Το 1983, ο γνωστός κωμικός Χάρρυ Κλυνν (Βασίλης Τριανταφυλλίδης), είχε πει, σε μια παράστασή του σε μια μπουάτ στην Πλάκα: “Aν οι μισοί Έλληνες ξέρανε πώς ζουν οι άλλοι μισοί, θα ήταν κι αυτοί απατεώνες. Tι να πεις για τους Έλληνες. Κάθονται δυο ολόκληρες ώρες, για να πιουν στιγμιαίο καφέ! Στην Ελλάδα την άγνοια τη λέμε ψυχραιμία. O νεοέλληνας είναι το άτομο εκείνο που έχει δυο τηλεοράσεις στο σπίτι του, δυο αυτοκίνητα στο πεζοδρόμιό του και δυο κατοστάρικα στην τσέπη του. Τα δυο μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα ο Έλληνας, είναι πώς θα χάσει δέκα κιλά και πού θα βρει πάρκινγκ. Με αυτοκόλλητο στο κούτελο θα κυκλοφορούμε όλοι, για να φαίνεται ποιος έκανε φορολογική δήλωση και ποιος όχι. Εδώ και δύο χρόνια (από το 1981 που το ΠΑΣΟΚ έγινε κυβέρνηση) έχει αρχίσει το μεγάλο κακό, που θα μετατρέψει σιγά-σιγά τους Έλληνες σε λαό πιθήκων, σε λαό ψηφοφόρων, δημοσίων υπαλλήλων, καταναλωτών, κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών, κομπιναδόρων και συνδικαλισταράδων. Σε είκοσι-τριάντα χρόνια από σήμερα Ανδρέας Παπανδρέου μπορεί να μην υπάρχει. Θα υπάρχει όμως μια Ελλάδα πτωχευμένη και ένας λαός στα όρια της οικονομικής και της ηθικής εξαθλίωσης».

H παγκόσμια οικονομική κρίση που βίωσε ο πλανήτης στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, βρήκε την Ελλάδα παντελώς απροετοίμαστη και επηρέασε τη χώρα μας τόσο σε οικονομικό, όσο και σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Απόρροια της οικονομικής κρίσης ήταν και η κρίση των θεσμών και αξιών που βιώνει ο τόπος εδώ και μια οκταετία. Η διαφθορά, η διαπλοκή, η φοροδιαφυγή, η ανομία, τα ρουσφέτια, η αναξιοκρατία, η αδιαφορία, η ευνοιοκρατία, κλπ. ήταν οι κυριότεροι γενεσιουργοί παράγοντες της διαφθοράς και της χαμηλής οικονομικής απόδοσης της Ελλάδας όχι μόνο κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης αλλά εδώ και σαράντα χρόνια τουλάχιστον.

Σίγουρα, το μοντέλο οργάνωσης της ελληνικής οικονομίας που εφαρμόζεται εδώ και δεκαετίες, από το 1981 και ύστερα, έχει πολλές αδυναμίες, οι οποίες και γιγαντώθηκαν με την έλευση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Είναι ένα μοντέλο με δομικές αδυναμίες, όπως η επιχειρηματική εσωστρέφεια, που σημαίνει μικρό ποσοστό εξαγωγών στο ΑΕΠ, η προσανατολισμένη στην εγχώρια αγορά παραγωγή με αποτέλεσμα την ανισορροπία στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ο μεγάλος, βαθύς και αναποτελεσματικός δημόσιος τομέας και το μη βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα. Επίσης, υπάρχει ένα ανεπαρκές εκπαιδευτικό σύστημα, που δεν συντελεί στη διαμόρφωση χαρακτήρων, δεν προωθεί την κριτική σκέψη, δεν προάγει την αριστεία, δεν είναι συνδεδεμένο με την αγορά εργασίας ενώ υστερεί σε έρευνα και ανάπτυξη. Τέλος, υπάρχει ένα γιγαντιαίο και λαβυρινθώδες κράτος, πανάκριβο στη λειτουργία του, δυσκίνητο κι αναποτελεσματικό, βασισμένο στη σιγουριά της μονιμότητας των λειτουργών του. Όλα αυτά κι άλλα πολλά δομικά προβλήματα είχαν ως συνέπεια τα συνεχή δημοσιονομικά ελλείμματα, τη μείωση της εθνικής αποταμίευσης, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και το χαμηλό ποσοστό ξένων επενδύσεων.

