Πρόσφατα – σε μια περίπτωση βανδαλισμού υπαίθριων έργων τέχνης στην πόλη που μένω – σε ανάρτηση αιρετού του δήμου διάβασα στο facebook ως σχόλιο την φράση: «ο Θεός να βάλει το χέρι του να μην καταστρέψουν και τα υπόλοιπα έργα» με πλήθος λάικ από δίπλα. 

Η φράση θα ήταν ωραία για τρολλάρισμα σε αυτόν που ψήφισε στις δημοτικές εκλογές για να τον εκπροσωπήσει αλλά δυστυχώς ο συγκεκριμένος οπαδός κυριολεκτούσε.  Ο μόνος τρόπος για να γλιτώσουμε από τους βανδαλισμούς του δημόσιου χώρου είναι να μας βοηθήσει ο θεός – ελπίζω να υπάρχει διότι χαθήκαμε.

Μπορεί κανείς να πιστεύει ότι θέλει: κάποιος θεός αύξησε τα δημοτικά τέλη και κάποιος άλλος θεός δεν δίνει λεπτομερή οικονομική αναφορά στους δημότες για το που ακριβώς πηγαίνουν τα χρήματα που αυτοί καταθέτουν στα ταμεία μηνιαίως.  Κάποια αόρατη δύναμη προστατεύει εμάς τους καλούς-καγαθούς (που έχουμε και καλλιτεχνικό γούστο) από το να εξισωθούμε με κάποια πλέμπα ενώ οι υπόλοιποι που καταστρέφουν την καλλιτεχνική μας δημιουργία είναι κάποιοι άγνωστοι που εδώ και χρόνια είναι δύσκολο να εντοπιστούν και να πάψουν να απολαμβάνουν την ανωνυμία που απολαμβάνουν ως «δικά μας παιδιά».  Σε κάθε περίπτωση, κάποιος μας χαλάει το πάρτι σοβαρά.  Ήρθε λοιπόν η ώρα να κάνουμε ευχέλαιο. 

‘Η μπορούμε να μάθουμε να ψηφίζουμε.   

Η αλήθεια είναι ότι κανένας δεν κάθεται πριν από μια εκλογική αναμέτρηση να ψάξει και να διαβάσει το εδάφιο που αφορά στα ποσά που δαπανώνται προκειμένου να διορθωθούν πάσης φύσεως ζημιές σε μια πόλη.  Ποιος έχει ξεκαθαρίσει στο κεφάλι του το ποσοστό από τα δημοτικά τέλη που ξοδεύεται κάθε χρόνο προκειμένου να καλυφθούν επιδιορθώσεις κοινόχρηστων χώρων που έχουν υποστεί βίαιες καταστροφές;  Η έρευνα είναι δαιδαλώδης και τραυματική – καλύτερα να μην ζητάς να μάθεις πράγματα που δεν θα θελες να ξέρεις. 

Τα χρήματα όμως τα διαχειρίζονται συγκεκριμένοι άνθρωποι που εφαρμόζουν συγκεκριμένες πολιτικές.  Ακόμα και η έλλειψη πολιτικού σχεδιασμού, είναι πολιτική: η πολιτική του «δεν με συμφέρει να ανοίξω αυτό το θέμα τώρα ή ποτέ, επειδή θέλω να ξαναεκλεγώ».

Η κακοποίηση των προσόψεων δημοσίων κτιρίων και μνημείων δεν είναι μια συζήτηση για να την κάνεις συντροφιά με το απογευματινό σου τσάι αναστενάζοντας απογοητευμένη «μα είναι τρομερό αγαπητή μου Ήντιθ, τι βάρβαροι υπάρχουν λοιπόν ανάμεσά μας», ούτε υλικό για διαβούλευση στο facebook.  Είναι μια πολιτική συζήτηση που αφορά τόσο στον τρόπο διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς μας όσο και στην εφαρμογή (ή μη) των νόμων ως ένδειξη και απόδειξη της κουλτούρας των πόλεων στις οποίες ζούμε, μεγαλώνουμε και για τις οποίες ψηφίζουμε θεματοφύλακες.

Κάποιοι, στις μουτζούρες και στις καταστροφές δεν βρίσκουν κανένα νόημα.  Δεν τους «μιλάνε» τα αναρχικά συνθήματα.  Τα ποδοσφαιρικά σλόγκαν και οι θύρες ένα-δυο-εφτά-δέκα δεν γίνονται τα σήματα μορς που θα  επικοινωνήσουν στους ιθύνοντες την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι κοινότητές μας.  Οι βανδαλισμοί όμως είναι μια γλώσσα με πολιτικές, κοινωνικές και ψυχολογικές συνισταμένες.  Ο μονοσήμαντος τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται οι καταστροφές, σαν να προκαλούνται από «κακούς, παρανοϊκούς» ανθρώπους και όχι από τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας, είναι αδιέξοδος.  Οι πράξεις βανδαλισμού εμπίπτουν σε διαφορετικές κατηγορίες ανάλογα με τον σκοπό που εξυπηρετούν.  Και πάντα εξυπηρετούν κάποιον σκοπό. 

