Σύμφωνα με πληροφορίες του Reuters, η ΕΚΤ μελετά ένα συγκεκριμένο σύστημα για να μεταφέρει τους κινδύνους από μια πιθανή «ποσοτική διευκόλυνση» [quantitative easing (qe)] στα πιο ασθενή κράτη που έχουν και μεγαλύτερη ανάγκη υποστήριξης από τη νομισματική πολιτική , ζητώντας με αυτό τον τρόπο να υπερβεί τις αντιρρήσεις της γερμανικής Bundesbank.

Όπως είναι γνωστό, η Bundesbank αντιτίθεται απολύτως στην αμοιβαιοποίηση των χρεών των κρατών της ευρωζώνης.  Άλλωστε η αρχιτεκτονική της ευρωζώνης έχει κτιστεί πάνω σε αυτή την άποψη.

Η ΕΚΤ αποτελεί το κατ’ εξοχήν παράδειγμα και το υπόδειγμά της ακολουθεί οποιοσδήποτε νέος θεσμός , όπως πχ. αρχικά ο EFSF και στη συνέχεια ο ESM.

Επισταμένα διατηρείται η διακριτή παρουσία των χωρών μελών στο ιδρυτικό κεφάλαιο και επομένως σε κάθε πιθανό κίνδυνο. Επιπλέον η Bundesbank θεωρεί ότι μέσω της διαδικασίας της ποσοτικής διευκόλυνσης τα Κράτη θα αδράξουν την ευκαιρία για να αυξήσουν το δανεισμό τους.

Η ιδέα είναι να επιβάλλει στα πιο αδύνατα κράτη τη δημιουργία ενός κεφαλαιακού αποθέματος ως αντιστάθμισμα για πιθανές απώλειες από τα ομόλογα που θα αγοράσει η ΕΚΤ. Εναλλακτικά, οι αγορές ομολόγων, στο πλαίσιο της  «ποσοτικής διευκόλυνσης» θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν ευθέως από τις Εθνικές ΚΤ, φυσικά κάτω από την καθοδήγηση και τις οδηγίες της ΕΚΤ. Στην περίπτωση που υπάρξουν απώλειες σε βαθμό που να επιφέρουν μειώσεις των κεφαλαίων των Εθνικών ΚΤ , αυτές θα καλυφθούν από τη συνεισφορά κάθε χώρας.

Όπως έχει δηλώσει ο πρόεδρος Μάριο Ντράγκι, μελετούνται οι τεχνικές λεπτομέρειες για μια πιθανή «ποσοτική διευκόλυνση» την οποία οι αγορές αναμένουν το πρώτο τρίμηνο του 2015. Μάλιστα μετά τις εκτιμήσεις (δες συνέντευξη του αντιπροέδρου Vítor Constâncio, στην γερμανική  Wirtschaftswoche  22 December 2015)  ότι ο πληθωρισμός της ευρωζώνης αναμένεται να είναι αρνητικός τους προσεχείς μήνες (λόγω της συνεχιζόμενης πτώσης της τιμής του πετρελαίου) φαίνεται ότι οι διαδικασίες επιταχύνονται. 

Η ιδέα της δημιουργίας κεφαλαιακού αποθέματος σε κάθε χώρα θέτει σε κίνδυνο τις αναμενόμενες θετικές επιδράσεις της ποσοτικής διευκόλυνσης. Βεβαίως πολλά θα εξαρτηθούν από το πώς θα σχεδιαστεί ο μηχανισμός. Πάντως αν κάνουμε ένα πρώτο υπολογισμό των απαιτουμένων κεφαλαίων με βάση τις τιμές των CDS πχ για την Ελλάδα φαίνεται ότι απαιτούνται 3,2 εκατ. δολάρια για την εξασφάλιση ενός δανείου 10 εκατ. δολαρίων. Συνεπώς το υψηλό κόστος θα ήταν ένας αποτρεπτικός παράγοντας για την αποδοχή της ποσοτικής διευκόλυνσης.