Βέβαια, κύριος παρονομαστής σε αυτή την κατάσταση ήταν και είναι ο ανθρώπινος παράγοντας. Ο ανθρώπινος παράγοντας, ο όποιος αποδέχεται στάσεις και συμπεριφορές όπως η ανομία, η αδιαφορία και η αναξιοκρατία. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο λοιπόν,  κάποιοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και μας οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση. Και εμείς μείναμε απαθείς είτε επειδή μας βόλευε, είτε επειδή αδιαφορούσαμε, είτε επειδή είχαμε πλήρη άγνοια. Και παρ’ όλο που όλοι είχαμε μια άποψη για το τι φταίει, τι πρέπει να γίνει για να απαλλαγούμε από τέτοιες συμπεριφορές, ποτέ τίποτα δεν γινόταν, διότι, όπως συνηθίζουμε να πιστεύουμε, όλοι οι άλλοι φταίνε εκτός από τους ίδιους τους εαυτούς μας. Όλοι κοιτάμε το παρόν, αδιαφορώντας για το μέλλον. Όλοι  μας  έχουμε  ακούσει  ή  χρησιμοποιήσει  τη  φράση  «αν  δεν αλλάξουμε  νοοτροπία…». Αλλάζει όμως  η  νοοτροπία  και  η  συμπεριφορά  των ανθρώπων εύκολα και μάλιστα αυτόνομα ως ανεξάρτητη μεταβλητή για να επακολουθήσουν τα επιθυμητά αποτελέσματα; Ο Καντ είχε πει ότι η μεροληψία, η τάση του ανθρώπου να κάνει εξαιρέσεις επ ονόματι του εαυτού του, είναι η κεντρική ανθρώπινη αδυναμία από την οποία πηγάζουν όλες οι υπόλοιπες.

Αδιαφορία

Από τη στιγμή που γεννιέται ένας άνθρωπος, βρίσκεται, χωρίς να το επιλέγει, ενταγμένος σε ένα κοινωνικό πλαίσιο. Και είναι υποχρεωμένος να μάθει να ζει και να συμπεριφέρεται σύμφωνα με αυτά που επιτάσσει και ορίζει η κοινωνία στην οποία ανήκει. Κάθε άνθρωπος, λοιπόν, είναι αποτέλεσμα της κοινωνίας, μέσα στην οποία εκκολάφθηκε και ζει. Ζούμε σε έναν κόσμο, ο οποίος υποφέρει από τον πόνο και τη δυστυχία των ανθρώπων. Ζούμε σε μία κοινωνία που αντί να πασχίζει να μας ευαισθητοποιήσει ολοένα και περισσότερο, μας σκληραγωγεί καθημερινά, καθιστώντας μας απαθείς μπροστά σε απαράδεκτες εικόνες και καταστάσεις.

Η αδιαφορία δεν σχετίζεται μόνον με  την πολιτική απάθεια, αλλά αφορά, επίσης, στην ηθική συμπεριφορά και τις κοινωνικές σχέσεις. Σε πολιτικό επίπεδο, διανύουμε μια εποχή έντονης κοινωνικής δυσαρέσκειας (ειδικά τα τελευταία 4 χρόνια) και αβεβαιότητας. Η αγανάκτηση είναι διάχυτη ανάμεσα στις τάξεις των πολιτών για το υπάρχον πολιτικό σκηνικό, μια αγανάκτηση που αγγίζει τα όρια της κοινωνικής αδιαφορίας και της απέχθειας για την πολιτική. Πολλά έχουν γραφτεί για τους λόγους της στάσης αυτής (αναξιοπιστία κυβέρνησης, αναξιοπιστία πολιτικών, οικονομική κρίση, κρίση θεσμών και αξιών, αναξιοκρατία εντός και εκτός κομμάτων, κ.ά.). Οι πολίτες με την αδιαφορία όμως και την απαξίωση προς τους πολιτικούς, άθελά τους ενισχύουν την ολοένα και αυξανόμενη παρακμή του πολιτικού συστήματος και την εμφάνιση και την κυριαρχία πολιτικών που δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους. Όσοι περισσότεροι πολίτες εκφράζουν την απογοήτευσή τους μέσα από την αποχή, την απαξίωση και την αδιαφορία, τόσο πιο εύκολο είναι για τους πολιτικούς και τα κόμματα να συμπεριφέρονται ακόμα πιο ανεύθυνα και να προωθούν τα συμφέροντα των λίγων. Όσο περισσότερο αδιαφορούν οι πολίτες, τόσο πιο εύκολη είναι η εκκόλαψη και ενδυνάμωση πολιτικών προσώπων με βασικές ελλείψεις πολιτικής παιδείας, που βρίσκουν την ευκαιρία να ενταχθούν σε ένα πολιτικό σκηνικό χωρίς επιτυχημένους επαγγελματίες, εμπειρογνώμονες, ακαδημαϊκούς, επιστήμονες και ηγετικές φυσιογνωμίες. Ο Πλάτωνας είχε πει ότι μια από τις τιμωρίες, για το γεγονός ότι δεν καταδέχεσαι να ασχοληθείς με την πολιτική, είναι ότι καταλήγεις να σε κυβερνούν οι κατώτεροί σου.

