Την εβδομάδα που μας πέρασε άνοιξε, με κάπως ανορθόδοξο τρόπο, μια συζήτηση γύρω απ’ το αν η Ελλάδα μπορεί να «τυπώσει χρήμα» μονομερώς, σε τέτοιες ποσότητες που να μπορεί να αντιμετωπίσει – βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον – το πρόβλημα αναχρηματοδότησης του δημοσίου χρέους της για τους επόμενους μήνες, έως ότου έρθουμε σε μια συμφωνία με τους δανειστές για την οριστική ρύθμιση του τεράστιου δημόσιου χρέους της χώρας.

Η σύντομη απάντηση στο ερώτημα είναι «Όχι δεν μπορεί, διότι η ΕΚΤ έχει το μονοπώλιο έκδοσης ευρώ». Όμως τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα από αυτό. Σε κάθε περίπτωση, όμως, στις συνθήκες αποπληθωρισμού χρέους και παγίδας ρευστότητας όπως αυτές που βιώνουμε στην Ευρώπη, ακόμα και 500 δις € να «τύπωνε» αύριο η ΕΚΤ δε θα αυξανόταν απαγορευτικά ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη.

Οι κεντρικές τράπεζες του ευρωσυστήματος έχουν το δικαίωμα να «τυπώσουν» ευρώ εκτός ισολογισμού (off balance sheet) της ΕΚΤ, κάνοντας νομισματικές πράξεις εκτός ευρωσυστήματος, υπό την αυστηρή προϋπόθεση μη αρνησικυρίας από μια αυξημένη πλειοψηφία 2/3 του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ, που θα θεωρήσει ότι μια τέτοια ενέργεια αντιτίθεται στους σκοπούς της Νομισματικής Ένωσης. Ουσιαστικά, οι κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης έχουν δικαίωμα να αυξήσουν τη νομισματική βάση δανείζοντας σε εμπορικές τράπεζες με ή χωρίς εγγύηση από τις τελευταίες (και με ανάλογο επιτόκιο, που θα ενσωματώνει το ρίσκο μη αποπληρωμής) ή κάνοντας ποσοτική χαλάρωση, δηλαδή αγοράζοντας περιουσιακά στοιχεία όπως ομόλογα ή τιτλοποιημένα ενυπόθηκα δάνεια στη δευτερογενή αγορά με λογιστική παραγωγή νέου χρήματος.

Κάθε τέτοια νομισματική πράξη ενέχει, όπως είναι φυσικό, αυξημένο ρίσκο για μια κεντρική τράπεζα, διότι αν αυτή κάνει υπερβολικά ανοίγματα που ο ισολογισμός της δεν είναι ικανός να αντέξει, τότε (θεωρητικά τουλάχιστον) δε θα έχει δικαίωμα σε άμεση πιστωτική γραμμή από το ευρωσύστημα και μπορεί κάλλιστα να προκύψει σενάριο bail in (δηλαδή κουρέματος καταθέσεων με συνεπακόλουθους περιορισμούς αναλήψεων), όπως έγινε στην Κύπρο το Μάρτιο 2013 λόγω υπερβολικής αύξησης του δανεισμού με ELA (Emergency Liquidity Assistance). Εννοείται ότι αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρόκειται για χρηματοπιστωτικό Αρμαγεδδώνα, με ευρύτατες, καταστροφικές και πιθανότατα ασύμμετρες συστημικές επιπτώσεις.

Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, το κλειδί για την ενεργοποίηση μιας τέτοιας διαδικασίας επαφίεται στα χέρια της ΕΚΤ και των διοικητών των κεντρικών τραπεζών του ευρωσυστήματος. Μπορεί ασφαλώς να ενεργοποιηθεί, εφόσον θεωρηθεί από τους παραπάνω ότι πρέπει να θεραπευθεί μια οξεία και βραχυπρόθεσμη κρίση ρευστότητας (όπως συμβαίνει και με τον ELA): αυτό πράγματι συνέβη στην Ιρλανδία στην αρχή της κρίσης, με τη συμφωνία της ΕΚΤ, προκειμένου να αναχαιτισθεί το φαινόμενο ντόμινο στις τράπεζές της που είχαν υπερεκτεθεί σε χρηματοοικονομικά παράγωγα μειωμένης εξασφάλισης, μετακυλίοντας το τραπεζικό χρέος στους φορολογούμενους πολίτες. Δεν μπορεί όμως να χρησιμοποιηθεί απλώς ως ανέξοδο παράθυρο ευκαιρίας για παράκαμψη των περιορισμών ρευστότητας που αντιμετωπίζει ένα κράτος μέλος της ευρωζώνης λόγω των κοινών κανόνων της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, διότι αλλιώς ο ηθικός κίνδυνος (δηλαδή η υπερβολική ανάληψη ρίσκων με τη σιγουριά ότι κάποιος άλλος παίκτης θα τα καλύψει προ του ενδεχομένου συστημικής κατάρρευσης) θα πήγαινε περίπατο. Μόνο μια ποσοτική χαλάρωση από την ίδια την ΕΚΤ χωρίς προκαθορισμένα ανώτατα όρια είναι ικανή να επιφέρει κάποιο θετικό αποτέλεσμα.

Εντέλει η όλη συζήτηση, όπως και αυτή γύρω από ένα υποτιθέμενο Grexit, είναι εντελώς αντιπαραγωγική διότι παρακάμπτει το ουσιαστικό πρόβλημα της Ελλάδας και συνολικότερα του Ευρωπαϊκού Νότου: με έκτακτες (όπως ο ELA) ή ασύμμετρες (όπως μια έξοδος απ’ την ευρωζώνη) κινήσεις δεν αντιμετωπίζεται η κρίση αποεπένδυσης, η οποία καθηλώνει τις εθνικές οικονομίες σε μακροχρόνιο μαρασμό.

Facebook Comments