Η ελληνοισραηλινή προσέγγιση ήταν ένας σταθμός στην ιστορία των δύο χωρών, ένα μεγάλο βήμα το οποίο είχε ήδη καθυστερήσει αρκετά, και για λόγους λανθάνουσας πολιτικής σκοπιάς κυρίως από την πλευρά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Οι δύο χώρες ευρισκόμενες σχεδόν απέναντι στην άλλη, κι έχοντας την Κύπρο ανάμεσα τους, δημιουργούν από μόνες τους μία γεωπολιτική συνέχεια, σχεδόν συνορεύουν διά θαλάσσης.

Οι δύο χώρες έχουν επίσης κοινές πολιτικές και πολιτισμικές εμπειρίες. Είναι και οι δύο οι πλέον δυτικοποιημένες χώρες στην περιοχή, κεντρικός άξονας της οικονομικής και πολιτικής ζωής είναι μία λίγο πολύ ισχυρή αστική τάξη, έχουν μία μεγάλη διασπορά ανά την υφήλιο με έντονες διαδραστικές επιδράσεις μεταξύ μητρόπολης και διασποράς, ενώ και στις δύο χώρες υπάρχει μία έντονη σύνδεση του εθνικού στοιχείου με το κυρίαρχο θρήσκευμα, σε βαθμό που να δυσχεραίνει η πορεία του κράτους προς την ολοκλήρωση του ως κοσμικού κράτους. Παράλληλα έχουν να ανησυχούν για την ασφάλεια τους έναντι πολυπληθέστερων επίδοξων αντιπάλων, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος του προϋπολογισμού τους να απορροφάται από τον τομέα της άμυνας. Η ελληνοισραηλινή προσέγγιση φέρνει την χώρα μας προ νέων ευθυνών και στόχων.

Η Μέση Ανατολή παύει να είναι μία ακόμη μακρινή περιοχή της οποίας τα τεκταινόμενα τα παρακολουθούμε αδιάφορα, αλλά γίνεται μία περιοχή ζωτικών μας πλέον συμφερόντων, στις εξελίξεις της οποίας πρέπει να αρχίσουμε να λαμβάνουμε μέρος σιγά σιγά. Η εστίαση των ελληνικών πρωτοβουλιών θα έπρεπε να επικεντρωθεί στα προβλήματα που αφορούν την παρουσία του ισραηλινού κράτους στην ευρεία περιοχή του, και ως μόνο μέλος της ΕΕ στην γειτονιά, να προωθήσει μία συγκεκριμένη ατζέντα. Αυτή η ατζέντα πρέπει να στοχεύσει σε τρεις ενότητες: Δυτική Όχθη-Ιερουσαλήμ, Υψώματα Γκολάν, και σχέδιο γενικής συνεργασίας.

Προτάσεις για την ανάληψη ελληνικού διαμεσολαβητικού ρόλου στην περιοχή.

Η Ελλάδα ως μοναδικό μέλος της ΕΕ στην περιοχή, θα μπορούσε να εκπονήσει ένα σχέδιο που να αναλαμβάνει μία σειρά προτάσεων για την δημιουργία μίας μόνιμης διευθέτησης των προβλημάτων στην περιοχή, η οποία θα ήταν αποδεκτή από όλα τα μέρη.

