Διανύουμε τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου. Τα μπάνια του λαού, το μεσημεριανό ραχάτι στα εξοχικά σπίτια των ιδιοκτητών, τα σώματα τα ανακατεμένα με αρμύρα και άμμο της νησιωτικής χώρας, τα πανηγύρια των πολιτιστικών συλλόγων,  η μυρωδιά από τα γεμιστά – κυβερνητική δέσμευση – της νοικοκυράς, αυτή η  πολιτισμική σημειολογία της εγχώριας κανονικότητας πνέει τα λοίσθια.   

Η επιστροφή στην εργασία μπορεί να έχει ξεκινήσει αλλά ποτέ πραγματικά δεν μπαίνει ο χειμώνας όσο οι φωτογραφίες διακοπών στα κοινωνικά δίκτυα συνεχίζουν να ανεβαίνουν, όσο η ακτοπλοΐα προσφέρει τακτικά δρομολόγια από και προς άγονες γραμμές.  Λίγο ακόμα, μερικές μέρες πριν μπει ο κακορίζικος Σεπτέμβρης και αρχίσουν οι γείτονες να μας εύχονται κατάμουτρα «καλό χειμώνα», ρουφάμε τη ζωή με το σωληνάκι του οξυγόνου έχοντας φυλακίσει στο ερμάριο όλους τους φακέλους από τα χρέη του ΟΑΕΕ, αψηφώντας τις απειλές ότι, πολύ σύντομα, ο ΕΝΦΙΑ θα αναγεννηθεί από τις Συριζαϊκές στάχτες του.  Γιατί τι άλλο να έχει καταντήσει η ζωή από μια οικονομική υποχρέωση, μια δόση της οποίας η αποπληρωμή δεν ολοκληρώνεται ποτέ: ξεκινάμε από μια ρύθμιση και καταλήγουμε σε μια ρύθμιση – το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Αυγουστιάτικες διακοπές (για να παραφράσουμε τον πρόλογο της Ασκητικής).

Όσοι από εμάς είμαστε ελεύθεροι επαγγελματίες γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ο Σεπτέμβρης είναι ένα αδηφάγο τέρας.  Όχι απλώς πρέπει να οργανώσουμε τις λεπτομέρειες μιας ολόκληρης σεζόν με πολύ λιγότερους πόρους και αποθέματα (κυρίως ψυχικά) αλλά και να προβάλλουμε με παρρησία τον εαυτό μας στο μέλλον: αξίζει να συνεχίσω να προσπαθώ ή να το βάλω επιτέλους το λουκέτο;  Είτε με δειλά, είτε με τολμηρά βήματα μπροστά, δεν υπάρχει καμία ελπίδα, δεν αχνοφαίνεται καμιά εναλλακτική.  Κι αν οι γκουρού του μάρκετινγκ και του γίνε-σούπερ-επιτυχημένος-σε-επτά-βήματα μας διαβεβαιώνουν ότι είναι υγιές και θεμιτό για έναν δημιουργικό άνθρωπο να μεταλλάσσεται, να προχωρά, να τολμά διαφορετικά project (σε κάποια άλλη χώρα πάντα), φευ, να αντιμετωπίζει την απόλυση ως ευκαιρία, η αγορά είναι κλινικά νεκρή και οι άνω των σαράντα ετών – αν και στο άνθος της ηλικίας τους – βρίσκονται στο ναδίρ των επαγγελματικών ευκαιριών και της επιλεξιμότητας για εργασία.

Δεν υπάρχει τίποτα να μας περιμένει από την αξιοπρέπεια των κουπονιών του σούπερ μάρκετ και των κοινωνικών φροντιστηρίων με δώρο μια δωρεάν κατήχηση στην ηθική ανωτερότητα της αριστεράς.

Παλιά περιμέναμε με ρομαντισμό τα πρωτοβρόχια, σήμερα περιμένουμε με σοκ και δέος την φοροκαταιγίδα.  Υπάρχουν και σχετικά διαφημιστικά σποτ στη μικρή οθόνη στα οποία η μουσική υπόκρουση είναι πάντα θρίλερ.   

Τη βγάλαμε και σήμερα χωρίς το ραβασάκι της εφορίας, λίγη ανεμελιά από εδώ, ένα διάλειμμα εκεί, να μετρήσουμε όλες τις μικρές πολυτέλειες της ζωής, τις φευγαλέες στιγμές κατά τις οποίες το μυαλό ξεκουράζεται από το άγχος των οφειλών.  Η βουτιά στη θάλασσα χλιδή, οι καλοί φίλοι γύρω από το τραπέζι ευδαιμονία.  Η καθημερινότητά μας κάνει κύκλους γύρω από την ίδια αγωνία και η ευτυχία είναι συνώνυμη της καθυστέρησης στην αποστολή του ΕΝΦΙΑ.   

Κι έτσι περνάνε οι μέρες, οι μήνες και οι εποχές και κάπως έτσι καταστρέφονται ολόκληρες γενιές, περιμένοντας να ακούσουν το ποδοβολητό της ανάπτυξης που φτάνει, με τη βεβαιότητα που είχαν ο Βλαδίμηρος με τον Εστραγκόν ότι ο Γκοντό – του γνωστού θεατρικού έργου –  θα έρθει οπωσδήποτε αύριο.

Facebook Comments