Σε κοινωνικό επίπεδο, αδιαφορούμε για τον διπλανό μας και πολλές φορές τον βλέπουμε και ανταγωνιστικά, με κλασικότερο παράδειγμα την οδηγική μας συμπεριφορά. Παρκάρουμε όπου βρούμε, παρκάρουμε σε διαβάσεις πεζών, σε διαβάσεις ΑΜΕΑ, σε parking ΑΜΕΑ, σε στροφές, αδιαφορώντας για τους συνανθρώπους μας. Οδηγούμε όπως γουστάρουμε, αδιαφορώντας για τον συνάνθρωπό μας είτε είναι οδηγός δικύκλου ή οδηγός άλλου οχήματος και χρησιμοποιεί τον ίδιο δρόμο με εμάς, είτε είναι πεζός και θέλει να διασχίσει τον δρόμο σε διάβαση πεζών. Περπατάμε σε δρόμους γεμάτους από κορμιά σωριασμένα σε βρώμικες γωνίες, ψυχές στοιβαγμένες κοντά σε κάδους σκουπιδιών και χάρτινες κούτες. Και τι κάνουμε γι’ αυτό; Συνεχίζουμε να περπατάμε. Βιαζόμαστε. Γιατί είμαστε πολυάσχολοι. Γιατί οι ρυθμοί της καθημερινότητάς μας δεν μας επιτρέπουν να κάνουμε λίγο χώρο στη ζωή μας για αυτούς. Πόσες φορές δεν έχουμε δει συνανθρώπους μας να ψάχνουν τους κάδους σκουπιδιών; Πόσες φορές δεν έχουμε δει αστέγους να κοιμούνται κάπου στο δρόμο; Όλοι βρίσκουμε το θέαμα αποτρόπαιο ή σοκαριστικό, αλλά με το καιρό το «συνηθίσαμε». Έκφραση της αδιέξοδης αυτής κατάστασης, ανάμεσα σε άλλα, αποτελούν οι ουρές συμπατριωτών μας στα κοινωνικά συσσίτια και παντοπωλεία, οι τραγικές συνθήκες επιβίωσης των συνταξιούχων, των μισθωτών και των ανέργων, η μετανάστευση χιλιάδων νέων ανθρώπων, η έλλειψη προοπτικής για την αυριανή μέρα, κα. Ενδεικτικό της απάθειας, της αδιαφορίας και της ασέβειας με την οποία αντιμετωπίζει ο σύγχρονος άνθρωπος τον διπλανό του ήταν το πρόσφατο περιστατικό που συνέβη στο Ελληνικό με το θάνατο μιας γυναίκας (που ζήτησε βοήθεια) από έναν οδηγό ταξί.

Ζούμε σε έναν κόσμο ο οποίος υποφέρει από τον πόνο και τη δυστυχία των ανθρώπων. Έχουμε χάσει τη συναισθηματική νοημοσύνη μας. Υπάρχουν πάρα πολλά περιστατικά αδιαφορίας που μπορεί ο καθένας μας να θυμηθεί και να περιγράψει στους γύρω του. Υπάρχει αδιαφορία για το bullying, αδιαφορία για τον κοινωνικό ρατσισμό, αδιαφορία για τα πάντα. Φροντίζουμε για τις απολαύσεις μας, για την επιβίωσή μας, και, πάνω απ’ όλα, φροντίζουμε με σχολαστικότητα για την ψηφιακή και κοινωνική μας εικόνα (μέσω των social media). Και  εξακολουθούμε να προχωρούμε αδιάφορα και να κοιτάμε δίχως να βλέπουμε και να μιλάμε, δίχως να ακούμε και να πράττουμε, δίχως να  νοιαζόμαστε.

Ανομία

Τίποτα δεν είναι πιο εντυπωσιακό και συνάμα πιο θλιβερό σε αυτή τη χώρα από την περιφρόνηση του νόμου. Η ζωή του νεοέλληνα συχνά χαρακτηρίζεται από πρακτικές που είτε παρακάμπτουν το νόμο, είτε τον παραβιάζουν ανοιχτά, είτε κινούνται στα όρια της νομιμότητας. Σε κάθε περίπτωση, για διάφορους λόγους, ο Έλληνας πολίτης δεν νιώθει να δεσμεύεται από αρχές και νόμους καθολικής εφαρμογής. Τι είναι νόμιμο και τι όχι δεν τον απασχολεί ιδιαίτερα, ενίοτε μάλιστα ούτε καν το αντιλαμβάνεται, αρκεί να γίνει η δουλειά του. Η επίκληση του νόμου δεν επιφέρει αυτόματη συμμόρφωση, αλλά μάλλον έκπληξη, χλευασμό, αντίδραση, τσαμπουκά ή αναζήτηση τρόπων απαλλαγής από όσα αυτός επιτάσσει.

Καθοριστικός παράγοντας, ωστόσο, για τη διαιώνιση της κουλτούρας της ανομίας αποτελεί η συμπεριφορά του ιδίου του κράτους και των λειτουργών του. Αν αυτοί που ασκούν έλλογη εξουσία δεν τηρούν το νόμο, η συμπεριφορά τους αντιγράφεται από τους πολίτες και διαχέεται σε όλο το κοινωνικό σώμα. Όταν οι ίδιοι οι βουλευτές/κομματικά στελέχη/επιχειρηματίες δεν συμμορφώνονται με τον νόμο, γιατί να συμμορφωθεί ο πολίτης; Όταν υπουργοί, βουλευτές και μεγαλοεπιχειρηματίες αποκρύπτουν τα πραγματικά τους εισοδήματα, γιατί να μην φοροδιαφύγει ο πολίτης; Όταν υπουργός καπνίζει μέσα στο Υπουργείο Υγείας και δεν σέβεται τον νόμο που ψήφισε το ίδιο το υπουργείο του, γιατί τότε να συμμορφωθεί ο νεοέλληνας καπνιστής; Όταν υπουργοί και βουλευτές οδηγούν χωρίς ζώνη το υπηρεσιακό τους αυτοκίνητο ή κυκλοφορούν με μοτοσυκλέτα χωρίς κράνος, γιατί τότε να συμμορφωθεί ο νεοέλληνας οδηγός; Όταν οι πρυτάνεις πανεπιστήμιων αρνούνται να εφαρμόσουν το νόμο, γιατί να σεβαστεί ο φοιτητής τον πανεπιστημιακό χώρο; Η κουλτούρα της ανομίας κορυφώνεται όταν οι ίδιοι οι «λειτουργοί» του κράτους τείνουν να περιφρονούν το νόμο. Είναι λυπηρό, διότι ο νόμος είναι το εργαλείο αυτού που ασκεί έλλογη εξουσία. Αν το παραμερίσει, αυτοκαταργείται. Κι αν το περιφρονήσει, μειώνεται το ηθικό του ανάστημα.