Στο ζήτημα της Δυτικής Όχθης και Γάζας, είναι κατανοητό ότι όλοι πρέπει να κάνουν τις παραχωρήσεις τους. Το σχέδιο του Έχουντ Μπάρακ του 2000 ήταν και το πιο γενναίο σχέδιο που θα μπορούσε ποτέ να προσφέρει μία ισραηλινή κυβέρνηση. Η Παλαιστινιακή Αρχή υπό τον Αραφάτ το αρνήθηκε τότε, απαιτώντας να προστεθεί ο όρος της επιστροφής όλων των Αράβων προσφύγων, κάτι που δεν μπορεί να αποδεχθεί καμία ισραηλινή κυβέρνηση. Η γενιά όμως του Αραφάτ και των πρωταγωνιστών των ιδρυτικών πολέμων του Ισραήλ έκλεισε βιολογικά τον κύκλο της, και ο ρεαλισμός αρχίζει και κάνει την εμφάνισή του στους Άραβες της περιοχής. Από την άλλη πλευρά, το Ισραήλ γνωρίζει ότι τα ψηφίσματα του ΟΗΕ 478 και 2334 που κρίνουν ως παράνομες τις εποικίσεις στα κατεχόμενα όπως και την προσάρτηση της ανατολικής Ιερουσαλήμ, θέτει φραγμούς που δύσκολα θα μπορέσει να υπερκεράσει μία ισραηλινή κυβέρνηση, κάτι που διακρίνουμε ακόμη και στην πολιτική του ίδιου του Νετανιάχου. Επίσημα, η κυβέρνηση Νετανιάχου εξαργύρωσε την αναβολή των επικοισμών στην Δυτική Όχθη με την αναγνώριση από τα ΗΑΕ, και την υπογραφή Συμφώνου συνεργασίας. Η διαιώνιση αυτής της κατάστασης κοστίζει σε χρήμα, αίμα, νεύρα. Οι κοινωνίες και των δύο πλευρών έχουν κουραστεί, χρειάζονται μόνον  μια πρωτοβουλία που θα τους δώσει την αφορμή που χρειάζονται να έρθουν σε συνεννόηση.

Ένα ειρηνευτικό σχέδιο θα κινούταν στις εξής γραμμές:

Το Ισραήλ πρέπει να επιτρέψει την δημιουργία βιώσιμης πολιτικής και οικονομικής οντότητας των Αράβων. Η συνέχιση της σημερινής καταστάσεως παράγει απελπισμένους νέους που τελειώνουν τρομοκράτες. Θα δημιουργούταν Παλαιστινιακό κράτος με δικό του στρατό και δυνάμεις ασφαλείας, κεντρική τράπεζα, και δικό του νόμισμα σε περίπτωση που θα το επέτρεπαν τα αποθεματικά του σε συνάλλαγμα. Οι εβραϊκοί οικισμοί θα υπάγονταν στο Παλαιστινιακό κράτος, αλλά σε καθεστώς πλήρους αυτονομίας, και στις περιοχές τους θα ήταν εγκατεστημένες βάσεις του ισραηλινού στρατού. Πρωτεύουσα θα ήταν η Ιεριχώ ή η ανατολική Ιερουσαλήμ. Παρόλα αυτά η Ιερουσαλήμ θα παρέμενε πρωτεύουσα του Ισραηλινού κράτους. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ιστορική τους  πρωτεύουσα στους Εβραίους, μία πρωτεύουσα που ξανακέρδισαν μετά από αιματηρό πόλεμο. Θα υπήρχε ελεύθερη είσοδος στους Άραβες, ενώ η Παλαιστινιακή Αρχή θα μπορούσε αν ήθελε να εγκαταστήσει εκεί την διοικητική της αρχή. Ένα υπερταμείο θα αναλάμβανε τις αποζημιώσεις όσων Αράβων έχασαν τις περιουσίες τους κατά την διάρκεια της αραβικής εξόδου από το Ισραήλ. Τα δύο κράτη θα μπορούσαν να συλλειτουργήσουν σε κοινό συνομοσπονδιακό σύστημα με δύο κρατικές οντότητες, στο παράδειγμα του Ηνωμένου Βασιλείου. Θα μπορούσε να ιδρυθεί κοινή τράπεζα και συνοριακές μονάδες ή και κοινή τελωνειακή αρχή. Ανά περιοχή θα μπορούσαν να υπάρχουν και κοινές διπλωματικές αρχές. Το κράτος αυτό θα ονομάζοταν Ισραήλ, και με πρωτοβουλια και εισήγηση της Ελλάδος, θα προτείνοταν η είσοδός του στην ΕΕ, δημιουργώντας νέους ορίζοντες για τον πληθυσμό του, τόσο τον εβραϊκό όσο και τον αραβικό. Η προοπτική μιας πολιτικής σταθερότητος και οικονομικής ανάπτυξης θα ήταν η κυριότερη βάση πάνω στην οποία μπορεί να λειτουργήσει ομαλά ένα τέτοιο σχέδιο. Παράλληλα η Ελλάδα θα αναβαθμίζονταν γεωπολιτικά στην περιοχή, ενώ μέσα στους κόλπους της ΕΕ θα μπορούσε να εγκαταστήσει έναν άξονα κοινών συμφερόντων.

