Η εθνική επέτειος της 28ης Οκτωβρίου του 1940 γιορτάζεται στη χώρα μας ήδη από το 1941. Ήταν τότε μια πράξη αντίστασης φοιτητών και ενός πανεπιστημιακού δασκάλου, όπως μας περιγράφει ο Τσάτσος στη «Λογοδοσία μιας ζωής». Αυτοί οι φοιτητές που γιόρτασαν την πρώτη επέτειο είχαν μεγαλύτερα αδέρφια, άλλους συγγενείς ή γείτονες που πολέμησαν, τραυματίστηκαν ή ακόμη που σκοτώθηκαν στην Αλβανία. Τιμούσαν λοιπόν σε αυτή την επέτειο τον ηρωισμό και το αίμα σχεδόν συνομηλίκων τους. Δεν τιμούσαν νίκη σε πόλεμο, η Ελλάδα ήταν τότε υπό κατοχή και ο στρατός διαλυμένος, ενώ η νίκη των συμμάχων φαινόταν αβέβαιη.

Μετά την απελευθέρωση, η 28η Οκτωβρίου ήλθε να τοποθετηθεί δίπλα στην 25η Μαρτίου ως εθνική εορτή, με το ίδιο τελετουργικό. Μάλιστα, στο πλαίσιο της καθιέρωσης της Θεσσαλονίκης ως συμπρωτεύουσας η στρατιωτική της παρέλαση γίνεται κάθε χρόνο εκεί. Για τις επόμενες γενιές μαθητών η παρέλαση συνέχισε να είναι μια «οικογενειακή εθνική εορτή», αφού παρήλαυναν ή έλεγαν το ποίμα τους (sic) προς τιμήν οικείων τους, πατεράδων, θείων ή γειτόνων που  είχαν πολεμήσει σε έναν ένδοξο πόλεμο και πιθανώς και στην εθνική αντίσταση ή και στον εμφύλιο.

Τα χρόνια πέρασαν και οι πατεράδες έγιναν παππούδες. Για τους μαθητές της περιόδου της Μεταπολίτευσης ήταν πλέον ο παππούς αυτός που είχε πολεμήσει, εν αντιθέσει με το μπαμπά που «τα βρήκε όλα έτοιμα». Αυτή η γενιά των βετεράνων του 40 ήταν από πολλές απόψεις η «σούπερ γενιά» του ελληνικού 20ου αιώνα.  Πέτυχε να ξεχαστεί η εθνική ταπείνωση της Μικρασιατικής Καταστροφής ορθώνοντας το ανάστημα της απέναντι σε Ιταλούς και Γερμανούς, ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη έπεφτε αμαχητί. Πέραν των εθνικών μύθων που δημιούργησε (βλ. Τσόρτσιλ και  ήρωες που πολεμούν σαν Έλληνες) η γενιά αυτή επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την πολιτική ένταξη των επόμενων γενεών. Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει τη φράση «θα τρίζουν τα κόκκαλα του παππού μου αν ψηφίσω δεξιά» ή «δεν ψηφίζω ΠΑΣΟΚ, τιμώ το αίμα των παππούδων μου»;

Εφέτος, ελάχιστοι παππούδες,  ενενηντάχρονοι πλέον, παρέλασαν ανά την Ελλάδα καταχειροκροτούμενοι. Η παρέλαση στην Αθήνα γίνεται τα τελευταία χρόνια ενώπιων ελαχίστων θεατών, αλλά εκατοντάδων αστυνομικών υπό τον φόβο επεισοδίων. Στο Χαλάνδρι ο Δήμαρχος επέλεξε μεταξύ άλλων τον ύμνο του ΕΑΜ, ως μουσική υπόκρουση της παρέλασης στο Δήμο του, ενώ η Περιφερειάρχης Αττικής, από τη μια δίνει συμβολικά τον όρκο των Κορυσχάδων και από την άλλη  εφαρμόζει πρακτικά τον προϋπολογισμό του προκατόχου της.

Η πολιτική αντιπαράθεση φαίνεται να περνά σε επίπεδο συμβολισμού και δυστυχώς ενός συμβολισμού διχαστικού. Και όπως ο Αριστερός Δήμαρχος Χαλανδρίου επέλεξε τον ύμνο του ΕΑΜ, ένας Δεξιός Δήμαρχος αύριο μπορεί να βάλει κάτι σε Ζέρβα ή Μαγγανά. Εικοσιπέντε χρόνια μετά το Νόμο για την απάλειψη των συνεπειών του εμφυλίου που ψηφίστηκε στη Βουλή με εισηγητή τον Παύλο Μπακογιάννη.