Ο όρος «ανομία» εισάγεται στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Γάλλο κοινωνιολόγο E.Durkheim και αναφέρεται στην κατάρρευση των κανόνων που διέπουν την καθημερινή συμβίωση. Στην Ελλάδα η ανομία είναι δισυπόστατη: Πρόκειται τόσο για διάχυτες ατομικές συμπεριφορές, που συχνά αποκτούν έναν κοινωνικό αυτοματισμό και φθάνουν να θεωρούνται φυσιολογικές, όσο και κρατικές πολιτικές που επιτρέπουν την ύπαρξη και τον πολλαπλασιασμό των συμπεριφορών αυτών. Οι συνέπειες είναι δραματικές και δυστυχώς η ανομία μολύνει τα πάντα στο πέρασμά της και εκφυλίζει κράτος και κοινωνία.

Η ανομία ποικίλλει και κλιμακώνεται από καθημερινές πρακτικές ευρείας έκτασης, όπως η φοροδιαφυγή, το παράνομο παρκάρισμα, η αναρχία στους δρόμους, οι καταλήψεις, η μόλυνση του περιβάλλοντος, η αλλοίωση των πινακίδων κυκλοφορίας, η βία στα γήπεδα, το graffiti, το κάπνισμα σε χώρους όπου απαγορεύεται, η έλλειψη σεβασμού προς τους ηλικιωμένους και τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, αλλά και τα φαινόμενα διαφθοράς ή «ασυλίας» στην παρανομία.  

Καθημερινά γινόμαστε μάρτυρες παραβάσεων του Κ.Ο.Κ. από συνανθρώπους μας. Παραβάσεις που πληθαίνουν, παραβάσεις που φθάνουν στα όρια της βλακείας και που φανερώνουν την παντελή αδιαφορία για τον διπλανό, για τους νόμους, για το ίδιο το κράτος. Αν ταξιδέψετε σε αυτοκινητόδρομους του εξωτερικού θα συναντήσετε πινακίδες όπως: «Δέστε τη ζώνη ασφαλείας. Είναι νόμος» και «Τηρήστε τα όρια ταχύτητας. Είναι νόμος». Για έναν Έλληνα, το εντυπωσιακό στην περίπτωση αυτή δεν είναι η υπενθύμιση-προτροπή, αλλά η αιτιολόγησή της: «Είναι νόμος». Αλήθεια, πόσες φορές δεν έχουμε δει οδηγούς να παραβιάζουν το «Stop» ή τον ερυθρό σηματοδότη; Να αδιαφορούν για τις διαβάσεις πεζών και να παραβιάζουν την προτεραιότητα των πεζών σε αυτές; Να χρησιμοποιούν το κινητό τους ενώ οδηγούν; Να στέλνουν sms ενώ οδηγούν; Να αλλάζουν πορεία χωρίς να χρησιμοποιούν τα φλας συμβουλευόμενοι τους καθρέπτες του οχήματός τους; Να εισέρχονται σε δρόμους που έχει απαγορευτικό; Να οδηγούν ανάποδα σε ΕΟ; Να οδηγούν στη ΛΕΑ; Να οδηγούν μεθυσμένοι; Να οδηγούν χωρίς κράνος ή ζώνη ασφαλείας; Να παραβιάζουν κάθε λογής σήμα του ΚΟΚ; Να έχουν τα οχήματα τους ανασφάλιστα; Να οδηγούν χωρίς δίπλωμα οδήγησης; Να μην πληρώνουν τέλη κυκλοφορίας; Στις εκλογικευμένες κοινωνίες, το γεγονός ότι μια συμπεριφορά ρυθμίζεται με νόμο, αυτό και μόνο αποτελεί, κατ αρχήν, επαρκή λόγο για να τηρείται. Το αξιοπρόσεκτο, όμως, στην περίπτωση της Ελλάδας είναι ότι η περιφρόνηση του ΚΟΚ αποτελεί συστατικό στοιχείο της νεοελληνικής κουλτούρας, σε σημείο που να θεωρείται συχνά αυτονόητη, να επιδεικνύεται εκτεταμένη ανοχή απέναντί της, ακόμα και να προβάλλεται δημοσίως. Όπως σωστά είπε ο οδηγός αγώνων Ιαβέρης (Μαρκουΐζος), «Το αυτοκίνητο μπορεί να γίνει όπλο, όταν μπει μέσα του ένα βλήμα».

