Αν και η υπόλοιπη αγορά ομολόγων της ευρωζώνης δείχνει σήμερα πιο ήρεμη μετά το χθεσινό ισχυρό sell-off που πυροδότησαν οι ανακοινώσεις της ΕΚΤ και η έλλειψη κάποιου νέου στοιχείου σχετικά με την πιθανή εφαρμογή ενός νέου προγράμματος στήριξης, η Ελλάδα εμφανίζεται πολύ πιο ευάλωτη.

Άλλωστε το γεγονός ότι δεν διαθέτει ακόμα επενδυτική βαθμίδα είναι κρίσιμο καθώς σε φάσεις αναταραχής της αγοράς ουσιαστικά “αποκαλύπτεται” ποια χώρα ενέχει και το μεγαλύτερο ρίσκο και αυτή τη στιγμή η Ελλάδα, λόγω αξιολόγησης, θεωρείται επενδυτικά, υψηλού ρίσκου.

Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου είναι στο 4,3% και έχει πλέον ξεπεράσει το επίπεδο που είχε κορυφωθεί το πρωί της 18ης Μαρτίου του 2020 όταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ενεργοποίησε το PEPP, ενώ το spread αγγίζει τις 290 μ.β και είναι σε υψηλά 26 μηνών, καθώς τον Μάρτιο του 2020 λόγω της αρνητικής ακόμη απόδοσης που είχαν τα 10ετή γερμανικά ομόλογα είχε σκαρφαλώσει στις 430 μ.β.

Με μπαράζ εκθέσεων τους οι διεθνείς αναλυτές προβλέπουν από χθες ότι η επιθετικότερη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ – καθώς πλέον του Ιουλίου αποτιμώνται αυξήσεις επιτοκίων πάνω των 25 μ.β στις προσεχείς συνεδριάσεις – καθώς και η απουσία ενός νέου εργαλείου στήριξης της αγοράς, αναμένεται να οδηγήσουν τους επενδυτές να δοκιμάσουν την αποφασιστικότητα της ΕΚΤ και να ασκήσουν πιέσεις στα πιο ευάλωτα σημεία τη αγοράς, πρώτον στα ιταλικά ομόλογα, καθώς και στα ελληνικά.

Όπως σημειώνει η Schroders, είναι μια τεράστια πρόκληση για την ΕΚΤ να συσφίξει την πολιτική της χωρίς να πυροδοτήσει κρίση χρέους στην περιφέρεια της Ευρώπης. Η τράπεζα ανακοίνωσε ότι οι θέσεις της στα κρατικά τ ομόλογα στο πλαίσιο του PEPP θα μπορούσαν να επανεπενδυθούν με ευελιξία για να σταματήσει οποιαδήποτε σημαντική αύξηση του κόστους δανεισμού για τις κυβερνήσεις της περιφέρειας. Ωστόσο, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων αυξήθηκαν, υποδηλώνοντας ότι η ανακοίνωση της ΕΚΤ ήταν πιο επιθετική από ότι αναμενόταν. Δεύτερον, τα spreads αυξήθηκαν περαιτέρω. Αυτό υποδηλώνει ότι οι επενδυτές ανησυχούν όλο και περισσότερο για τον κίνδυνο νέας κρίσης χρέους στην ευρωπεριφέρεια. “Αν και είναι ακόμη νωρίς, αλλά με τις κρίσιμες εκλογές στην Ιταλία, την Ισπανία και την Ελλάδα το επόμενο έτος, ο πολιτικός κίνδυνος μπορεί να επιστρέψει και πάλι για να παρέμβει στον τρόπο με τον οποίο η ΕΚΤ πρέπει και μπορεί να καθορίσει τη νομισματική πολιτική”, όπως καταλήγει η Schroders.

Και η Citi σημείωσε πως ο κίνδυνος οι επενδυτές να δοκιμάσουν το όριο πόνου της ΕΚΤ αυξάνεται, γεγονός που θα μπορούσε να δημιουργήσει πρόσθετους αντίθετους ανέμους οικονομικά και πολιτικά ενόψει των εκλογών του επόμενου έτους. Η Λαγκάρντ δεν ενίσχυσε ουσιαστικά τη ρητορική της έναντι των ευρύτερων spreads μεταξύ των χωρών του πυρήνα και της περιφέρειας και η Citi εκτιμά πως το Δ.Σ είτε δεν ανησυχεί ακόμη για τη διεύρυνση των spreads είτε δεν μπόρεσε να συμφωνήσει για τον τρόπο αντιμετώπισης τους.

