Οι πολλοί και κακοί νόμοι θεωρούνται αιτία μιας κακής διακυβέρνησης. Ειδικά, όσον αφορά την Δημοκρατία, αυτή πλήτττεται βάναυσα από την ύπαρξή τους. Και τούτο, διότι η Δημοκρατία στηρίζεται στο κράτος δικαίου. Οι αποφάσεις, δηλαδή, μιας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης πρέπει να στηρίζονται σε νόμους και κανονιστικές ρυθμίσεις.

Εδώ και μερικές δεκαετίες, έχει δημιουργηθεί και ανθεί η επιστήμη της «Καλής Νομοθέτησης», ως ένας διεπιστημονικός κλάδος που ενσωματώνει την πρακτική γνώση των νομοτεχνητών και των σύγχρονων κοινωνικών επιστημόνων με προεξέχοντες τους θεσμικούς οικονομολόγους και τους διοικητικούς επιστήμονες με ειδικότητα στην ρυθμιστική διακυβέρνηση.

Η χώρα μας είναι ουραγός όχι μόνον όσον αφορά την θεωρητική και ερευνητική παραγωγή αλλά και ως προς την πρακτική εφαρμογή των αρχών και των κανόνων της καλής νομοθέτησης στο παραγόμενο απ’ αυτήν ρυθμιστικό προϊόν.

Μια εξαίρεση συνιστά η αξιέπαινη προσπάθεια εμβάθυνσης στην πρακτική και την διαδικασία της ελληνικής νομοθετικής παραγωγής με βάση τους κανόνες της καλής νομοθέτησης που κάνει, εδώ και μια τριετία, το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦιΜ).

Με μια μικρή αλλά συμπαγή ερευνητική ομάδα δημιουργήσαμε τον Δείκτη Καλής Νομοθέτησης, μια ερευνητική πρωτοπορία, η οποία,  πολύ γρήγορα, εξήχθη σε άλλες χώρες εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο δείκτης ενσωματώνει τόσο τις επιστημονικές παραδοχές της καλής νομοθέτησης όσο και τα πιο ενδιαφέροντα σημεία από την μεθοδολογία που έχει υιοθετηθεί για τα θέματα της ρυθμιστικής διακυβέρνησης από διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΟΣΑ και η Παγκόσμια Τραπεζα.

Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την εξέταση της νομοθετικής παραγωγής με βάση τον Δείκτη Καλής Νομοθέτησης έχουν ενδιαφέρον και, ιδού, γιατί:

