Οι Ευρωπαϊκές προκλήσεις και τρόποι αντιμετώπισής τους
Οι Ευρωπαϊκές προκλήσεις και τρόποι αντιμετώπισής τους
Οι Ευρωπαϊκές προκλήσεις και τρόποι αντιμετώπισής τους
Χανόμαστε στη συζήτηση του πόσα λεφτά θα μας δώσουν και πώς αυτό θα γίνει … χωρίς όρους, με αποτέλεσμα να απέχουμε από μια άλλη, πολύ πιο σημαντική για τις επόμενες γενιές συζήτηση, που αφορά στις θεμελιώδεις προκλήσεις της Ευρωζώνης και ευρύτερα της Ευρώπης.
Κάποια στιγμή αξίζει να συζητήσουμε αυτά τα ζητήματα και στην Ελλάδα. Καταγράφω εδώ μερικές προτάσεις για τις δύο Ευρωπαϊκές προκλήσεις που θεωρώ ότι ξεχωρίζουν.
Α. Ολοκλήρωση ή διάσπαση;
Είναι φανερό ότι η οικονομική και νομισματική ένωση ήταν από κατασκευής μονοδιάστατη, φτιαγμένη για τα «καλοκαίρια».
Το εγχείρημα του Ευρώ δεν έχει επιστροφή χωρίς σοβαρότατες ζημιές για τις χώρες μέλη, μηδεμιάς εξαιρουμένης. Κάνοντας αυτό κατανοητό χρειαζόμαστε άμεσα έναν οδικό χάρτη για να πραγματοποιηθούν τα περισσότερα από τα παρακάτω εντός των επομένων ετών:
Β. Ανταγωνιστικότητα
Η πρώτη ενότητα θα επιφέρει τη σταδιακή ολοκλήρωση της Ευρωζώνης και της Ε.Ε.. Όμως, πέραν των επί μέρους διαφορών, κεφαλαιώδες πρόβλημα είναι η συνολικά χαμηλή ανταγωνιστικότητα και παραγωγικότητα της Ευρωζώνης σε σχέση με άλλες χώρες του κόσμου. Αυτό το πρόβλημα αντιμετωπίζεται με δύο τρόπους:
Μιλώντας εδώ για εξωστρέφεια αναφερόμαστε όχι τόσο στις διασυνοριακές εντός Ευρωζώνης εμπορικές συναλλαγές, αλλά κυρίως στις εξαγωγές από κράτη μέλη προς τρίτες χώρες.
Ο πρώτος άξονας, της καινοτομίας θα αποδώσει μεσο-μακροπρόθεσμα. Ήδη έχει αρχίσει να μπαίνει στους σχεδιασμούς της Ευρώπης με προγράμματα τύπου Jeremy, που παρέχουν δυνατότητα μόχλευσης επιχειρηματικών κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση νεοφυών εξωστρεφών επιχειρήσεων με μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης. Αυτή η κατεύθυνση είναι αναγκαίο να ενισχυθεί και εντατικοποιηθεί, ώστε όλη η Ευρώπη να αποκτήσει επιχειρηματική κουλτούρα και να ξεκινήσει ένας οργασμός επιχειρηματικής καινοτομίας εξαγωγικού προσανατολισμού.
Αντίθετα πρέπει να αλλάξει τελείως το πλαίσιο χρηματοδότησης της έρευνας, το οποίο σήμερα είναι γραφειοκρατικό και παρέχει μεγάλα περιθώρια στρεβλώσεων, διαφθοράς και δράσεων που έχουν συχνά ως μόνο στόχο την απορρόφηση των κονδυλίων. Το άλλοθι της έμμεσης ενίσχυσης των πανεπιστημίων και των ερευνητικών φορέων δεν μπορεί να χρησιμοποιείται πλέον. Ας δοθούν κονδύλια απευθείας σε αυτούς τους φορείς όπου χρειάζεται. Όμως η χρηματοδότηση της Έρευνας πρέπει να έχει απώτερο στόχο να βοηθήσει όλη την κοινωνία, όχι μόνο την ερευνητική κοινότητα. Έχει γίνει σαφές ότι το παρόν μοντέλο δεν οδηγεί σε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα ούτε βιώσιμη ανάπτυξη. Χρειάζονται καθαροί όροι κι εδώ. Είναι κρίμα ένα μεγάλο μέρος του ανθρώπινου κεφαλαίου της Ευρώπης να απασχολείται με προσανατολισμούς που έχουν μηδαμινές ή καθόλου πιθανότητες να πετύχουν διάχυση στην κοινωνία, εμπορικά πλεονάσματα και τελικά παραγωγή πλούτου.
Χρειάζονται περισσότεροι πόροι για έρευνα και ανάπτυξη και κίνητρα ώστε η βιομηχανία να δουλέψει εντατικότερα σε αυτόν τον τομέα. Οι πόροι δεν πρέπει να είναι αμιγώς υπό τη μορφή επιδοτήσεων. Παροχές σε είδος (π.χ. υποδομές) αλλά και φορολογικά κίνητρα μπορούν να είναι περισσότερο αποτελεσματικά σε κάποιες περιπτώσεις. Μόνο με την έρευνα μπορούμε να πετύχουμε ανταγωνιστικότητα χωρίς εγκατάλειψη του κοινωνικού κράτους.. Ωστόσο για να έχει αυτό αποτέλεσμα χρειάζονται εντελώς νέες προσεγγίσεις, καθαροί όροι, λιγότερο γραφειοκρατικές διαδικασίες, περισσότερη σύνδεση με την επιχειρηματικότητα, την κοινωνία και το αποτέλεσμα.
