Σε πλείστες περιπτώσεις, ο καταναλωτής που αποφασίζει να αξιοποιήσει δικαστικά την προστασία που του παρέχουν οι νομοθετικές διατάξεις, βρίσκεται αντιμέτωπος με σειρά από δυσκολίες που συνήθως αφορούν το υψηλό κόστος ενός δικαστικού αγώνα, την δυσκολία εύρεσης αποδεικτικών μέσων και την χρονοβόρα διαδικασία. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν εκείνη που έδωσε το κινητήριο έναυσμα  την Οδηγία 2013/11 για την εξωδικαστική επίλυση των καταναλωτικών διαφορών.[1] Η χώρα μας ενσωμάτωσε την παραπάνω οδηγία με την Κ.Υ.Α. 70330/2015.[2]

Τα πλεονεκτήματα της εναλλακτικής επίλυσης διαφορών εντοπίζονται ακριβώς στο χαμηλό κόστος, την ταχύτητα, το συναινετικό πνεύμα συνεργασίας. Κύριες αρχές που διέπουν τη διαδικασία είναι εκείνη της ανεξαρτησίας, της αμεροληψίας, της αποτελεσματικότητας, της διαφάνειας, της δίκαιης μεταχείρισης, της ελεύθερης συμμετοχής, της ισότητας, της μονιμότητας του φορέα επίλυσης.[3] Με βάση το νομοθετικό πλαίσιο, έργο των φορέων ΕΕΔ είναι να φέρνουν σε επαφή πελάτη και προμηθευτή (παρέχων την επενδυτική υπηρεσία) με στόχο την αποδοχή μιας κοινής συμφωνίας, [4]η οποία βέβαια δεν επιβάλλεται στα μέρη και δεν αναπτύσσει εκτελεστότητα. Καταχωρημένοι στο σχετικό μητρώο της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή, ως τέτοιοι φορείς είναι ο Συνήγορος του Καταναλωτή[5], οι Επιτροπές Φιλικού Διακανονισμού, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Καταναλωτή και ο Μεσολαβητής Τραπεζικών – Επενδυτικών Υπηρεσιών.

Συγκεκριμένα, ο Μεσολαβητής Τραπεζικών – Επενδυτικών Υπηρεσιών είναι αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία, και προήλθε από την ενοποίηση του Τραπεζικού Μεσολαβητή και του Μεσολαβητή Κεφαλαιαγοράς. [6]Αφορά την εξωδικαστική διεκπεραίωση καταγγελιών καταναλωτών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και έχει ως στόχο[7] να διασφαλίσει ότι οι καταγγελίες των καταναλωτών όσον αφορά τις διασυνοριακές συναλλαγές, αλλά και όλες εν γένει οι διαφορές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά και προς το συμφέρον της στήριξης μιας ενιαίας αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών χωρίς την ανάγκη για προσφυγή στο δικαστήριο.

Ο πελάτης θα πρέπει να πρώτα να απευθυνθεί στον φορέα εκτέλεσης της επενδυτικής υπηρεσίας που λαμβάνει και να επιδιώξει εκεί την λύση του προβλήματος του. Εφόσον δεν λάβει απάντηση εντός δέκα εργάσιμων ημερών ή η απάντηση που λάβει δεν τον ικανοποιεί, δύναται να απευθυνθεί εντός ενός έτους στον Μεσολαβητή Τραπεζικών-Επενδυτικών Υπηρεσιών.

Η υποβολή καταγγελίας στον Μεσολαβητή έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή της παραγραφής και της αποσβεστικής προθεσμίας ασκήσεως των αξιώσεων όσο διαρκεί η μεσολάβηση, ενώ αρχίζουν και πάλι (με την επιφύλαξη 261 επ. ΑΚ) από τη με οποιονδήποτε τρόπο ολοκλήρωσή της (έγγραφη άρνηση του Μεσολαβητή να εξετάσει τη διαφορά, σύνταξη πρακτικού αποτυχίας ή πρακτικού συμβιβασμού).[8]

 

________________________________________________________________

[1] Ευµορφία Τζίβα, Δίκαιο προστασίας του καταναλωτή ελληνικό και κοινοτικό, 2015, ό.π σελ. 763-765

[2] Ευµορφία Τζίβα, ΔικΠροστΚαταναλωτή 2015, ό.π σελ. 766-767

[3] Ευµορφία Τζίβα, Η εξωδικαστηριακή επίλυση των καταναλωτικών διαφορών ιδίως στο χώρο του ηλεκτρονικού εµπορίου, ΕΕµπΔ 2003, σελ. 730-731

[4] https://analuseto.gr/exodikastiki-epilisi-ton-katanalotikon-diaforon/

[5] http://www.synigoroskatanaloti.gr/stk_odr.html

[6] Ψυχοµάνης, Εγχειρίδιο Τραπεζικού Δικαίου – Β έκδοση, 2016, ο.π. σελ 7

[7] Από το Μνημόνιο της Fin-Net , https://ec.europa.eu/info/sites/info/files/memorandum-of-understanding_en.pdf

[8] Άρθρο  11 Κ.Υ.Α. 70330/2015

 

Facebook Comments