Θυμάμαι τους πυροβολισμούς, ξεροί και συνεχείς στην αρχή, σποραδικοί κατόπιν. Φοβισμένος από τη φασαρία και τον ασυνήθιστο ήχο από πραγματικά πυρά, ήμουν δεν ήμουν πρώτη δημοτικού,  ζήτησα καταφύγιο στο κρεββάτι μου, εκεί που τα παιδιά εξορκίζουν τους εφιάλτες της ημέρας.

Το διαμέρισμά μας, σε ένα ύψωμα της Κυψέλης, προσέφερε θέα προς το κέντρο αλλά και ακουστική επαφή με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Η μητέρα μου, μου εξηγούσε πως οι πολυτεχνίτες είχαν κλειστεί μέσα και οι δυνάμεις ασφαλείας της Χούντας εισέβαλαν στο χώρο.  Δεν ήθελα να το ζήσω, αλλά και ποιος ήθελε… Και όμως το έζησαν οι κάτοικοι της χώρας, κάποιοι πιο έντονα, κάποιοι πιο αδιάφορα.

Αν δεν ενοχλούσες, δεν σε ενοχλούσαν  λένε κάποιοι τώρα, αποστασιοποιημένοι, δεκαετίες αργότερα. Είναι αυτό το νόημα της κοινωνικής μας πραγμάτωσης όμως; Να περιοριζόμαστε σε ένα «να μην ενοχλούμε»;

Τότε υπήρχε τάξη, προσθέτουν κάποιοι άλλοι, σε αντιπαράθεση με το μπάχαλο που βλέπουμε να επικρατεί με την ανομία στα Εξάρχεια και την αίσθηση του απροστάτευτου από την εγκληματικότητα και την παραβατικότητα.

Η οικονομία ήταν σε άνθηση προσθέτουν κάποιοι τρίτοι, υπήρχαν δουλειές!

Και έτσι σιγά, σιγά εξαγνίζεται από την απόσταση του χρόνου μία δικτατορία που επέβαλε στους πολίτες της χώρας, απαγορεύσεις, λογοκρισία και, κατά περίπτωση, σε απώλεια της δουλειάς τους ή φυλακίσεις όταν δεν συντάσσονταν ιδεολογικά.

Στις παραπάνω τυπικές εκφράσεις βλέπει κανείς συμπυκνωμένα όλα τα σφάλματα της λογικής. Οποιαδήποτε θετική επιρροή στην οικονομία έφεραν διεθνείς ή εσωτερικές συγκυρίες αποδίδεται στην πολιτική της Χούντας υιοθετώντας τις επιτυχίες και λησμονώντας τις αστοχίες. Ξεχνάνε ότι η Χούντα προήγαγε μια κρατικά ελεγχόμενη οικονομία και ως τέτοια δεν θα μπορούσε να πορευτεί επιτυχώς επί μακρόν (ποιος θυμάται την απαγόρευση εισαγωγής μπανανών προς χάριν κάποιας εγχώριας παραγωγής;). Τα μόνα μοντέλα που ανθίζουν μακροπρόθεσμα είναι αυτά των ελεύθερων αγορών, όπου επιβραβεύεται η ικανότητα και η καινοτομία, αλλά αυτό προϋποθέτει ταυτόχρονα και προσωπικές και κοινωνικές ελευθερίες που ένα απολυταρχικό καθεστώς είναι υποχρεωμένο να αναστείλει προκειμένου να επιβιώσει.  Άρα το οικονομικό μοντέλο της εποχής ήταν άστοχο και ότι κινούσε τη χώρα ήταν η φόρα που είχε πάρει από τη δεκαετία του ‘60.

Παραβατικότητα, ασυδοσία και ένας «Παπαδόπουλος σας χρειάζεται» είναι το τελευταίο μεγάλο επιχείρημα των «αδιάφορων» της Χούντας. Εκεί συγκρίνουν με την σημερινή ασύδοτη κατάσταση και εύχονται ή αναπολούν την ύπαρξη ενός σιδερένιου χεριού που θα βάλει τάξη. Εδώ είναι το δεύτερο λογικό σφάλμα. Αυτό που βιώνουμε τώρα δεν είναι μια οργανωμένη δημοκρατία, ταγμένη να υπερασπίζεται τον νομοταγή και τον αδύνατο. Είναι μια χλιαρή εκδοχή της, όπου οι κρατικοί μηχανισμοί καταστολής κρατούνται εσκεμμένα σε αδράνεια, η πολυνομία και η καθυστέρηση στην απονομή δικαιοσύνης καθιστά αρνησίδικη την Τρίτη Εξουσία και οι νόμοι απλά δεν αστυνομεύονται ή εφαρμόζονται.

Να το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν: Οι δημοκρατίες δεν είναι μαλθακές!  Έχουν μηχανισμούς αυτοπροστασίας και επιβολής του δικαίου. Αν αυτοί οι μηχανισμοί δυσλειτουργούν δεν οφείλεται στο πολίτευμα αλλά στην κακή εφαρμογή του. Το φάρμακο δεν είναι ο Παπαδόπουλος, η δικτατορία, ο κομμουνισμός ή όποια άλλη απολυταρχία, αλλά σωστή και περισσότερη δημοκρατία όπου λειτουργούν οι θεσμοί και ο πολίτης τους εμπιστεύεται.

Γιατί αυτό που δεν ξεχνάω είναι ότι τότε δεν μύρισα μόνο τον δικό μου φόβο, αλλά και αυτό τον ενηλίκων. Και αυτοί ήξεραν ότι δεν είχαν παιδικά καταφύγια… 

Facebook Comments