Ο δεύτερος άξονας αφορά στην αναγνώριση ότι εκτός από τα μειονεκτήματα έλλειψης κεφαλαίων και κουλτούρας καινοτομίας που αντιμετωπίζει η Ευρώπη και η Ευρωζώνη σε σχέση με τις ΗΠΑ, η Ευρωπαϊκή οικονομία έχει επιπλέον να ανταγωνιστεί την Ασία (και σταδιακά την Αφρική), στις οποίες η παραγωγικότητα πηγάζει από ένα εντελώς άλλο οικονομικό, αναπτυξιακό, κοινωνικό και πολιτικό μοντέλο. Πόσο ανταγωνιστικά μπορεί να είναι τα Ευρωπαϊκά προϊόντα έναντι αυτών που παράγονται με παιδική εργασία, υπό συνθήκες εξαθλίωσης, εκτεταμένης ρύπανσης, εξάντλησης φυσικών πόρων, μηδενικής ανακύκλωσης, μέχρι και σύγχρονης σκλαβιάς, στις λεγόμενες χώρες χαμηλού κόστους παραγωγής, στις οποίες μάλιστα συχνά εμποδίζεται και η ελεύθερη έκφραση της γνώμης και διακίνηση της πληροφορίας καθώς διοικούνται απολυταρχικά; Πόσο ηθικό και ωφέλιμο είναι να καταναλώνουμε όλα αυτά τα προϊόντα στην
Ευρώπη, συχνά μάλιστα υπό γνωστές Ευρωπαϊκές ή και διεθνείς εμπορικές ονομασίες; Πώς μπορεί να αντισταθμιστεί αυτό το ανεπανάληπτο πεδίο arbitrage;
Η Ευρώπη μπορεί να απαντήσει σε αυτή την πρόκληση με μέτρα που θα κάνουν όλους αυτούς τους παράγοντες καταρχήν ορατούς στους καταναλωτές. Προτείνω άμεσα:
Κανένα προϊόν δεν θα πρέπει να κυκλοφορεί στην Ευρωζώνη, ανεξάρτητα του τόπου που παράγεται (εντός ή εκτός Ευρωζώνης), χωρίς αυτή την πιστοποίηση. Η πιστοποίηση θα λαμβάνεται τόσο για την τοπική παραγωγή όσο και για τα εισαγόμενα προϊόντα με τον ίδιο τρόπο, ώστε να αποτυπώνει ποιοτικούς παράγοντες που σήμερα υπάρχουν σύγχρονοι τρόποι να αποσιωπώνται.
Το παραπάνω σχέδιο μπορεί να αποτελέσει μια ουσιώδη επέκταση το θεσμού του Fair Trade (θα το αποδίδαμε στα ελληνικά ως πρωτοβουλία για «δίκαιο» εμπόριο). Καταρχήν θα κάνει ορατή στον καταναλωτή της Ευρωζώνης τη διαφορά μεταξύ ανταγωνιστικών προϊόντων που παράγονται όμως υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Σε δεύτερο χρόνο μπορούν να θεσπιστούν επιπλέον μέτρα, όπως π.χ. η ελάχιστη κλάση που θα πρέπει να έχει ένα προϊόν σε αυτή την πιστοποίηση για να μπορεί να εισάγεται / διακινείται στην Ευρωπαϊκή αγορά ή και η διαφοροποίηση του ΦΠΑ ανάλογα με την κλάση του προϊόντος κλπ.
Το νέο σήμα θα αποτελέσει αντίβαρο στα προϊόντα που παράγονται υπό απαράδεκτες συνθήκες και υπονομεύουν τελικά και τον Ευρωπαίο πολίτη μέσω της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος, της εξαθλίωσης που δημιουργεί μετανάστευση, του αθέμιτου ανταγωνισμού κλπ. Επιπλέον θα δημιουργήσει κίνητρο για ποιοτική αναβάθμιση της παραγωγής εντός κι εκτός Ε.Ε. Ακόμα θα επιτρέψει στην Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση να αξιοποιήσουν την εσωτερική τους ζήτηση στην ολότητά της ως ισχυρό διπλωματικό και διαπραγματευτικό όπλο, ώστε να ενισχύσουν την θετική πλευρά της παγκοσμιοποίησης και να ελαττώσουν τις αρνητικές επιπτώσεις της.
Οι αποφάσεις για τις παραπάνω προκλήσεις φαίνεται ότι αναβάλλονται επί μακρόν. Άλλοτε υπό το πρόσχημα πρόχειρων μέτρων που «μπαλώνουν» κάποιες «τρύπες», άλλοτε υπό το άλλοθι των πολιτικών αντιδράσεων στα κράτη μέλη, τελικά η Ευρώπη βαδίζει με τα προβλήματά της και αργά αλλά σταθερά υποχωρεί τόσο στον παγκόσμιο ανταγωνισμό όσο και στο κοινωνικό της κράτος. Παράλληλα ο πληθυσμός της γερνάει.
Θαρρώ πως άλλος χρόνος για αναβολές δεν υπάρχει και η συζήτηση για τα παραπάνω πρέπει να ανοίξει. Μια συζήτηση που είναι επιβεβλημένο να μην περιοριστεί μεταξύ ηγετών κρατών – μελών αλλά να φθάσει στους πολίτες αν όχι να ξεκινήσει από αυτούς. Οι μεγάλες προκλήσεις να συζητηθούν για πρώτη φορά σε Ευρωπαϊκό επίπεδο κι όχι κατακερματισμένα στην κάθε χώρα – μέλος με το εκάστοτε, συχνά κοντόφθαλμο, Εθνικό πρίσμα.
Facebook Comments