Ο αντικαπνιστικός νόμος ήρθε στην Ελλάδα το 2002, αναθεωρήθηκε το 2008, έγινε πιο αυστηρός το 2010, βγήκαν καινούργιες διατάξεις πρόσφατα, αλλά στην πραγματικότητα δεν εφαρμόστηκε ποτέ, καθώς οι καφετέριες, τα clubs, οι χώροι εστίασης, κ.λπ., στον κλειστό χώρο των οποίων απαγορεύεται το κάπνισμα, εξακολουθούν να επιτρέπουν στους πελάτες τους να καπνίζουν. Πρόκειται για μία ιδιαίτερα ενοχλητική κατάσταση, κάτι που παραδέχονται ακόμα και οι πιο φανατικοί των καπνιστών. Είναι ιδιαιτέρα ενοχλητικό να βρίσκεσαι σε κάποιο καφέ, μπαρ, εστιατόριο, κοινωνική εκδήλωση, σε δημόσια υπηρεσία, στη δουλειά, σε χώρους άθλησης, ακόμα και σε φιλικά σπίτια και ο καπνός να πάει κι έρχεται, αδιαφορώντας αν υπάρχει απαγορευτική ένδειξη ή παράκληση να διατηρηθεί ο χώρος άκαπνος. Είναι κάτι σαφώς ενοχλητικό αλλά κι επιβαρυντικό –έως εγκληματικό σε βάθος χρόνου– για τους μη καπνίζοντες, ιδίως όσους πάσχουν από καρδιά, αναπνευστικά προβλήματα, άσθμα, εμφύσημα κ.λπ., εννοείται και για παιδιά, εγκύους, ηλικιωμένους. Δεν μόνο το παθητικό κάπνισμα που αντιμετωπίζουν οι μη καπνίζοντες, αλλά και η επίμονη τσιγαρίλα σε χνώτα, δέρμα, μαλλιά, ρούχα, έπιπλα, παντού, κάτι το οποίο και οι ίδιοι οι καπνιστές δηλώνουν ότι δεν την αντέχουν. Παρά την αριθμητική μείωση των καπνιστών, η ανομία παραμένει κανόνας, συνεπικουρούμενη από την πολιτική ατολμία και μια εριστική απολογητική που τη θεωρεί καταξίωση, μαγκιά κι αμφισβήτηση.

Η ροπή προς την αυθαιρεσία, με τη «βιομηχανία» κατασκευής αυθαιρέτων, τα οποία, η πολιτεία έρχεται με τη σειρά της να «νομιμοποιήσει», αίρει κάθε έννοια κράτους δικαίου. Είναι νωπές οι μνήμες από τις ανείπωτες τραγωδίες στη Μάνδρα (πλημμύρες) και στο Μάτι (πυρκαγιές), που οδήγησαν στο θάνατο μεγάλο αριθμό συνανθρώπων μας, πέραν από τις τεράστιες υλικές ζημιές. Όσο για τις ποινές, σπανίως αποδίδονται στους υπευθύνους. Ο νόμος σύμφωνα με τον οποίο αποφυλακίζονται σκληροί και αμετανόητοι εγκληματίες, δολοφόνοι και βιαστές, οι οποίοι, αμέσως μετά την αποφυλάκισή τους, συνεχίζουν να πράττουν πράξεις παράνομες, αποτελεί θεσμική έκφραση της εμπεδωμένης αντίληψης περί ανομίας, ατιμωρησίας και περιφρόνησης των θυμάτων των εγκληματικών ενεργειών.

Δυστυχώς, η ανομία και η ατιμωρησία έχουν αμβλύνει τα αντανακλαστικά μας σε τέτοιο βαθμό, ώστε φαινόμενα υψίστης προσβολής της δημοκρατίας, της έννομης τάξης και του λαϊκού αισθήματος να θεωρούνται φυσιολογικά και να γίνονται με «συνείδηση δικαίου». Με την ύπουλη επικράτηση της ανομίας, οι θεσμοί ευτελίζονται, ο πολιτικός και νομικός πολιτισμός της χώρας πλήττεται και μαζί τους οι δημοκρατικοί θεσμοί και οι εγγυήσεις του κράτους δικαίου. Οι συνέπειες αυτών των φαινομένων είναι τεράστιες. Διαβρώνεται ο κοινωνικός ιστός, αυξάνεται η βία και υπονομεύεται η οικονομική ανάπτυξη. Παρακωλύεται  το έργο της Αστυνομίας και αλλοιώνεται ο θεσμικός της ρόλος, ο οποίος είναι ένας και μοναδικός, αυτός που υπαγορεύεται από το Σύνταγμα και τους Νόμους.