Οι σημερινοί μαθητές δεν είχαν παππού που να πολέμησε στην Αλβανία. Οι παππούδες τους ανήκουν σε μια «άκαπνη» γενιά και η εθνική γιορτή έπαψε να είναι «οικογενειακή» και πιο οικεία από την 25η. Για τη δεκαετία του 40  μαθαίνουν στο σχολείο, στα βιβλία, τις ταινίες και το διαδίκτυο, αλλά αν μιλήσεις μαζί τους αντιλαμβάνεσαι ότι δυστυχώς γνωρίζουν ελάχιστα. Ίσως για αυτό τα βήματα των μαθητών στις παρελάσεις να είναι τόσο διστακτικά και μπερδεμένα.

Το ελληνικό κράτος πάντα «γενναιόδωρο» προσέφερε στη γενιά του 40 της δική της εθνική εορτή, δίνοντας πάτημα στους επόμενους να ζητήσουν μια επιπλέον δική τους, τη 17η του Νοέμβρη ή την 24η Ιουλίου. Παράλληλα, αυτή την εορτή την αφιέρωσε στη Βόρεια Ελλάδα, την οποία εποφθαλμιούσαν οι βόρειοι γείτονές μας, όπως αργότερα της έδωσε και ένα Υπουργείο. Επί χρόνια καθένας έπαιρνε τη γιορτή του και το σύμβολό του, όπως ακριβώς έπαιρνε το διορισμό, τη σύνταξη ή το επίδομα.

Σήμερα, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι μαθητές που κανένας προγονός τους δεν πολέμησε με τον ελληνικό στρατό το 40, γιατί πολλοί απλά ζούσαν σε άλλες χώρες και πιθανώς σε άλλες ηπείρους. Είναι τα παιδιά των μεταναστών που δηλώνουν υπερήφανοι Έλληνες και που πλέον έχουμε αποδεχθεί (πλην Χρυσής Αυγής) ότι δικαίως κρατούν τη σημαία μας. Την περίοδο των παχιών αγελάδων ίσως να φτιάχναμε μια ξεχωριστή εθνική γιορτή και για αυτούς. Πιθανώς με έδρα την Ιερά Πόλη Μεσολογγίου την ημερομηνία θανάτου του Λόρδου Μπάιρον!

Στα δικά μας χρόνια, όμως, πρέπει να δούμε πώς θα αξιοποιήσουμε την 25η Μαρτίου  ως εναρκτήρια ημερομηνία της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας. Για να στείλουμε το μήνυμα συμμετοχής και σε αυτά τα παιδιά, τα παιδιά των μεταναστών, και να δώσουμε έμφαση, όχι στις πρόσκαιρες πολεμικές επιτυχίες που οφείλονται τάχα στο «DNA της φυλής μας», αλλά στα συνθετικά χαρακτηριστικά εκείνα της σύγχρονης Ελλάδας.

Της Ελλάδας, που με τη σύσταση της ως κράτος μπόρεσε να φιλοξενήσει Ορθοδόξους, Καθολικούς και Εβραίους, αυτόχθονες και ετερόχθονες, ελληνόφωνους και αρβανιτόφωνους. Μιας Ελλάδας, που υποδέχθηκε 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες το 1922 και σήμερα υποδέχεται τα νέα Ελληνάκια με ξένη καταγωγή. Να επικεντρωθούμε όχι μόνο στις πολεμικές επιτυχίες, αλλά και στις ειρηνικές, δικαιώνοντας έτσι και τις γενιές που δεν κλήθηκαν ποτέ να πολεμήσουν στα πεδία των μαχών.
Όσο για την 28η Οκτωβρίου δεν θα λησμονηθεί αν αλλάξει ο τρόπος εορτασμού της, ούτε όταν πεθάνει και ο τελευταίος πολεμιστής του Αλβανικού έπους, θα λησμονηθεί αν συνεχίσει να μένει άγνωστη στις επόμενες γενιές μαθητών ή αν από σύμβολο ενότητας καταντήσει πεδίο σύγκρουσης συμβόλων στον κεντρικό δρόμο κάθε πόλης και χωριού.

Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος έγραφε για την απόφαση του να απεργήσει την 28η Οκτωβρίου του 1941: «Μου φάνηκε αλήθεια ο πιο σεμνός τρόπος να εορτασθεί χωρίς προκλητικότητα και με αξιοπρέπεια η μέρα αυτή». Αν ζούσε σήμερα θα έλεγε  άραγε το ίδιο για τον τρόπο που τη γιορτάζουμε;

Σίγουρα κάτι πρέπει να αλλάξουμε για να εορτάζεται χωρίς προκλητικότητα και με αξιοπρέπεια η ημέρα αυτή και για να αποκτήσει σταθερότερο βήμα η νέα γενιά, όχι στην παρέλαση, αλλά κυρίως στη ζωή.

Facebook Comments