Όμως η κατάσταση στην ευρωζώνη δεν επιδέχεται άλλων καθυστερήσεων ούτε «κρυφών» εμποδίων όπως αυτά που σχεδιάζουν, κατά βάση, οι γερμανοί. Οι ΗΠΑ αναπτύχθηκαν με 5,0% το τρίτο τρίμηνο του 2014 ενώ η ευρωζώνη βρίσκεται καθηλωμένη στο 0,2%.
Ο ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες προσδιορισμού του ΑΕΠ , οι επενδύσεις, εξακολουθούν να είναι απολύτως υποτονικές.

Σύμφωνα με την ΕΚΤ (Monthly Bulletin December 2014) η παρατηρούμενη υποτονικότητα των επενδύσεων στη ζώνη του ευρώ είναι έντονη όταν τοποθετείται σε ιστορική προοπτική.  Γενικά η μέχρι σήμερα ανάκαμψη των επενδύσεων είναι σημαντικά βραδύτερη από ό,τι σε προηγούμενες χρηματοπιστωτικές κρίσεις, ενώ έχει περισσότερες ομοιότητες με την πορεία των επενδύσεων μετά από συστημικές κρίσεις.

Παρόλο που αρχικά οι επενδύσεις μειώθηκαν εντονότερα από ό,τι σε προηγούμενες συστημικές κρίσεις, το πρώτο κατώτατο σημείο δεν ήταν τόσο χαμηλό όσο σε μια τυπική συστημική κρίση. Επιπλέον, αφού έφθασαν σε ένα κατώτατο σημείο το 2010, οι επενδύσεις άρχισαν να ανακάμπτουν με ρυθμό παρόμοιο με τον παρατηρούμενο μετά από τις συνήθεις υφέσεις. Αλλά προτού συμπληρωθούν δύο χρόνια ανοδικής πορείας, η έναρξη της κρίσης δημόσιου χρέους έβαλε τέλος στην άνοδο των επενδύσεων και τις οδήγησε σε περαιτέρω μείωση. Έκτοτε, οι ενδείξεις ανάκαμψης είναι λιγοστές. Έτσι, σήμερα οι επενδύσεις βρίσκονται σε επίπεδο περίπου 20% χαμηλότερο σε σχέση με το 2008.

Σε σύγκριση με προηγούμενες χρηματοπιστωτικές και συστημικές κρίσεις, η βραδεία ανάκαμψη των επενδύσεων που παρατηρήθηκε κατά την πιο πρόσφατη κρίση συνέπεσε με ορισμένες οικονομικές συνθήκες που δεν έχουν παρατηρηθεί άλλοτε.

Πρώτον, η δημόσια επενδυτική δαπάνη – συμπεριλαμβανομένων των δαπανών επενδύσεων σε υποδομές – ήταν χαμηλή λόγω της δημοσιονομικής εξυγίανσης και της ανάγκης για απομόχλευση του δημόσιου χρέους.

Δεύτερον, όπως και σε προηγούμενες συστημικές κρίσεις, οι επενδύσεις σε κατοικίες περιορίστηκαν σημαντικά, αλλά ακόμη δεν υπάρχει ουσιαστικά καμία ένδειξη ανάκαμψης.

Τρίτον, η υποτονική δυναμική των επιχειρηματικών επενδύσεων κατά την κρίση δημόσιου χρέους μπορεί να σχετίζεται εν μέρει με την εξέλιξη των εξαγωγών.

Σε πλήρη αντίθεση με όσα συμβαίνουν στην ευρωζώνη , η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση της Ιαπωνίας του Shinzo Abe, αποφάσισε ένα νέο πακέτο δαπανών ύψους 3500δις γιεν (29 δις δολάρια) υπέρ των περιφερειών και των οικογενειών χαμηλού εισοδήματος. Στόχος της κυβέρνησης Abe είναι η μεγέθυνση του ΑΕΠ κατά 0,7% και η αύξηση του πληθωρισμού στο 2,0% με σύγχρονη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Περίπου 1700 δις γιεν θα δαπανηθούν στις πληγείσες περιοχές (περιφέρειες) από τις πρόσφατες φυσικές καταστροφές. 600 δις γιεν για την αναζωογόνηση της οικονομίας και  1200 δις γιεν για τους πολίτες σε οικονομική δυσκολία και στις μικρές επιχειρήσεις που έχουν πληγεί λόγω της οικονομικής συγκυρίας.

Facebook Comments