Σύμφωνα με αναφορές πάντως, η μεγάλη πλειοψηφία του Δ.Σ τέθηκε κατά της ανακοίνωσης ενός νέου εργαλείου αντιμετώπισης του κατακερματισμού. Και όπως εκτιμούν οι αναλυτές, η ΕΚΤ πρώτα θα εξαντλήσει το εργαλείο των επανεπενδύσεων και μετά θα κοιτάξει προς κάποιο νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων.

Σε ομιλία του σε συνέδριο στο Παρίσι, ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρντ και senior fellow στο Peterson Institute for International Economics, δήλωσε ότι ανησυχεί πως η ΕΚΤ δεν έχει ακόμη τα εργαλεία που θα πείσουν τους επενδυτές ότι ο κατακερματισμός είναι διαχειρίσιμος. Ο Μπλανσάρντ υπολόγισε ότι το είδος της νομισματικής σύσφιξης που ήταν πιθανό να χρειαζόταν η ΕΚΤ για να ελέγξει τον πληθωρισμό ήταν μικρότερο από αυτό που απαιτούσε η Fed – καθώς οι αγορές εργασίας ήταν πολύ πιο σφιχτές στις ΗΠΑ, και επομένως η σύσφιξη της ΕΚΤ δεν θα έπρεπε θεωρητικά να αποτελεί πρόβλημα για τη βιωσιμότητα του χρέους.

Ωστόσο, είπε ότι οι επενδυτές ομολόγων πρέπει ακόμα να πειστούν γι’ αυτό, επειδή μια υπερβολική αύξηση του μακροπρόθεσμου κόστους δανεισμού θα μπορούσε από μόνη της να αλλάξει αυτές τις μετρήσεις βιωσιμότητας και να δημιουργήσει ένα “αυτοεκπληρούμενο” πρόβλημα που θα έπρεπε τελικά να αντιμετωπίσει η ΕΚΤ.

“Η κύρια ανησυχία μου για την ΕΚΤ είναι ότι για να πείσεις τους επενδυτές ότι το spread θα παραμείνει χαμηλό, πρέπει να τους πείσεις ότι θα κάνεις ό,τι χρειάζεται”, δήλωσε ο Μπλανσάρντ και πρόσθεσε πως “εάν οι επενδυτές πιστεύουν ότι αυτό που θα κάνει είναι λίγο και όχι αρκετό, θα εξακολουθήσουν να απαιτούν υψηλότερο spread”. Όπως σημείωσε χαρακτηριστικά “ανησυχώ σε αυτό το στάδιο ότι η ΕΚΤ δεν έχει μια διαδικασία με την οποία μπορεί να παρέμβει επαρκώς για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα και υποψιάζομαι ότι αυτό θα είναι ένα ζήτημα για τα επόμενα ή δύο χρόνια”.

Σε πρόσφατη ανάλυσή του ο οίκος Moody’s είχε προειδοποιήσει πως ένα λάθος στην πολιτική που ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καθιστά πιο πιθανή μια κρίση δημόσιου χρέους, αλλά δεν αποτελεί από μόνο του επαρκή αιτία για να την προκαλέσει. Το θέμα είναι ότι καθώς τα επιτόκια θα αυξάνονται, τα βουνά χρέους που εκδόθηκαν από τα κράτη τα τελευταία χρόνια θα γίνονται όλο και πιο ακριβά, μεταβάλλοντας τη βιωσιμότητα αυτού του χρέους. Υπό το φως των αυξανόμενων spreads, μίας πιο επιθετικής ΕΚΤ και της επιβράδυνσης της ανάπτυξης του ΑΕΠ (λόγω των σοκ του πληθωρισμού και της προσφοράς), ο κίνδυνος μίας νέας κρίσης χρέους στην ευρωζώνη έχει αυξηθεί, όπως σημείωσε.

Κάτι ανάλογο έχει επισημάνει και η Deutsche Bank τονίζοντας πως “εάν οι αποδόσεις των ομολόγων της ευρωζώνης αυξηθούν απότομα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, μπορεί κάλλιστα να βρεθούμε αντιμέτωποι με την Ευρωκρίση 2.0”.

Σύμφωνα με υπολογισμούς της Société Générale το 4% σε ότι αφορά την απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου, είναι το επίπεδο που αρχίζει και γίνεται ανησυχητικό καθώς το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους αρχίζει και αποσταθεροποιεί τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ.

Κούρταλη Ελευθερία

Facebook Comments