Αναξιοκρατία

Ένα από τα καρκινώματα της Ελλάδας – ειδικότερα τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες – είναι η αναξιοκρατία και τα παρακλάδια αυτής, όπως ο νεποτισμός, ο ημετερισμός, η ευνοιοκρατία και τόσα άλλα. Είναι έκδηλη η αντίληψη ότι κανενός (νέου) ανθρώπου η μοίρα δεν προδιαγράφεται ευοίωνη, αν δεν τον ευνοήσει  κάποιος που ανήκει στην εξουσία. Διανύουμε μια εποχή όπου κανένα ρόλο δεν παίζουν τα προσόντα, οι γνώσεις και οι ικανότητες. Όλα αυτά παραγκωνίζονται, τίθενται σε δεύτερη μοίρα. Η «αξία» του καθενός τίθεται στην κρίση κάποιου πάτρωνα και εκτιμάται ανάλογα με τις  υπηρεσίες που είναι διατεθειμένος να του προσφέρει ή ανάλογα με τις  χάρες που είναι πρόθυμος να του κάνει. Καθώς, λοιπόν, η χάρη θέλει αντίχαρη, φροντίζει ο εκάστοτε πάτρωνας να τον «ανταμείψει». Έτσι, από το 1981 και ύστερα, τα πόστα των αποφάσεων στην πολιτική, στη δημόσια διοίκηση και στο συνδικαλισμό καταλήφθηκαν σε μεγάλο βαθμό από ανίκανους και ευκαιριακούς κομματικούς παράγοντες, συχνά μη σχετικούς με το αντικείμενο.

Οι επιπτώσεις της αναξιοκρατίας είναι αναρίθμητες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μειωμένη παραγωγικότητα στο δημόσιο τομέα και οι διαρκείς κωλυσιεργίες, εφόσον τα άτομα που δεν διαθέτουν τα κατάλληλα εφόδια, καλούνται να διαχειριστούν εργασίες και να αναλάβουν καθήκοντα σε καίριες θέσεις. Επιπλέον, κλονίζεται η εμπιστοσύνη ανάμεσα στον πολίτη και το κράτος,  καταστρατηγείται  κάθε έννοια δικαίου και υπονομεύονται οι δημοκρατικοί θεσμοί. Κυριαρχεί η διαφθορά, η παρανομία, η ασυδοσία, η δουλοπρέπεια. Και όσο οι πολίτες που καταβάλλουν συνεπείς προσπάθειες βλέπουν να προωθούνται οι «ημέτεροι», τόσο περισσότερο βιώνουν αισθήματα απαισιοδοξίας και ματαίωσης. Έτσι, τα άτομα ωθούνται στην υιοθέτηση μιας συμφεροντολογικής στάσης, εφόσον διαπιστώνουν πως μόνο μέσω των κατάλληλων γνωριμιών και της παρασκηνιακής δράσης μπορεί κανείς να πετύχει.

Η αναξιοκρατία οφείλεται κυρίως στη νοοτροπία του Έλληνα, σύμφωνα με την οποία το «ρουσφέτι» και το «βύσμα» αποτελούν τα εργαλεία-«κλειδιά» για την ανάδειξη και την καταξίωση. Επίσης, οφείλεται στην έλλειψη παιδείας αλλά και καλλιέργειας της  κοινωνικής συνείδησης, που ευνοούν τον ατομικισμό και την ιδιοτέλεια σε βάρος του κοινωνικού συμφέροντος. Για τα παραπάνω ευθύνεται επίσης και ο αστικός τρόπος ζωής, που ενισχύει την ανωνυμία, ευνοεί την έλλειψη  κοινωνικού  ελέγχου  και υπηρετεί την αυθαιρεσία και την εκμετάλλευση. Η επικράτηση του ωφελιμιστικού πνεύματος, η προσήλωση στην ύλη και  η θεοποίηση του χρήματος επιτρέπουν την επιδίωξη του κέρδους με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα. Τα ανθρώπινα πάθη και οι αδυναμίες, όπως ο εγωισμός, η αυτοπροβολή, η φιλαυτία και η φιλαρχία υπερνικούν τις ηθικές αξίες. Έτσι, οι διάφοροι πολιτικοί και οικονομικοί κύκλοι με παρασκηνιακές δραστηριότητες προωθούν τους «δικούς» τους ανθρώπους, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις τους.

Τα παραδείγματα αναξιοκρατίας γύρω μας, αναρίθμητα. Υπουργοί, βουλευτές, πολιτικοί, κομματικά στελέχη, διορίζουν ακατάπαυστα συγγενείς, φίλους, συνεργάτες, συναγωνιστές, συντρόφους, συμβούλους και κάθε «ημέτερο» που εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κόμματος και της κυβέρνησης. Στον Δημόσιο Τομέα η επιλογή, πρόσληψη και προαγωγή των αρεστών (ανεξαρτήτως κινήτρου) και όχι των αρίστων, έρχεται να δημιουργήσει τις βάσεις για ένα πελατειακό κύκλο φαυλότητας, ο οποίος στη χώρα μας έχει εξελιχθεί σε Λερναία Ύδρα. Στην επιλογή αναδόχων για τα δημόσια έργα, είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου πραγματικά επιλέγεται ο καταλληλότερος, ο αξιότερος. Επίσης, και στον ιδιωτικό τομέα υπάρχουν περιπτώσεις αναξιοκρατίας και ευνοιοκρατίας.

