Εχθρός του κάθε πράγματος δεν είναι το “αντίπαλον δέος” του αλλά το ίδιο το πράγμα, στην καταχρηστική του μορφή. Πάντα η υπερβολή εμπεριέχει και στοιχεία που λειτουργούν σε βάρος του επιδιωκόμενου σκοπού, σαν το σαράκι που κατατρώγει το “περιβάλλον” του.

Αυτό συμβαίνει και με την περίπτωση του μεταναστευτικού ζητήματος, όπου πολλοί, επιδεικνύοντας περίσσιο ανθρωπιστικό οίστρο, συχνά διαψεύδονται από την –εκ του αποτελέσματος– αυτοακύρωση των πρωτοβουλιών τους. Διότι η άποψή τους, για άνευ όρων υποδοχή των μεταναστών, επηρεάζει τον βαθμό ανοχής από μέρους των ντόπιων, οι οποίοι χρεώνουν σε αθώους και ενόχους την εισαγόμενη παρανομία, αδικώντας την πλειοψηφία των μετοίκων. Και είναι κρίμα να τυγχάνουν της ίδιας αντιμετώπισης οι προσφυγικές οικογένειες, που χρήζουν συμπαράστασης, με τους κάθε λογής τυχοδιώκτες, που βλέπουν πόρτα ανοιχτή, και μπαίνουν να “μπαχαλέψουν”.

Θα πρέπει κάποιος να είναι αφύσικα σκληρός για να μένει ασυγκίνητος μπροστά στα έντρομα βλέμματα των απορημένων παιδιών και στην αμήχανη απελπισία των γονιών τους, που τα φορτώθηκαν στις πλάτες, και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, πορευόμενοι στο άγνωστο. Ιδιαίτερα εμείς οι Έλληνες, που η κρίση μας είναι μπολιασμένη με ιστορικές μνήμες προσφυγικών εμπειριών της φυλής μας, από την αρχαιότητα έως και τον προηγούμενο αιώνα, είναι άδικο να (αλληλο)κατηγορούμαστε για ρατσισμό. Πόσο μάλλον, όταν και σήμερα βιώνουμε “ενεργητικά” τη μετανάστευση, με τη φυγή των νέων μας, λόγω οικονομικής κρίσης. Εξάλλου, η ίδια η ζωή έχει καταξιώσει στις συνειδήσεις μας πολλούς αλλοδαπούς (ελληνικής υπηκοότητας), με σπουδαίες επιδόσεις, τόσο στον επιχειρηματικό όσο στον αθλητικό και στον επιστημονικό τομέα.

Επομένως, δεν πρέπει να θεωρείται “προκατάληψη” η δικαιολογημένη επιφύλαξη ως προς την ανεξέλεγκτη μαζική εισροή μεταναστών, όταν οι πολυάριθμες ΜΚΟ, με άλλοθι την ανθρωπιστική ευαισθησία, ασκούν “εμπόριο” ελπίδας, μετρώντας μόνο κεφάλια, που αντιστοιχούν σε χιλιάδες ευρώ ευρωπαϊκών κονδυλίων. Όλοι αυτοί, οι κατ’ επίφασιν αλτρουιστές, αναλώνονται είτε στη ματαιοδοξία τους είτε στις ανομολόγητες σκοπιμότητές τους, αφού, κατά κανόνα, χρησιμοποιούν τη δυστυχία των προσφύγων για δικό τους όφελος (οικονομικό, πολιτικό, κ.λπ.) αδιαφορώντας για την ουσιαστική διασφάλιση και διευκόλυνσή τους στις νέες συνθήκες διαμονής –θυμηθείτε την αμίμητη δήλωση αρμοδίας υπουργού: «τη μια μέρα λιάζονται, την άλλη εξαφανίζονται»! Φτάνουν στο σημείο να καταλογίζουν ρατσιστική συμπεριφορά και σε εκπαιδευτικούς φορείς, που ορθώς εντάσσουν τα προσφυγόπουλα σε ιδιαίτερα σχολικά τμήματα (με κριτήριο τη γνωστική τους ομοιογένεια), αφού το διαφορετικό μορφωτικό επίπεδο (συμπεριλαμβανομένων και των γλωσσικών ελλείψεων) λειτουργεί σε βάρος των ανομοιομερών μαθητικών συνόλων. Και απορεί κανείς πώς δεν το κατανοούν αυτό, όταν υπάρχει κραυγαλέο το παράδειγμα των φροντιστηρίων ξένων γλωσσών, τα οποία λειτουργούν με τμήματα “αρχαρίων” και “προχωρημένων”, χωρίς να… απολογούνται για τη διάκριση των σπουδαστών τους.

Η επιπόλαιη διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος, ενισχυμένη από τον προσχηματικό σεβασμό της “διαφορετικότητας”, καλλιεργεί–συν τοις άλλοις– και το θράσος αρκετών μεταναστών να ζητούν μεν την ενσωμάτωσή τους στην ελληνική κοινωνία, αλλά διατηρώντας τα έθιμα και το δίκαιο των παρακμιακών πολιτισμών τους. Όμως, αντί να απορρίπτουν σκανδαλωδώς την αυτονόητη δέσμευσή τους να ενταχθούν στο ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της χώρας υποδοχής τους (δικαίωμά τους, βέβαια!), θα μπορούσαν –με κριτήριο το “όμαιμον”, το “ομόγλωσσον” και το “ομόθρησκον”– να προτιμήσουν άλλους προορισμούς, που υπάρχουν εν αφθονία σε χώρες της αραβικής χερσονήσου.

Είναι προκλητικά απαράδεκτο να ορίζει ο φιλοξενούμενος τους όρους φιλοξενίας του και να απαιτεί από τον φιλοξενούντα συμμόρφωση στις απαιτήσεις του. Η όποια ανοχή μας σε τέτοιες παρεκτροπές αποτελεί διαστροφή του ανθρωπιστικού αισθήματος κι αυτοϋπονόμευση της ψυχολογικής μας συγκρότησης, και θέτει σε κίνδυνο το εθνικό μας οικοδόμημα. Είδαμε και πάθαμε να απαλλαγούμε από τον “ελληνικό μεσαίωνα” του κεφαλομάντιλου, της παρθενιάς, του υποβαθμισμένου θηλυκού κ.λπ., και θα είναι η μέγιστη τιμωρία μας να τον ξαναβιώσουμε, χωρίς τη θέλησή μας!

Facebook Comments