Η διοίκηση ενός κράτους δεν διαφέρει ιδιαίτερα από την διοίκηση μιας επιχείρησης. Χρειάζεται προγραμματισμός, υλοποίηση, έλεγχος, διαπραγματεύσεις, επίλυση διαφορών, διαχείριση εσόδων, διαχείριση εξόδων κ.α. Αυτό που διαφοροποιεί ένα κράτος από μια επιχείρηση είναι η προέλευση των εσόδων του: ενώ μια επιχείρηση (ή ένας άνθρωπος) λαμβάνει χρήματα τα οποία του δίνουν οικειοθελώς (έναντι μια υπηρεσίας ή προϊόντος) άλλοι άνθρωποι, το κράτος λαμβάνει χρήματα υπό την απειλή ασκήσεως βίας: όποιος δεν καταβάλει το ποσόν που ορίζει το κράτος, θα τοποθετηθεί βιαίως στην φυλακή.

Η δυνατότητα αυτή, έχει δώσει ίσως την εντύπωση ότι τα έσοδα του κράτους δύνανται να είναι απεριόριστα: καθώς οι πολίτες δεν έχουν άλλη επιλογή, το κράτος θα μπορεί πάντοτε να λαμβάνει όσα χρήματα χρειάζεται για να καλύπτει τα έξοδα του, επιβάλλοντας νέους φόρους. Κατά την αντίληψη αυτή, το κράτος δεν υπόκειται στους «περιορισμούς της αγοράς». Ως συνέπεια της ανωτέρω αντίληψης, η διοίκηση του κράτους γίνεται χωρίς την αίσθηση της σπανιότητος. Οι διοικούντες το κράτος «χάνουν» τρόπον τινά την αίσθηση ότι διοικούν (δηλαδή επιδιώκουν αποτελέσματα) μεταχειριζόμενοι περιορισμένους πόρους.

Ορισμός φόρου

Θα μπορούσαμε να ορίσουμε την λέξη φόρος ως μια βίαιη (ή υπό την απειλή ασκήσεως βίας) μεταβίβαση χρηματικών μονάδων από έναν άνθρωπο σε έναν άλλον. Ο λαμβάνων τα χρήματα μπορεί να χρησιμοποιήσει τα χρήματα αυτά με οιονδήποτε τρόπο (π.χ. πληρωμή μισθών, βοήθεια προς πτωχούς, πληρωμή ενοικίων, πληρωμή γευμάτων κ.α.). Ωστόσο, ο τρόπος χρησιμοποίησης των χρημάτων δεν αναιρεί τον χαρακτήρα κτήσεως αυτών.

Οι συνέπειες της φορολόγησης

Εκ διοικητικής σκοπιάς, η φορολόγηση σημαίνει ότι περισσότερα χρήματα θα διαχειρίζονται «κεντρικά» και λιγότερα από τους ανθρώπους για τις δραστηριότητες τους. Με άλλες λέξεις, δια της φορολογήσεως έχουμε μια συγκεντροποίηση της διοίκησης στον «πυρήνα» της οικονομικής δραστηριότητος (το κράτος), οι διοικούντες το οποίο θα πρέπει να λάβουν πολλές περισσότερες αποφάσεις και για μεγαλύτερα χρηματικά ποσά. Αυτό επιφέρει μια γραφειοκρατικοποίηση και δυσλειτουργία της διοικήσεως, καθώς, όχι μόνο οι θεωρούμενες ως σημαντικές αποφάσεις, αλλά και πλήθος άλλων, λαμβάνονται υπό των διοικούντων το κράτος. Εν αντιθέσει με τις σύγχρονες επιχειρήσεις, οι οποίες, για να εξασφαλίσουν οικονομική ευρωστία, κρατούν στον «πυρήνα» μόνο τις πολύ σημαντικές αποφάσεις, το κράτος, λόγω της ιδιαιτερότητας αυτού ως προς το τρόπο απόκτησης εσόδων, συγκεντρώνει όλο και περισσότερες δραστηριότητες καθώς περνούν τα χρόνια.