Η γενική αντίληψη είναι ότι για την επικράτηση της αναξιοκρατίας φταίνε οι πολιτικοί, φταίει το πολιτικό σύστημα, φταίει το κλίμα, φταίνε οι άλλοι, φταίει και ο Χατζηπετρής (όπως έλεγε εύστοχα σε ένα τραγούδι του ο Κηλαηδόνης). Παρ’ όλα αυτά, η ελληνική κοινωνία δεν θέλει ούτε αξιοκρατίες, ούτε αξιολογήσεις. Δεν πιστεύει σε αυτές και κάνει ό,τι μπορεί για να ακυρώσει κάθε προσπάθεια αλλαγής. Κι όμως, η έλλειψη αξιοκρατίας ήταν η μία από τις κυριότερες αιτίες που πληθώρα νέων Ελλήνων επιστημόνων μετανάστευσε στο εξωτερικό και οδήγησε στο φαινόμενο του «brain-drain», όπως προκύπτει από έρευνα που διεξήχθη το 2018. Με αυτόν το τρόπο καταδικάζονται  οι  νέοι που δεν θέλουν να φτάσουν να εκλιπαρούν για τα αυτονόητα εξευτελίζοντας την προσωπικότητά τους, να πάρουν το δρόμο της μετανάστευσης, στερώντας τη χώρα από τα πιο φρέσκα και παραγωγικά μυαλά.

Υπάρχει Ελπίδα;

Σε όλα τα προβλήματα, υπάρχει πάντοτε μια λύση. Δυστυχώς όμως εδώ μιλάμε για αλλαγή νοοτροπίας του ίδιου του Έλληνα. Φταίει η έλλειψη παιδείας στη χώρα. Είμαστε ένας λαός σε παρακμή, που η κρίση μας έκανε ακόμα χειρότερους. Χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε τη βαθιά ανωριμότητά μας, με την οποία πορευτήκαμε τα τελευταία 40 χρόνια. Η ανωριμότητα αυτή εκφράζεται καταρχήν με την αποποίηση των ευθυνών μας. «Δεν φταίμε για τα ελλείμματα, δεν φταίμε για τα δάνεια, δεν φταίμε για την ανομία, δεν φταίμε για την αδιαφορία, δεν φταίμε για τα χρέη, δεν φταίμε για το πελατειακό κράτος, για την αναξιοκρατία, για την κατάσταση της παιδείας» και ούτω καθεξής. Οι Έλληνες δεν φταίμε ποτέ και για τίποτα. Θεωρούμε ότι δεν φταίμε γιατί όλα τα προηγούμενα χρόνια είχαμε αφήσει τις τύχες μας σε άλλους. Είχαμε παραχωρήσει την ευθύνη μας στο κόμμα, στο κράτος, και γενικότερα σε οποιαδήποτε άλλη εξωτερική αρχή και θεωρήσαμε ότι αυτοί ήξεραν τι να κάνουν. Ήταν πολύ βολικό να αφήσουμε τις τύχες μας σε άλλους. Δεν χρειαζόταν ούτε σκέψη, ούτε κόπος, ούτε δουλειά. Όμως, η λειτουργία των θεσμών και συνολικά του κοινωνικού συστήματος, εξαρτάται από τις αξίες, τους κανόνες και τις πρακτικές που χρησιμοποιούν οι πολίτες μιας κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα της καθημερινής επικοινωνίας και δραστηριοποίησής τους.

Χωρίς αλλαγή νοοτροπίας της ελληνικής κοινωνίας και αλλαγή αντίληψης, δεν υπάρχει περίπτωση να βγούμε από αυτόν τον φαύλο κύκλο. Σε ατομικό επίπεδο θα πρέπει να αλλάξουμε τον εαυτό μας και τον τρόπο σκέψης μας. Θα πρέπει να αναπτύξουμε τη συναισθηματική μας νοημοσύνη και να ενδιαφερθούμε για τον συνάνθρωπό μας. Η ιστορία έχει να μας δείξει πάρα πολλά παραδείγματα σύμφωνα με τα οποία, όταν οι άνθρωποι επεδίωκαν την προαγωγή του ατομικού τους συμφέροντος μέσα από την προαγωγή του κοινωνικού, οι πολιτείες ακμάζανε. Επίσης, πρέπει να υπάρξει αλλαγή της στάσης των πολιτών απέναντι στην αδιαμφισβήτητα κακή άσκηση την πολιτικής εξουσίας (ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια). Η πρόταση για αλλαγή στάσης των πολιτών δεν εμπεριέχει φωνές, ύβρεις και συντεχνιακές επαναστάσεις. Επενδύει στην ωρίμανση της πολιτικής σκέψης του πολίτη και στην αναβάθμιση της πνευματικής του καλλιέργειας, η οποία  θα αναγκάσει το πολιτικό προσωπικό να αλλάξει τόσο σε πρόσωπα όσο και σε φιλοσοφία. Χρειαζόμαστε μια δομική μεταβολή της πολιτικής κουλτούρας και αυτό είναι ένα ζήτημα κινήτρων και δυνατοτήτων που θα δοθούν σε ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας ώστε να ξεφύγουμε επιτέλους από τη σύζευξη «κόμμα-κράτος». Ο εκσυγχρονισμός της δημόσιας διοίκησης δεν είναι ουτοπία. Θα προκύψει από την εφαρμογή των κανόνων, τη χρήση καλών πρακτικών, την αλλαγή της νοοτροπίας των κομματικών στελεχών και τη στελέχωση των διοικητικών δομών με καταξιωμένα στελέχη, με ουσιαστικά και τυπικά προσόντα, δίχως κομματικές εξαρτήσεις και συσχετισμούς.