Στο ζήτημα των υψωμάτων του Γκολάν, η Ελλάδα θα πρέπει να προωθήσει τάχιστα την δική της ατζέντα. Έχοντας παραδοσιακά καλές σχέσεις με το καθεστώς Άσαντ, η Ελλάδα έχει την δυνατότητα και τις προσβάσεις στην συριακή ηγεσία να δημιουργήσει το κατάλληλο κλίμα συνεννόησης. Η πρόταση μου έχει ως εξής.

Τα υψώματα επιστρέφουν στην Συρία, ο συριακός στρατός αναλαμβάνει την φύλαξη των συνόρων, οι εβραϊκοί οικισμοί όμως παραμένουν. Στο έδαφός τους θα υπάρχουν ισραηλινές στρατιωτικές βάσεις, οι εβραϊκοί οικισμοί θα έχουν δική τους αστυνομία, θα υπάγονται όμως φορολογικά και οικονομικά στο συριακό κράτος. Τα κέρδη και για τις δύο πλευρές θα είναι πολλαπλά. Η Συρία θα αναγνώριζε το Ισραήλ και θα οργανωνόταν κοινό γραφείο ανταλλαγής πληροφοριών για την ασφάλεια της περιοχής, και θα παραιτούνταν από κάθε στήριξη τρομοκρατικών ομάδων. Σε αντάλλαγμα, η Συρία θα απολάμβανε ένα προτιμησιακό τελωνειακό καθεστώς με την ΕΕ ανάλογο με αυτό που απολαμβάνει σήμερα η Τουρκία.

Σε μία προσπάθεια γενικότερης ανάπτυξης της περιοχής, η Ελλάδα μπορεί να αναλάβει τις επί μέρους συνεννοήσεις με τις τοπικές κυβερνήσεις, ώστε να μπουν τα θεμέλια μιας γενικής οικονομικής εξέλιξης σε καθορισμένα πλαίσια, όπως είναι τελωνειακή σύνδεση τύπου Μπενελούξ, κοινό ταμείο επενδύσεων, οικονομικά πλάνα, ακόμη και κοινά θεσμικά όργανα κατά το πρότυπο των σκανδιναβικών χωρών. Στο τέλος θα δημιουργούταν μία μικρή ΕΕ της Μέσης Ανατολής, αποτελούμενη από το Ισραήλ, την Παλαιστινιακή Αρχή, τον Λίβανο, την Συρία, και την Ιορδανία. Η οικονομία όταν βαδίζει καλά είναι ο ισχυρότερος εχθρός των ταραχών και του πολέμου. Κανείς δεν θέλει να ρισκάρει ότι έχει αποκτήσει με την δουλειά του. Η Συμφωνία μεταξύ Ισραήλ και ΗΑΕ δείχνει ότι οι ηγέτες της περιοχής αρχίζουν να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες παρά το ρίσκο, προκειμένου να δώσουν πραγματιστικές λύσεις στα προβλήματα της περιοχής. Η Ελλάδα είναι σε θέση να παίξει τον ρόλο της γέφυρας μεταξύ των χωρών της περιοχής και της ΕΕ, και να προωθήσει πρωτοβουλίες που τα αποτελέσματα τους θα είναι ευεργετικά για όλες τις πλευρές, αρκεί να τολμήσουν όλοι.

Facebook Comments