Σε 7,6 δις. ευρώ «σκαρφάλωσε» το πρωτογενές πλεόνασμα στο 11μηνο (Ιανουάριος-Νοέμβριος 2018) του έτους, ποσό που αντιστοιχεί σε άνω του 4% του ΑΕΠ.  Από τη μια πλευρά η κυβέρνηση πανηγυρίζει για την επίτευξη και υπέρβαση των δημοσιονομικών στόχων προσθέτοντας άλλη μια «επιτυχία» στο πάλκο της, από την άλλη σύσσωμη η αντιπολίτευση εξαπολύει βολές. Ποιά είναι η αλήθεια;

Πού οφείλεται το πλεόνασμα-μαμούθ

Αν «ακτινογραφήσει» κανείς τα στοιχεία του πρωτογενούς πλεονάσματος, θα δει ότι αυτό επετεύχθη για δύο λόγους : Λόγω αύξησης των φορολογικών εσόδων και συγκράτησης της αύξησης των κρατικών δαπανών.

Η αύξηση των φορολογικών εσόδων είναι ο βασικός παράγοντας και δεν οφείλεται στην δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης αλλά στη βελτίωση της οικονομίας που απλά έχει βγει από τον στάδιο της ύφεσης στον οικονομικό κύκλο και έχει περάσει σε αυτό της ανάπτυξης. 

Όσο η οικονομία βγαίνει από το σκοτεινό τούνελ της ύφεσης, με τόσο υψηλότερους ρυθμούς θα αυξάνονται τα φορολογικά έσοδα. Η άνοδος της ιδιωτικής κατανάλωσης σε σχέση με τρία έτη πριν τραβά προς τα πάνω τα έσοδα από φόρους κατανάλωσης αλλά και τα έσοδα από φόρους επιχειρήσεων.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Παράλληλα η υποχώρηση της ανεργίας αυξάνει τα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές και επειδή εμμέσως αυξάνει το εισόδημα και κατ’ επέκταση την ιδιωτική κατανάλωση, οδηγεί σε άνοδο και τα έσοδα από φόρους κατανάλωσης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η «ανάρρωση» της οικονομίας οδηγεί ωστόσο και σε μείωση των λεγόμενων κοινωνικών κρατικών δαπανών. Οι ανάγκες για δαπάνες για επιδόματα ανεργίας μειώνονται καθώς αποκλιμακώνεται η ανεργία. Οι ανάγκες για επιδόματα φτώχειας και άλλα κοινωνικά επιδόματα επίσης μειώνονται όσο η οικονομία βγαίνει στο ξέφωτο και το ποσοστό φτώχειας υποχωρεί.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τα «εγκληματικά λάθη» της κυβέρνησης: Οι δυσθεώρητοι φορολογικοί συντελεστές

Σε μια χώρα όπου ένα στα δύο νοικοκυριά είναι υπερχρεωμένα και που κατέχει το χρυσό μετάλλιο στο βάρθρο της υπερφορολόγησης, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ βάζει τρικλοποδιά στα φορολογικά έσοδα με το να κρατά τόσο υψηλά τους φορολογικούς συντελεστές. Κι αυτό διότι κρατά την ιδιωτική κατανάλωση δέσμια των υψηλών φορολογικών συντελεστών, δεν την αφήνει να σημειώσει περαιτέρω άνοδο. Έτσι χάνει και φορολογικά έσοδα από την κατανάλωση και όχι μόνο. Απώλεια εσόδων υφίσταται και από το δυσβάσταχτο συντελεστή του 29% ρίχνοντας νερό στο μύλο της φοροαποφυγής, της φοροδιαφυγής και εκτινάσσοντας τις φορολογικές οφειλές προς το κράτος αλλά και μειώνοντας τις επενδύσεις.

Η εξήγηση ακούει στο όνομα καμπύλη Laffer : Μετά από κάποιο επίπεδο φορολογικού συντελεστή, όχι μόνο δεν πετυχαίνεις υψηλότερα φορολογικά έσοδα, αλλά στερείς έσοδα από φόρους από το κράτος.

 

 

 

 

 

 

 

 

Οι επιπτώσεις του υπερπλεονάσματος στην οικονομία

Άλλο ένα εγκληματικό λάθος είναι η δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης ισόβια σχεδόν σε υψηλά πλεονάσματα και μάλιστα μέχρι το 2022 σε 3,5% του ΑΕΠ. Είναι σα να απαιτείς από τον κοκκαλιάρη ασθενή που βγήκε από την εντατική να κάνει διαίτα για να χάσει κιλά. Ένα χαμηλότερο πλεόνασμα της τάξης του 1% θα ήταν προτιμότερο και θα βοηθούσε την ελληνική οικονομία.

Από τη στιγμή που όμως η κυβέρνηση έπιασε τον στόχο του 3,5%, έπρεπε να επανεπενδύσει το υπόλοιπο 0,7% του πλεονάσματος στην οικονομία, ήτοι 1,2-1,3 δις περίπου. Μεγαλύτερο πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα θα είχε να κατευθυνθεί αυτό το ποσό σε παραγωγικές δαπάνες όπως δημόσιες επενδύσεις ή σε επιδοτήσεις απασχόλησης σε επιχειρήσεις και επιδοτήσεις ιδιωτικών επενδύσεων. Αντίθετα η κυβέρνηση προτίμησε τις μεταβιβαστικές δαπάνες που έχουν μικρότερο πολλαπλασιαστικό όφελος και μάλιστα μόλις 710 εκατ. ευρώ.

Facebook Comments