Το πανέμορφο, πυκνό δάσος πάνω από το Πανόραμα Βούλας, στις νότιες απολήξεις του όρους Υμηττού, δεν υπάρχει πια.

Το δάσος των νοτίων προαστίων, των κυριακάτικων εξορμήσεων, των μονοπατιών, των σπηλαίων. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Είχε όμως καταφέρει να ανακάμψει τα τελευταία χρόνια. Είχε καταφέρει να γλυτώσει απ’ τη τσιμεντοποίηση.

Όχι απαραίτητα όμως απ’ την ανθρώπινη ενοχλητική παρουσία όταν εκατοντάδες μάσκες κοσμούσαν τους θάμνους και τα κλαδιά του στη περίοδο της καραντίνας, όταν ορδές ανέβαιναν να γλυτώσουν απ’ το χτικιό.
Και πριν καλά καλά σβήσουν τα αποκαΐδια, ξεκινούσε το τρελό πάρτι των ευθυνών. Εκεί στον βωμό των νεκρών, οι ζωντανοί, παραλυμένοι από τη μέθη της εξουσίας μιλούσαν για τα ξερόχορτα που δεν καθαρίστηκαν, για τα 9 μποφόρ, για τις ειδικές ατμοσφαιρικές συνθήκες, ακόμη και για το καιόμενο πουλί.
Κι εμείς στήναμε το λαδωμένο μας κορμί στις απέναντι παραλίες, σ’ έναν διαγωνισμό μαυρίσματος και καλύτερης λήψης για το insta, θεατές ενός θρίλερ χωρίς να πληρώσουμε καν εισιτήριο.

Και η λύπη θα κρατούσε λίγα μόνο λεπτά. Γιατί το Πανόραμα κείται μακράν, γιατί εκεί είναι οι πλούσιοι και καλά να πάθουν, γιατί εκεί έχουν λεφτά και θα το ξαναφτιάξουν.

Και το ημερολόγιο έδειχνε 4 Ιουνίου. Και ευθύς η σκέψη ότι είμαστε ακόμη στην αρχή του καλοκαιριού κι ότι χιλιάδες στρέμματα περιμένουν την ίδια μοιραία κατάληξη.

Κι ύστερα ο συλλογισμός περί της ατομικής και συλλογικής ευθύνης.

Και μια ανάγκη για λιγοστή χαραμάδα αισιοδοξίας, ελπίδας, αλλαγής, εξέλιξης, φωτός.

Facebook Comments