Εκ ψυχολογικής σκοπιάς, η φορολόγηση ατονεί την οικονομική δραστηριότητα των ανθρώπων. Κάθε άνθρωπος, γνωρίζοντας ότι δεν θα κρατήσει το σύνολο της αμοιβής του, αλλά ένα ποσοστό αυτής, έχει μικρότερο κίνητρο να εργαστεί καλλίτερα, να καινοτομήσει, να αποκτήσει περισσότερους πόρους, καθώς δεν του επιτρέπεται να τους διατηρήσει εξ ολοκλήρου. Επομένως, σε μία οικονομία με φορολόγηση παράγονται λιγότεροι πόροι, και, καθώς αυξάνεται η φορολόγηση, όλο και λιγότεροι πόροι θα είναι διαθέσιμοι. Επειδή δε η φορολόγηση είναι ένα ποσοστό των πόρων αυτών, αναλόγως θα μειώνονται και τα έσοδα από την φορολογία. Λόγω των μειωμένων εσόδων, το κράτος μπορεί να αυξήσει τους συντελεστές φορολόγησης ή να επιβάλλει νέους φόρους. Αυτό θα οδηγήσει στην περαιτέρω μείωση των παραγομένων πόρων, και ούτω καθ’ εξής.

Εξ ηθικής σκοπιάς, ο φόρος εμπίπτει στην κατηγορία της ληστείας. Όπως ο ληστής, υπό την απειλή ασκήσεως βίας, λαμβάνει από τον απειλούμενο κάποιο χρηματικό ποσό, ομοίως και το κράτος ενεργεί. Υπ’ αυτή τη σκοπιά η πληρωμή φόρου μπορεί να θεωρηθεί ως το αντίτιμο της ελευθερίας: πληρώνει κάποιος φόρο για να μείνει εκτός φυλακής. Το γεγονός ότι το κράτος ή ο ληστής μπορεί να επιστρέψουν στους ληστευθέντες ένα ποσοστό των όσων έλαβαν δια της απειλής ασκήσεως βίας, προς κάλυψη κάποιων αναγκών τους, δεν αναιρεί τον χαρακτήρα απόκτησης τους. Δια της φορολόγησης και της ληστείας, οι άνθρωποι προσβλέπουν στην απόκτηση αγαθών, όχι εκ των δυνάμεων τους, αλλά αποσπώντας αυτά από τους συνανθρώπους τους.

Δανεισμός: μια αναβολή του αυτοπεριορισμού

Παρατηρεί κανείς ότι ακόμη και το κράτος, με την δυνατότητα χρήσεως βίας, δεν μπορεί να ενεργεί «ανεξέλεγκτα». Οι πολίτες του (η αποκαλούμενη «αγορά») προσαρμόζουν την συμπεριφορά τους στις εκάστοτε συνθήκες και παράγουν λιγότερα: δεν αποτελούν αειφόρα πηγή εσόδων. Τοιουτοτρόπως, το «προνόμιο» ασκήσεως βίας της επιχείρησης «κράτος» εν τέλει προσκρούει στα λογικά όρια του.

Εν απουσία δανεισμού, το κράτος θα υποχρεούτο να αντιστρέψει τα όσα έπραξε: να απαλείψει τους νέους φόρους που επέβαλε και να αποδεσμεύσει τους πόρους που απέκτησε με τον τρόπο αυτό (κτήρια, εργαζομένους, δραστηριότητες). Ο ρόλος του δανεισμού στην περίπτωση αυτή είναι να επιτρέψει να μην αναγκαστούν οι διοικούντες το κράτος να αναστρέψουν την πορεία των ενεργειών τους. Λαμβάνοντας δια δανεισμού χρήματα τα οποία δεν μπορούν να λάβουν δια της φορολογήσεως (ακόμη και έχοντας την δυνατότητα να  ασκήσουν βία), αναλαμβάνουν να αποπληρώσουν το ληφθέν δάνειο δια μελλοντικής ασκήσεως βίας (φορολόγησης). Τοιουτοτρόπως δημιουργείται, για ορισμένα έτη, η εντύπωση ότι όλα βαίνουν καλώς.

Όμως, όταν φθάνει η στιγμή της αποπληρωμής του κόστους των αποκτηθέντων πόρων (κτήρια, εργασία, δραστηριότητες), λόγω αδυναμίας αποπληρωμής των δανείων μέσω φορολόγησης, αποδεσμεύεται μεγάλος αριθμός πόρων ταχέως προς αποπληρωμή των χρεών, επιφέροντας σωρευτικά τις αναπόδραστες συνέπειες της φορολόγησης.

Facebook Comments