεδρίου Στατιστικής, 2005, Σελ. 267-274)!

Τη δεκαετία του ‘90 με συστηματικές προσπάθειες τριών διαφορετικών κυβερνήσεων (Μητσοτάκη, Ανδρέα Παπανδρέου και Σημίτη) η δυναμική του χρέους τιθασεύτηκε με ακριβώς τα ίδια εργαλεία, τα οποία όμως χρησιμοποιήθηκαν αντίστροφα: Πρωτογενή πλεονάσματα, μείωση πληθωρισμού και επιτοκίων, σκληρή δραχμή και υψηλός ρυθμός οικονομικής ανόδου, δηλ. αύξηση του παρονομαστή. Από τα δυσθεώρητα δημοσιονομικά ελλείμματα του 12%-14% του 1989-90, σταδιακά περάσαμε σε ελλείμματα 3%-4% την περίοδο 1998-2000.

Αυτό που πολλοί πολιτικοί και δημοσιογράφοι αγνοούν για εκείνη την εποχή είναι ότι η ελληνική οικονομία την περίοδο 1994-2000 πέτυχε έναν άθλο, διδακτικό και για το σήμερα, διαψεύδοντας και τότε τις εγχώριες Κασσάνδρες και τους διεθνείς οργανισμούς και τις προβλέψεις τους: Επέτυχε και σημαντικά πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα (περί το 3,7% του ΑΕΠ ετησίως) και υψηλό ρυθμό οικονομικής ανόδου (περί το 2,3%). Η δημοσιονομική σοβαρότητα και πειθαρχία δεν αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη μας λέει εκείνη η περίοδος. Άλλοι λοιπόν είναι οι παράγοντες που προκαλούν την ύφεση και την ανεργία και τότε και σήμερα.

Το  τραγικό και μοιραίο αργότερα λάθος της περιόδου εκείνης ήταν ότι συνέχισαν να υπάρχουν πολλά κρυφά και μη καταγραφόμενα χρέη πολλών οργανισμών και υπηρεσιών του ευρύτερου δημοσίου τομέα (Greek Statistics) που στη συνέχεια αναγκαστήκαμε να καταγράψουμε, σε γενικά πιο δυσμενείς συνθήκες, διότι κάποια στιγμή έγιναν πολύ ογκώδη για να κρύβονται πια κάτω από το χαλί…  

Τη δεκαετία του ευρώ το πολιτικό σύστημα, πελατειακό, άπληστο και κοντόφθαλμο, χαλάρωσε και πάλι. Ο φόβος της κερδοσκοπικής επίθεσης στη δραχμή είχε πλέον εξαλειφθεί και το φθηνότερο πλέον χρήμα (το ευρώ ως σκληρό νόμισμα είχε πολύ χαμηλότερα μακροπρόθεσμα επιτόκια) χρησιμοποιήθηκε για περαιτέρω επέκταση του δημοσίου και δημιουργία νέων ελλειμμάτων φανερών και κρυφών… Το δημοσιονομικό έλλειμμα από 3,7% του ΑΕΠ το 2000, σταδιακά ανήλθε σε 7,6% το 2004, όταν στην υπόλοιπη ζώνη του ευρώ κυμαινόταν μεταξύ 2% και 3%. Στη συνέχεια και αφού όλα τα μεγάλα έργα και η Ολυμπιάδα η οποία φαίνεται πως τελικά στοίχισε συνολικά περί τα 8,5 δισεκ ευρώ (δηλ. περίπου 4,6% του ΑΕΠ του 2004) είχαν ολοκληρωθεί, επιχειρήθηκε ένα συμμάζεμα το οποίο όμως ήταν δειλό και πρόσκαιρο. Το 2005 το έλλειμμα περιορίστηκε στο 5,5% του ΑΕΠ και στη συνέχεια αυξανόταν κάθε χρόνο μέχρι το ιλιγγιώδες 10% του 2008 και το 15% του 2009. Μόνο τα έτη 2008 και 2009 το ελληνικό πολιτικό σύστημα κατόρθωσε να φτιάξει νέο δημόσιο χρέος ύψους 60 δισεκ. ευρώ! Το ελληνικό δημόσιο χρέος τις παραμονές της κρίσης ήταν το δεύτερο υψηλότερο στον κόσμο, φθάνοντας το 127% του ΑΕΠ!

Αξίζει εδώ όμως να θυμηθούμε μερικά διδακτικά παραδείγματα του τι έκαναν άλλες χώρες σε περιόδους που αντιμετώπισαν κρίσεις δημοσίου χρέους.