Είναι πολύ σημαντικό να αντιληφθούμε τη σημασία της αξιοκρατίας στην κοινωνία και στο δημόσιο βίο. Η αξιοκρατία είναι το κλειδί της κοινωνικής συνοχής. Σε μια πολιτεία όπου κυριαρχεί η αναξιοκρατία, τότε αναπόφευκτα υποσκάπτεται σοβαρά η κοινωνική συνοχή με ευρύτερες αρνητικές συνέπειες. Κάτω από αυτά τα δεδομένα είναι αδύνατον να σφυρηλατηθεί ένα πλαίσιο ελάχιστων κοινών στόχων και επιδιώξεων. Σπουδαία είναι επίσης η σημασία της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ένα σύστημα το οποίο παραβιάζει συστηματικά την αξιοκρατία οδηγεί σε διάβρωση των θεσμών και στην υποβάθμιση των κανόνων νομιμότητας και νομιμοποίησης. Όταν συστηματικά οι πολίτες βλέπουν την προώθηση ατόμων σε συγκεκριμένους θώκους και θέσεις (ακόμα και σε πολιτειακό επίπεδο) οι οποίες δεν ανταποκρίνονται στις ικανότητές τους, τότε παύει να υπάρχει το περί δικαίου αίσθημα, υποσκάπτεται ο στόχος της κοινωνικής δικαιοσύνης. Και μια τέτοια κατάσταση υποθάλπει εντάσεις.  Επιπλέον, είναι προφανές ότι η αναξιοκρατία και οι πελατειακές σχέσεις δεν οδηγούν στην καλύτερη αξιοποίηση του ανθρώπινού της δυναμικού της χώρας μας. Αντίθετα οδηγούν ως επί το πλείστον στη μετριοκρατία. Επομένως, η διασφάλιση της αξιοκρατίας μπορεί να οδηγήσει στην επιτυχή αντιμετώπιση των προβλημάτων και στη μεγιστοποίηση των επιδιώξεων μιας πολιτείας.

Μερικοί τρόποι ενίσχυσης της αξιοκρατίας θα μπορούσαν  να είναι η διαφάνεια στη δημόσια διοίκηση, η ηθική εξυγίανση του δημόσιου βίου και η πάταξη της γραφειοκρατίας, η καθιέρωση αξιοκρατικών και διαφανών θεσμών προσλήψεων (πχ. ΑΣΕΠ), ο αναδρομικός έλεγχος των υπαρχόντων υπαλλήλων και η απομάκρυνση εκείνων που δεν έχουν τα αναγκαία προσόντα για τη θέση που έχουν καταλάβει. Παράλληλα, η πολιτική και νομική καταδίκη φαινομένων αναξιοκρατίας θα έσπαγε αυτόν τον  φαύλο κύκλο που κρατά τη χώρα δέσμια, και οι θεσμοί θα επανακτούσαν την αξιοπιστία τους ενώ η καλλιέργεια των κοινωνικών αρετών όπως η δικαιοσύνη και η εντιμότητα θα συνέβαλε στην ανάδειξη ικανών και καταξιωμένων ατόμων ως προτύπων προς μίμηση. Τέλος, κάθε πολίτης ξεχωριστά έχει χρέος να αντιληφθεί πως μόνο μέσω της αξιοκρατίας μπορεί να διασφαλιστεί η ατομική και η συλλογική πρόοδος, να αποκτήσει σεβασμό για τον κόπο και την αξία του άλλου και να μην καταφεύγει σε ρουσφέτια και πελατειακές σχέσεις.

Τέλος, θα πρέπει να μπει ένα τέλος στην ανομία, να τηρούνται οι νόμοι και να επιβάλλονται οι σχετικές ποινές. Οι ποινές θα πρέπει να επιβάλλονται άμεσα, η επιβολή τους να είναι βέβαιη, και να διέπονται από αυστηρότητα. Η μόνη οδός είναι η σταδιακή αλλαγή νοοτροπίας μέσα από συνεχή προσπάθεια. Από όλους μας. Τόσο από εκείνους που αστυνομεύουν όσο και από εκείνους που αστυνομεύονται. Έτσι, οι πρώτοι θα καταλάβουν ότι έχουν αναλάβει έναν συγκεκριμένο ρόλο στην κοινωνία και οι δεύτεροι ότι ο νόμος δεν είναι υποχρεωτικός μόνο “για τους άλλους”. Η διαδικασία της αλλαγής είναι αργή, αλλά η μόνη που φέρνει αποτέλεσμα.

Εν κατακλείδι, ένας καινούργιος Διαφωτισμός χρειάζεται, για να κερδίσουμε αυτή τη μάχη. Σύμφωνα με τον Καντ, «Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του, για την οποία ο ίδιος είναι υπεύθυνος. Ανωριμότητα είναι η αδυναμία να μεταχειρίζεσαι το νου σου χωρίς την καθοδήγηση ενός άλλου». Χρειάζεται, επομένως, να συνειδητοποιήσουμε ότι ο μορφωμένος άνθρωπος επενδύει συστηματικά στην πνευματική και συναισθηματική του καλλιέργεια, η οποία  προκρίνεται ως η μοναδική λύση στην κρίση που βιώνουμε. Η μάχη αυτή δεν κερδίζεται εύκολα. Χαράσσει, όμως, έναν δρόμο που θα οδηγήσει σε μία καλύτερη κοινωνία και ένα καλύτερο μέλλον.

Facebook Comments