  1. Kαταγράφεται ένα «ξεχείλωμα» της νομοθετικής ύλης. Ο νομοθετικός όγκος είναι τόσο μεγάλος (2.651 σελίδες αριθμεί η εθνική νομοθέτηση, μόνο για το 2020, στις οποίες προστίθενται οι 7.741 των κυρώσεων) ώστε το αξίωμα «άγνοια νόμου δεν συγχωρείται» να ακούγεται ως ανέκδοτο. Δραστικές πολιτικές απλούστευσης και κωδικοποίησης της  νομοθετικής ύλης που είναι απολύτως απαραίτητες παραμένουν στα χαρτιά.
  2. Να επισημανθεί στο σημείο αυτό το γεγονός ότι η εισαγόμενη νομοθετική ύλη είναι σχεδόν τετραπλάσια της εγχώριας. Για τον λόγο αυτόν συνιστά σημαντικό ζήτημα για την βιωσιμότητα και την ικμάδα του κράτους δικαίου στην χώρα μας, η ενεργή συμμετοχή μας στην διαμόρφωση των κανόνων που παράγονται από τα υπερεθνικά δικαιοδοτικά όργανα. 
  3. Δέκα χρονια μετά την ψήφιση του πρώτου εθνικού ρυθμιστικού πλαισίου για την «Καλή Νομοθέτηση» (ν.4048/12) και 19 χρόνια μετά την πρώτη ευρωπαϊκή «Ανάλυση Επιπτώσεων», η Ελλάδα σκοράρει κάτω από την βάση (44/100) σε δύο κεντρικά ζητήματα της προ-κοινοβουλευτικής νομοθέτησης: Στην διαβούλευση και στην τεκμηρίωση των δημοσίων πολιτικών. Σταθερά χαμηλή είναι  η ποιότητα της κοινοβουλευτικής διαδικασίας (51/100) και η εφαρμογή των νόμων (53/100), αποδεικνύοντας ότι οι νομοθετικές παθολογίες δεν περιορίζονται στο Κοινοβούλιο.
  4. Η πανδημία έβλαψε σοβαρά την καλή νομοθέτηση! Ο νόμος 4764/2020 «Ρυθμίσεις για την προστασία της δημόσια υγείας από τις συνέπειες της πανδημίας του κορωνοϊού Covid-19, την ενίσχυση των μέσων μαζικής μεταφοράς, την επιτάχυνση της απονομής συντάξεων, τη ρύθμιση οφειλών προς τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και άλλες κατεπείγουσες διατάξεις» (!) πέραν του ότι ανήκει στην κατηγορία των «νόμων-κουρελούδων»- μια πρακτική που καυτηριαζόταν ήδη από την δεκαετία του ‘60-αποτελεί μνημείο παραβίασης όλων των αρχών της καλής νομοθέτησης, αφού συνδυάζει παραδοσιακά και νέα αρνητικά στοιχεία: Δεν έγινε καμία διαβούλευση επί του σχεδίου νόμου ούτε πριν ούτε μετά την είσοδό του στο Κοινοβούλιο. Δημιουργήθηκαν, χωρίς καμία τεκμηρίωση, νέες δομές και σώματα. Ψηφίστηκε με την διαδικασία του κατεπείγοντος. Έχει τροπολογίες-νόμους με 22 άρθρα (sic!), με τις μισές απ’ αυτές να είναι εκπρόθεσμες και περιέχει εξουσιοδιοτήσεις για την έκδοση 74 Υπουργικών Αποφάσεων.
  5. Η νομοθέτηση μέσω και χάριν της εκτελεστικής εξουσίας, της κυβέρνησης, εξακολουθεί. Οι εξουσιοδοτήσεις για την έκδοση Υπουργικών Αποφάσεων ήταν πάντοτε πολλές, αποδεικνύοντας την ανισοβαρή σχέση μεταξύ μιας ισχυρής εκτελεστικής και μιας λυμφατικής νομοθετικής εξουσίας. Το ποσοστό των εξουσιοδοτήσεων για την έκδοση υπουργικών αποφάσεων κατά την τριακονταετία 1975-2005 έφτασε 63%. Δυστυχώς, σ’ αυτό το κρίσιμο θέμα δεν υπάρχει αξιόλογη πρόοδος. Σχεδόν όλοι οι νόμοι του 2020 δίνουν τουλάχιστον μία εξουσιοδότηση για Υπουργική Απόφαση, και ο μέσος όσος εξουσιοδοτήσεων ανά νόμο αυξήθηκε σημαντικά. Κάθε νόμος του 2020 εξουσιοδοτεί για την έκδοση 35 Υπουργικών Αποφάσεων, 45 περισσότερων από το 2019 και 10 περισσότερων από το 2018.
  6. Η δίδυμη πληγή της νομοθέτησης είναι η νομοθέτηση μέσω τροπολογιών. Στη χώρα μας μια αθώα και διευκολυντική της νομοθέτησης διαδικασία, εκείνη, δηλαδή, της κατάθεσης βελτιωτικών τροπολογιών κατά την συζήτηση ενός σχεδίου νόμου στην ολομέλεια, έχει μεταβληθεί σε κερκόπορτα μέσω της οποίας εξυπηρετούνται οι πελατοκράτες πολιτικοί.

