Παράταση της χαλάρωσης των δημοσιονομικών κανόνων, και σε ποια μορφή, ή επέλαση της σκληρής λιτότητας στην ευρωζώνη η οποία είναι αντιμέτωπη με ένα τσουνάμι χρέους και άρα νέα κρίση; Αυτό είναι το μεγάλο δίλημμα με τον οποίο είναι αντιμέτωπες οι ευρωπαϊκές αρχές, οι οποίες εκτός από τον πονοκέφαλο και την μεγάλη ανησυχία που αποτελεί το «πότε» της ενεργοποίησης του Ταμείο Ανάκαμψης, βλέπουν και την απειλή που έρχεται το 2022 στα δημοσιονομικά, εάν δεν λάβουν άμεσα αποφάσεις.

Η παράταση των lockdowns και η καθυστέρηση για αργότερα μέσα στο έτος της ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας και οι πολύ χαμηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξη της οικονομίας από ότι είχε αρχικά προβλεφθεί έχει φέρει στο προσκήνιο και στο «τραπέζι» της Ε.Ε ήδη από τώρα, το θέμα της επιστροφής ή όχι των δημοσιονομικών κανόνων το επόμενο έτος, μετά το «πάγωμά» τους το 2020-2021.

Η τελευταία πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνει ότι η πλειονότητα των χωρών το 2022 θα εξακολουθήσει να μην συμμορφώνεται με τους δημοσιονομικούς κανόνες για το δημόσιο χρέος και τα ελλείμματα του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, οι 17 από τις 27 χώρες της ΕΕ θα υπερβούν το όριο του 60% του χρέους, ενώ 17 κράτη μέλη αναμένεται επίσης να παραβιάσουν το κριτήριο του ελλείμματος του 3%.

Η Κομισιόν αναμένεται να παράσχει οδηγίες έως τα τέλη Απριλίου σχετικά με τον τρόπο αποφυγής της υποτροπής της λιτότητας μετά την κρίση της πανδημίας, με τις επιλογές της ουσιαστικά ναι είναι είτε η περαιτέρω αναστολή των κανόνων και για το 2022 ή ένα μεταβατικό καθεστώς με προσωρινή χαλάρωση των απαιτήσεων προσαρμογής.

Μία πολύ ενδιαφέρουσα σύσταση είναι αυτή που κάνει η Société Générale και που αποδεικνύει ότι το «πείραμα» που έγινε με την Ελλάδα έχει φέρει τη χώρα σε πολύ καλύτερη θέση από ότι πολλές άλλες παρά το τεράστιο επίπεδο του χρέους προς ΑΕΠ το οποίο θα ξεπεράσει το 200% το 2020 και το 2021. Η γαλλική τράπεζα προτείνει λοιπόν στους ευρωπαϊκούς θεσμούς να κάνουν ότι έκαναν στην Ελλάδα, προτείνει στους ευρωπαϊκούς θεσμούς η Société Générale σε ότι αφορά την διαχείριση των βουνών χρέους που έχει προκαλέσει η πανδημία στις χώρες της ευρωζώνης. Η αλλαγή και όχι μόνο το περαιτέρω «πάγωμα» των δημοσιονομικών κανόνων στην ευρωζώνη είναι αναγκαία,  όπως επισημαίνει, με έμφαση στην βιωσιμότητα του χρέους, όπως ακριβώς έχει γίνει με την Ελλάδα, στην οποία έχει δοθεί ένα πιο ρεαλιστικό διάστημα να μειώσει το βάρος του χρέους της.

Πιο αναλυτικά, η γαλλική τράπεζα σημειώνει πως δεδομένου ότι το ΑΕΠ της ευρωζώνης δεν θα επιστρέψει στα επίπεδα προ πανδημίας πριν το 2023, η περαιτέρω αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων έως το 2022 θα μπορούσε να επιτρέψει στα κράτη μέλη να στηρίξουν την οικονομία τους. Ωστόσο, αυτό δεν φτάνει και απαιτείται μια ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση αυτών των κανόνων, δεδομένου ότι το περιβάλλον έχει αλλάξει – υψηλότερο δημόσιο χρέος αλλά και χαμηλότερα επιτόκια τα οποία επιτρέπουν στις χώρες να το διατηρούν σε αυτά τα επίπεδα – και ότι, πριν από την κρίση, οι ισχύοντες κανόνες δεν κατάφεραν να οδηγήσουν σε μείωση του δημόσιου χρέους. Για παράδειγμα, από το 2011 (όταν ξεκίνησε το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Σύμφωνο) έως το 2019, το δημόσιο χρέος της ευρωζώνης του ευρώ μειώθηκε μόνο μέτρια.