Σε αντίθεση με την Ελλάδα, το Βέλγιο λ.χ. που είχε δημόσιο χρέος 135% του ΑΕΠ το 1993, αθόρυβα, χωρίς κραυγές περί συνωμοσίας, χωρίς ταπεινωτική καταφυγή σε τεχνική βοήθεια ξένων ή προνομιακή χρηματοδότηση από εταίρους, χωρίς γενικές απεργίες και ανόητες «καταγγελίες του διεθνούς τοκογλυφικού και τραπεζιτικού κεφαλαίου», αλλά με συναίνεση και σοβαρότητα, επέτυχε συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα (5,3% τη δεκαετία 1995-2004) και μάλιστα χωρίς ύφεση (2,4% ανάπτυξη τη δεκαετία 1995-2004) και τελικά σταδιακά επέτυχε τον περιορισμό των κινδύνων.  Το δημόσιο χρέος του Βελγίου από 135% του 1993 έγινε 115% το 1999. Στη συνέχεια σταδιακά, με προνόμιο και εργαλείο τα χαμηλότερα επιτόκια της ζώνης του ευρώ, αυτά δηλ. της Γερμανίας (αυτά που δήθεν έφταιξαν για την υπερχρέωση της Ελλάδος σύμφωνα με ορισμένους δικούς μας οικονομολογούντες), το Βέλγιο έφθασε τις παραμονές της κρίσης να ρίξει το χρέος του στο 87% το 2007. Με τον υπεύθυνο και συστηματικό αυτό τρόπο, όταν ξέσπασε η κρίση χρέους στη ζώνη του ευρώ το 2010-2012 το Βέλγιο δεν ήταν πια στο μάτι του κυκλώνα.

 

Διδακτικές είναι και οι πορείες της Ιρλανδίας και της Ισπανίας οι οποίες μπόρεσαν να διαχειριστούν ταχύτερα και με μικρότερο κόστος σε όρους ευημερίας την σημερινή κρίση επειδή μερίμνησαν τον καιρό των παχιών αγελάδων (των υψηλών ρυθμών οικονομικής ανόδου) να μειώσουν αισθητά το δημόσιο χρέος τους. Η Ιρλανδία το 1987 είχε συσσωρεύσει τεράστιο δημόσιο χρέος ύψους 110% του ΑΕΠ το οποίο στη συνέχεια περιόριζε κάθε χρόνο σταδιακά, μέχρι που έφθασε παραμονές της κρίσης στο αμελητέο 24% του ΑΕΠ το 2007. Παρομοίως η Ισπανία το 1996 είχε 66% του ΑΕΠ δημόσιο χρέος αλλά το 2007 είχε μόλις 36%.

 

Η Ελλάδα δεν είχε μεριμνήσει επαρκώς όταν έπρεπε και η συνέχεια μετά το 2009 είναι σε όλους γνωστή. Παρατηρώντας αναξιοπιστία και μη σοβαρότητα στη διαχείριση του δημοσιονομικού προβλήματος της Ελλάδος από τις ελληνικές αρχές (αναγγέλλαμε λ.χ. πολύ μεγαλύτερο του προβλεπόμενου έλλειμμα και ταυτόχρονα τη μη λήψη έκτακτων μέτρων), οι έλληνες και ξένοι πιστωτές του ελληνικού δημοσίου άρχισαν σταδιακά να αποσύρουν την εμπιστοσύνη τους από τα τέλη του 2009 και τελικά σταμάτησαν να επιθυμούν να δανείζουν το ελληνικό κράτος σε λογικά επιτόκια. Τα ετήσια επιτόκια για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα έφθασαν μέχρι και το 25% τον Απρίλιο του 2010. Η χρεοκοπία μας ήταν γεγονός.

Το ετήσιο έλλειμμα το 2009 ήταν 36 δισεκ (15% του ΑΕΠ), εκ των οποίων τα 24 δισεκ (10%)  ήταν πρωτογενές έλλειμμα, δηλ. άσχετο με το δημόσιο χρέος και την εξυπηρέτησή του. Οι αναγκαίες πολιτικές λιτότητας, ακόμη και αν μας χάριζαν τότε το ολόκληρο το χρέος έπρεπε να είναι αιματηρές, της τάξεως των 24 δισεκ.! Το μόνο που καλούμασταν τότε να επιλέξουμε, Ελλάδα και Ευρώπη, ήταν μεταξύ δύο:  Ή σταδιακός ή απότομος ισοσκελισμός του δημοσιονομικού αποτελέσματος. Δηλ. ή χρηματοδοτικό πρόγραμμα και πρόγραμμα προσαρμογής ή παύση πληρωμών και χρεοκοπία κράτους και τραπεζών με άγνωστες συνολικές επιπτώσεις αφού ο φόβος επανάληψης της απρόσμενης παγκόσμιας επίπτωσης της κατάρρευσης της Lehman Brothers το Σεπτ του 2008 (για «φέσι» μόλις 800 δισεκ δολλαρίων) ήταν μεγάλος στους ηγέτες τότε. Επιλέχθηκε όπως ήταν τότε λογικό ο σταδιακός ισοσκελισμός, όπως δηλ. έγινε αργότερα και για την Ιρλανδία και την Πορτογαλία.