Αν και ο αριθμός των τροπολογιών που εισάγονται σε κάθε νομοσχέδιο βαίνει μειούμενος, εντούτοις αυξάνεται, κατά πολύ, ο αριθμός των άρθρων που περιλαμβάνει κάθε τροπολογία:

Το 2020 κάθε τροπολογία που εισήχθη σε σχέδιο νόμου της κυβέρνησης της ΝΔ είχε κατά μέσο όρο 13 άρθρα. Επρόκειτο για ολόκληρα νομοσχέδια τα οποία εισαγόνταν στο εκάστοτε αρχικό νομοσχέδιο με μειωμένη διαβούλευση, επεξεργασία και χρόνο συζήτησης. Μάλιστα, σχεδόν όλες οι τροπολογίες (93%) είχαν κατατεθεί εκπρόθεσμα, μια πρακτική που δεν επιτρέπει στους βουλευτές, ιδίως της αντιπολίτευσης, να μελετήσουν και να τεκμηριώσουν την θετική ή αρνητική τους ψήφο.

  1. Η προ-κοινοβουλευτική διαβούλευση διαρκεί, κατά μέσον όρο, 14 ημέρες. Αυτός είναι ο μέσος όρος των ημερών που διαρκεί η διαβούλευση στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Αλλά, στην ελληνική περίπτωση απαντάται το βαλκανικό παράδοξο η κυβέρνηση να διαβουλεύεται ένα μέρος των διατάξεων που προτείνει, τελικά, στην εθνική αντιπροσωπεία. Στους νόμους του 2020 το ποσοστό των διατάξεων που τέθηκαν σε διαβούλευση περιορίστηκε στο 72%. Το 30% των διατάξεων που δεν τίθενται προς διαβούλευση παρουσιάζεται, για πρώτη φορά, στο σχέδιο που κατατίθεται στην Βουλή. 
  2. Η Ανάλυση Επιπτώσεων αποτελεί το μέρος της καλής νομοθέτησης που ο νομοθέτης πρέπει να δείξει ότι ενεργεί ορθολογικά, στηριζόμενος στα πορίσματα και τις συστάσεις των ειδικών και των επιστημόνων. Από την έναρξη εφαρμογής της καλής νομοθέτησης ως δημόσιας πολιτικής στην χώρα μας η Ανάλυση Επιπτώσεων είχε έναν χαρακτήρα απολογητικό της πρότασης του σχεδίου νόμου. Ακόμη κι όταν συνοδεύονταν από σχοινοτενείς αναλύσεις ελάχιστη πληροφορία προσέφερε στον νομοθέτη. Σήμερα, η Ανάλυση Επιπτώσεων έχει μεταβληθεί σε μια γραφειοκρατική  άσκηση.

Συμπερασματικά: Πρόοδος σε σχέση με το παρελθόν έχει γίνει. Από τους απαράδεκτους νόμους «με αναδρομικές κυρώσεις» της εικοσαετίας 1974-1994, δηλαδή, την εκ των υστέρων (!) κοινοβουλευτική νομιμοποίηση αποφάσεων της εκτελεστικής εξουσίας (υπουργικές αποφάσεις, πράξεις υπουργικού συμβουλίου και πράξεις νομοθετικού περιεχομένου), έχουμε φύγει.

Υστερούμε, όμως, πολύ σε σχέση με το τι έχουν πετύχει άλλες προηγμένες χώρες. Υπάρχουν παραδείγματα και εφαρμογές της Καλής Νομοθέτησης σε αγγλοσαξωνικές χώρες που απέχουν πολύ από το να εφαρμοστούν στην χώρα μας.

Η χώρα χωλαίνει, ασθμαίνει και παρακολουθεί, από μακριά, τους πρωτοπόρους. Η Καλή Νομοθέτηση περιμένει στη χώρα των «Νόμων» και της «Πολιτείας» εκείνον που  δεν θα αρκείται στην αναπόληση του αρχαίου κάλλους της αλλά θα θέλει να την κάνει περήφανη και για το παρόν της.

Facebook Comments