 Η Ελλάδα ήταν σε πρόγραμμα οικονομικής στήριξης το 2010-2018 και έτσι δεν υπόκειτο στους δημοσιονομικούς κανόνες. Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο, να δει κανείς τι θα σήμαιναν οι κανόνες για την Ελλάδα, τονίζει η Société. Με την ονομαστική ανάπτυξη να είναι αρνητική κατά μέσο όρο την περίοδο 2014-19, η απαιτούμενη μείωση του χρέους (5,4% ανά έτος) θα έπρεπε να καλυφθεί εξ ολοκλήρου από τη δημοσιονομική λιτότητα. Αυτό προφανώς δεν συνέβη, όμως ο δείκτης χρέους παρέμεινε γενικά αμετάβλητος κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Για την Ελλάδα αυτό δείχνει όχι μόνο πόσο μη ρεαλιστικοί θα ήταν οι δημοσιονομικοί κανόνες, αλλά και ότι θα οδηγούσαν σε μεγάλη προκυκλική δημοσιονομική λιτότητα.

Κατά την Société, θα πρέπει συνεπώς να υπάρξει μεγαλύτερη εστίαση στη βιωσιμότητα του χρέους των χωρών της ευρωζώνης, όπως έγινε και με την Ελλάδα. Οι δημοσιονομικοί κανόνες θα μπορούσαν να αλλάξουν έτσι ώστε ο στόχος του χρέους να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας (όσον αφορά το επίπεδο του χρέους, τα δημογραφικά στοιχεία κ.λπ.), επιτρέποντας μεγαλύτερη ιδιοκτησία και συμμόρφωση με τους κανόνες. Επίσης, θα μπορούσε να εξεταστεί ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για την κάλυψη του χάσματος έως τον στόχο του 60% του χρέους (για παράδειγμα 30-40 έτη).

Το παράδειγμα της Ελλάδας, έχει να διδάξει πολλά. Η χώρα, όπως τονίζει η Société, έκανε το χρέος της πιο «ανεκτό» μέσω της σημαντικής επέκτασης της διάρκειάς του. Στο πλαίσιο της συμφωνίας ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, όπως εξηγεί, επιλέχθηκε ένας πιο ρεαλιστικός χρονικός ορίζοντας για τη μείωση του χρέους και την ομαλότερη δημοσιονομική σύσφιξη. Ουσιαστικά λοιπόν, οι Ευρωπαίοι έχουν ήδη αναγνωρίσει ότι ενδέχεται να απαιτηθεί απόκλιση από τους δημοσιονομικούς κανόνες για τις χώρες με υψηλά επίπεδα χρέους, οπότε η ευρύτερη υιοθέτησή της για την ανακούφιση των χωρών από τα βάρη που προκάλεσε η πανδημία, δεν θα είναι κάτι πρωτοφανές.

Για τα παραπάνω δεν χρειάζεται καν αλλαγή της συνθήκης. Ούτε η αναφορά του 60% για τον δείκτη χρέους/ΑΕΠ (ή ο στόχος ελλείμματος 3%) ούτε η πορεία για την επίτευξη αυτού του επιπέδου περιλαμβάνονται στην συνθήκη της ΕΕ. Η αλλαγή των κανόνων συνεπώς, χρειάζεται μόνο ομοφωνία από τους ηγέτες της ΕΕ.

Αξίζει να σημειώσουμε πως η βιωσιμότητα του χρέους είναι το «κλειδί» που έχει βγάλει την Ελλάδα από τον χάρτη των περιοχών υψηλού ρίσκου των επενδυτών. Κανένας δεν προειδοποιεί ή φοβάται για το πολύ υψηλό επίπεδο που έχει και που θα έχει η Ελλάδα. Την απάντηση την έδωσε πρόσφατα η Fitch: «Είναι αλήθεια ότι αναμένουμε ότι το δημόσιο χρέος προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα θα φτάσει πάνω από το 210% το 2020, μετά το σοβαρό σοκ για την οικονομία και τα δημόσια οικονομικά από την πανδημία. Και γνωρίζουμε ότι το δημόσιο χρέος θα είναι υψηλό για μεγάλο χρονικό διάστημα. Θα ανησυχούσαμε ωστόσο, αν ο λόγος του δημόσιου χρέους δεν έπεφτε από αυτήν την κορυφή. Αλλά ταυτόχρονα αναγνωρίζουμε ότι υπάρχουν ελαφρυντικοί παράγοντες που υποστηρίζουν τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Μερικοί από αυτούς τους παράγοντες είναι εγχώριοι: 1) τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα τα οποία σημαίνουν ότι η Ελλάδα μπορεί να αντιμετωπίσει απροσδόκητες αυξήσεις στις δαπάνες, 2) το ευνοϊκό προφίλ της συντριπτικής πλειονότητας του δημόσιου χρέους της Ελλάδας το οποίο σημαίνει ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι και θα παραμείνει χαμηλό. Επιπλέον, η μέση διάρκεια του ελληνικού χρέους (περίπου 20 χρόνια) είναι από τις μεγαλύτερες σε όλα τα κρατικά ομόλογα Fitch, μειώνοντας τον κίνδυνο από την αύξηση των επιτοκίων. Παράλληλα υπάρχει και η σημαντική στήριξη από την ΕΚΤ».

Facebook Comments