Την αναγκαία χρονική και χρηματοδοτική γέφυρα στην Ελλάδα, μέχρι εκείνη να νοικοκυρευτεί, προσέφεραν οι φορολογούμενοι των χωρών της ευρωζώνης και το ΔΝΤ (και όχι οι «τραπεζίτες τοκογλύφοι» όπως ψευδώς διατείνονταν με φανατισμό τα πρώτα χρόνια της κρίσης πολλά κόμματα και δημοσιογράφοι) όπου μας χορήγησαν το μεγαλύτερο επίσημο διακρατικό δάνειο στην σύγχρονη οικονομική ιστορία. Ο τρόπος που εφαρμόστηκε όμως η προσαρμογή, βραδεία στην αρχή, με παλινωδίες, λάθη στο μίγμα και συνεχή πολιτική πολυγλωσσία και αβεβαιότητα και ανοιχτά τα «ακραία» σενάρια» (tale scenarios) έφεραν καταστροφή αντίστοιχη της απότομης προσαρμογής που δεν είχε επιλεγεί αρχικώς. Δικαίως πολλοί θεωρούν ότι τα λεγόμενα «μνημονιακά κόμματα» αποδείχθησαν οι πιο μεγάλοι εχθροί των μνημονίων αφού εφάρμοσαν ελάχιστα από αυτά. Κόμματα κυβερνώντα, αντιπολιτευόμενα, συνδικαλιστές και δημοσιογράφοι έκαναν τα πάντα ώστε οι λεγόμενοι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές των επιπτώσεων της προσαρμογής να μεγαλώσουν υπερβολικά. Αποτέλεσμα 25% βύθιση, 28% ποσοστό ανεργία, αμέτρητα προσωπικά, οικογενειακά και επιχειρηματικά δράματα.

Συνοψίζοντας,

τα προηγούμενα ιστορικά παραδείγματα δημοσιονομικής προσαρμογής σε προηγμένες οικονομίες της Ευρώπης και συγκεκριμένα της Ελλάδος (1990-1999), Βελγίου (1994-2007), της Ιρλανδίας, Ισπανίας κλπ δείχνουν ότι, σε αντίθεση με όσα λέγουν τα περισσότερα ελληνικά κόμματα τα τελευταία χρόνια, τα προγράμματα λιτότητας και επίτευξης σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων δεν είναι κατ’ ανάγκην ασύμβατα με την επίτευξη θετικών ρυθμών οικονομικής ανόδου μεσοπρόθεσμα (βλ. επίσης και τη σχετική μελέτη και στο Πλαίσιο 8, ECB, Monthly Bulletin, June 2011). Στην πρόσφατη δημοσιονομική κρίση όμως της Ελλάδος η ύφεση που προκλήθηκε ήταν μεγαλύτερη σε βάθος και διάρκεια του αναμενομένου. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, τα αίτια αποτυχίας στην περίπτωση της Ελλάδος εντοπίζονται: α) στη μη οικειοποίηση (ownership) των αναγκαίων προσαρμογών από το εγχώριο πολιτικό σύστημα, β) στην υποστήριξη από πολλούς ακραίων εναλλακτικών σεναρίων (όπως λ.χ. στάσης πληρωμών ή εγκατάλειψης ενός ισχυρού νομίσματος) που μετέβαλαν για ένα χρονικό διάστημα τα συναλλακτικά ήθη και αύξησαν δυσθέωρητα την αβεβαιότητα άρα ανέστειλαν την καταναλωτική και επενδυτική δαπάνη και μείωσαν το κίνητρο πληρωμής των φορολογικών και άλλων υποχρεώσεων και τέλος γ)  η γενικευμένη έλλειψης εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας προς το κράτος και τους θεσμούς του λόγω της ασυνέπειας μεταξύ εξαγγελιών και υλοποιήσεων και άρα την αδυναμία πρόβλεψης του οικονομικού περιβάλλοντος.

Μέσω των σοβαρών λαθών στο σχεδιασμό και την υλοποίηση του ελληνικού προγράμματος, η απολύτως αναγκαία σταθεροποίηση των δημοσίων οικονομικών που πράγματι επετεύχθη, έγινε μέσω της απο-σταθεροποίησης των ιδιωτικών οικονομικών, με την εξόντωση δηλ. νοικοκυριών και επιχειρήσεων, ενόχων και αθώων, φοροφυγάδων και μη.

Facebook Comments