«Η χώρα μπορεί να καταστεί μη κυβερνήσιμη», μας επεσήμανε οικονομικός αναλυτής βαθύς γνώστης της κατάστασης, που επικρατεί σήμερα στην ελληνική αγορά κι οικονομία. «Να σκεφθείς μόνο ότι τους τελευταίους μήνες, ο όγκος των πωλήσεων ακόμα και στα τρόφιμα έχει υποχωρήσει στα επίπεδα της δεκαετίας του 1960. Αυτή είναι η πραγματικότητα, όλα τα άλλα είναι για πυροτεχνήματα για προπαγανδιστικούς λόγους».

Τώρα, που οι αρχικοί…πανηγυρισμοί των κυβερνώντων ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ για την συμφωνία του τελευταίου Eurogroup κόπασαν και η πλήρης ταύτιση Γερμανίας- ΔΝΤ μετά την συνάντηση της Άνγκελα Μέρκελ με την Κριστίν Λανγκάρντ επιβεβαιώθηκε, η κατάσταση αναδύεται όπως ακριβώς την είχαμε περιγράψει από την στήλη αυτή. Άκρως ανησυχητική για το μέλλον της χώρας. Δυστυχώς, οι αποφάσεις που λαμβάνονται, συχνά εν αγνοία μας, πιστοποιούν για μια ακόμα φορά το ελληνικό αδιέξοδο. Αλλά και την κοροϊδία των κυβερνώντων, που μας μιλούσαν για το τέλος της λιτότητας ή το τέλος της κρίσης ενώ στην πραγματικότητα έχουμε εισέλθει σε περίοδο βαθιάς κι άγριας νέας λιτότητας με λίαν αμφίβολη κατάληξη.

Το καθοριστικό γεγονός των τελευταίων ημερών δεν είναι βεβαίως η επιστροφή αυτές τις μέρες της τρόϊκας, που ο ΣΥΡΙΖΑ πανηγύρισε υπερβολικά. Ο ίδιος ΣΥΡΙΖΑ που πριν δύο χρόνια κέρδιζε τις εκλογές υποσχόμενος ότι θα… έδιωχνε την τρόϊκα με τις κλωτσιές. Μακράν το σημαντικότερο γεγονός είναι η από καιρό αναμενόμενη με αγωνία συνάντηση της γενικής διευθύντριας του ΔΝΤ με την καγκελάριο της Γερμανίας. Αυτή πραγματοποιήθηκε την περασμένη Τετάρτη και δυστυχώς επιβεβαίωσε τους μύχιους φόβους των πλέον έγκυρων και σοβαρών αναλυτών. Ότι δηλαδή, η επίτευξη συμφωνίας ανάμεσα στο Βερολίνο και το ΔΝΤ οδηγεί μοιραία στην πλήρη απαξίωση των ελληνικών θέσεων κι απόψεων.

Επί της ουσίας, η Ελλάδα έχασε όλα όσα ζητούσε. Η αρχική άποψη του ΔΝΤ, που ζητούσε άμεση ρύθμιση του χρέους και χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα στο 1,5% υπέρ των απόψεων της Γερμανίας, και προσωπικά του υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε, που απαιτούσε να μετατεθεί για μετά το τέλος του ελληνικού προγράμματος η όποια συζήτηση για το ελληνικό χρέος, δηλαδή για μετά το καλοκαίρι 2018 και βλέπουμε, ανάλογα με την απόδοση των μέτρων, που πρόκειται να ληφθούν. Επίσης επιβεβαιώθηκε ότι απαιτούνται πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% για το 2018, το 2019 και βλέπουμε ανάλογα πάλι με την απόδοση των μέτρων. Τα νέα μέτρα που θα ληφθούν με παρεμβάσεις στο συνταξιοδοτικό (κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις, που θα μειωθούν με τον τρόπο αυτόν κατά 20% σε μέσο όρο) και στο φορολογικό (με μείωση του αφορολογήτου έως και κάτω από τις 6000 ευρώ από τις 12000 που υποσχόταν το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ ότι θα το αυξήσει), μπορεί να εφαρμοσθούν όχι από το 2019 ανάλογα με το αν θα πιάσουμε τον στόχο του 3,5% πρωτογενούς πλεονάσματος αλλά άμεσα, όπως δήλωσε το βράδυ της Τετάρτης η εκπρόσωπος του γερμανικού ΥΠΟΙΚ. Ταυτόχρονα έγιναν δεκτές κι οι αξιώσεις του ΔΝΤ, που είναι επιζήμιες για τα ελληνικά συμφέροντα, για τη λήψη νέων μέτρων λιτότητας, που τουλάχιστον θα είναι 2,7 δις-3,5 δις ευρώ, ενώ δεν αποκλείεται να φτάσουν και τα 4,5 δις ευρώ, όπως ζητεί η κ. Λανγκάρντ. Ενώ η λήψη των όποιων… «αντισταθμιστικών μέτρων» που επικαλείται η ελληνική κυβέρνηση θα γίνει μετά το 2019 κι υπό την προϋπόθεση ότι θα επιτευχθούν πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 3,5% και για το υπερβάλλον ποσόν.

Συγχρόνως, δεν κλείνει ακόμα η β’ αξιολόγηση. Η ελληνική κυβέρνηση υπέθετε ότι αυτή θα μπορούσε να κλείσει γρήγορα, ενδεχομένως κι εντός του Μαρτίου για να μπορέσουν τα ελληνικά ομόλογα να ενταχθούν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ μέσα στον Απρίλιο. Αλλά πηγές των δανειστών, που δεν δείχνουν να βιάζονται, μιλούν τώρα για το νωρίτερο, που θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο τον Μάϊο κι ένταξη στο QE το νωρίτερο τον Ιούνιο 2017. Δηλαδή αφού θα έχει χαθεί το μισό 2017 και ο στόχος για ανάπτυξη 2,5% που έχει τεθεί κι από τις εκτιμήσεις της Κομισιόν είναι προφανές ότι θα έχει χαθεί. Ήδη, η Citigroup προβλέπει ότι η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα χαθεί. Ενώ οι προβλέψεις της για την ανάπτυξη είναι πολύ χαμηλότερες από αυτές της κυβέρνησης, 1,3% για το 2017 κι ακόμα χαμηλότερα, στο 1% για το 2018. Που αν επιβεβαιωθεί οδηγεί δυστυχώς σε αδυναμία εξόδου της Ελλάδας στις αγορές μετά το τέλος του προγράμματος. Με αποτέλεσμα να αναζητηθεί πολύ πιθανόν νέο Μνημόνιο μετά το 2018. 

Facebook Comments