Ο Πασκάλ Μπρυκνέρ έγραφε ότι οι βάνδαλοι είναι βιαστικοί καταναλωτές και άλλοι – λιγότερο φιλοσοφίζοντες και περισσότερο τεχνοκρατικοί τύποι – υποστήριξαν κατά το παρελθόν ότι οι βανδαλισμοί εξυπηρετούν στόχους που δεν είναι ορατοί δια γυμνού οφθαλμού και σίγουρα δεν γίνονται κατανοητοί μέσω της προσέγγισης του αισθητικά ωραίου στην δημιουργία.  Ένας τέτοιος στόχος είναι η συστηματική υποβάθμιση συγκεκριμένων περιοχών προκειμένου να κρατηθούν τα ενοίκια και οι εμπορική αξία οικοπέδων χαμηλά.  Άλλοι στόχοι είναι η πολιτική διαμαρτυρία ή απουσία προσπαθειών ενσωμάτωσης κοινωνικών ομάδων στον αόρατο ιστό που μας συνδέει ως συμπολίτες.  Η βία έρχεται ως καταξίωση για τις ομάδες κρούσης, ως βάπτισμα για την είσοδο σε έναν κόσμο που δεν κυκλοφορεί το πρωί και δεν συχνάζει σε γκαλερί τέχνης επειδή ψάχνει να βρει ταυτότητα αλλού.  Η αντι-κουλτούρα την οποία αντιπροσωπεύουν αυτές οι ομάδες, είναι υλικό για τους ανθρώπους που διαχειρίζονται τα κοινά και όχι για κοσμικό κουτσομπολιό.   Πέρα και πάνω από όλα, οι βανδαλισμοί δείχνουν τον βαθμό με τον οποίο η κεντρική ηγεσία έχει καταφέρει ή όχι να συνδεθεί με το ανθρώπινο δυναμικό μιας πόλης- με όλο το ανθρώπινο δυναμικό, όχι μόνο με τους ομοίους και τους ψηφοφόρους της.

Οι απώλειες ωστόσο από τις καταστροφές δεν υπολογίζονται μόνο σε χρήμα και δεν διορθώνονται τόσο εύκολα όσο θα θέλαμε να πιστέψουμε.  Η αίσθηση ανασφάλειας που προκαλεί η βία και ο εθισμός σε αυτή, μας νεκρώνουν εσωτερικά.  Κάποια στιγμή θα σταματήσεις να μιλάς για τους μουτζουρωμένους τοίχους, δεν θα τους ασπρίσεις ξανά – ποιο το νόημα;  Η απογοήτευση στον συνάνθρωπο είναι τεράστια («τι είδους άνθρωποι το κάνουν αυτό»).  Έπειτα, το ξέρετε ότι και οι πόλεις μπορεί να νοσήσουν;  Ναι, κι αυτές πάσχουν από κατάθλιψη, όσο «έξυπνες» και τεχνολογικά προοδευμένες κι αν εμφανίζονται στα διεθνή φόρα.

Επιπλέον, οι καταστροφικές πράξεις δεν μπορούν να δικαιολογηθούν με κανένα τρόπο.  Η διάκριση στα κίνητρα των βανδάλων γίνεται επειδή οφείλουμε να προσέξουμε τόσο τον τρόπο με τον οποίο θα προσεγγίσουμε το θέμα όσο και την γλώσσα με την οποία θα εκφραστούμε απέναντι στην πράξη.  Η συλλογική αηδία για τους βανδάλους, όπως εκφράζεται διαδικτυακά, γυρίζει πίσω στους εκλεγμένους του δήμου ως κριτική για την αναποτελεσματικότητα των έργων τους.  Ακόμα, το κούνημα του δακτύλου προς τα νέα, τρελούτσικα παιδιά που ζωγραφίζουν τους τοίχους έχει νόημα μόνο αν ξεκινήσεις από το σπίτι σου – που ξέρεις, ίσως και ο μικρός σου αδελφός να βάφει τα νεοκλασικά με το χρώμα της εθνικής μας αποτυχίας.  Διαχρονικά, υπάρχει μια γενικευμένη απαξίωση για τους δημόσιους χώρους στην Ελλάδα.  Στην ρητορική ερώτηση για το αληθινό πρόσωπο των βαρβάρων, οι Έλληνες πρέπει να ρίξουμε μια γερή ματιά στον καθρέπτη.

Facebook Comments