Η απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας να δοθεί αναστολή στην εκτέλεση της ποινής στον Δημήτρη Λιγνάδη, μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό, στο Εφετείο, παρά την καταδίκη του σε 12 χρόνια κάθειρξη για δύο βιασμούς ανηλίκων, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων.
Τι είναι, όμως, αυτό που προκαλεί το δημόσιο αίσθημα στην εν λόγω υπόθεση; Το ότι ο Λιγνάδης είναι κεντροδεξιός, απαστράπτων και ταλαντούχος, άρα αποσυνάγωγος στον αριστεροκρατούμενο καλλιτεχνικό χώρο όπως με πάθος μας πληροφορούν τα φιλοκυβερνητικά Μέσα;
Μήπως ότι η τοποθέτησή του ως επικεφαλής του Εθνικού Θεάτρου έγινε με ανάθεση, αφού η Υπουργός Πολιτισμού ακύρωσε την προκήρυξη που είχε ήδη δρομολογήσει η προηγούμενη κυβέρνηση, αναρωτώμενη, απαντώντας σε σχετική Επίκαιρη ερώτηση, μήπως υπάρχει κανείς που αμφισβητεί τα προσόντα και το ήθος του Λιγνάδη;
Μήπως το ότι η ίδια τον υπερασπιζόταν με θέρμη για μέρες μέχρι τη στιγμή που πλέον η υπόθεση δεν μπορούσε να κρατηθεί μυστική;
Μήπως ότι η εν λόγω υπόθεση αποτελεί ένα πρώτης τάξης σκηνικό που δύναται να χρησιμοποιηθεί για κομματική αντιπαράθεση;
Μήπως γιατί ο πρωτόδικα καταδικασθείς για το πλέον ειδεχθές έγκλημα που περιλαμβάνει ο Ποινικός Κώδικας μας εξηγούσε, την εποχή της παντοδυναμίας του, πόσο είχε ταλαιπωρηθεί η ελληνική πνευματική και καλλιτεχνική ζωή από την αριστερή ψευτοκουλτούρα της Μεταπολίτευσης;
Μήπως γιατί αν κάποιος που δεν ήξερε την υπόθεση και άκουγε τις αυτάρεσκες δηλώσεις του κ. Λιγνάδη, όταν αποφυλακίστηκε, θα πίστευε ότι είχε αθωωθεί πανηγυρικά;
Μήπως γιατί η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων με μια απόλυτα πολιτική δήλωση βγήκε να κουνήσει το δάχτυλο στην κοινωνία για τις αντιδράσεις;
Μήπως γιατί ο πολίτης αισθάνεται ότι χάνει την εμπιστοσύνη σε αυτό που θα έπρεπε να αποτελεί το φυσικό καταφύγιο των αδυνάμων, τη Δικαιοσύνη και να πιστεύει ότι όχι μόνο δεν είναι τυφλή, αλλά και ότι είναι βαθιά ταξική;
Μήπως γιατί οι θιασώτες της αναστολής εκτέλεσης της ποινής είναι ακριβώς αυτοί που σε άλλες περιπτώσεις, κυρίως αν οι θύτες είναι αλλοδαποί, επιδίδονται σε έναν άκρατο ποινικό λαϊκισμό και απαιτούν να «σαπίσουν οι εγκληματίες στην φυλακή»;
Μήπως γιατί ο πολίτης θεωρεί ότι στην ποινική μεταχείριση του Λιγνάδη καταστρατηγήθηκε κάθε έννοια αναλογικότητας και ισονομίας;
Ας οργανώσουμε όμως τη συζήτηση: Οι δικαστικές αποφάσεις εκδίδονται και εκτελούνται «στο όνομα του ελληνικού λαού», η δικαστική εξουσία κρίνει και εκτελεί στο όνομά μας και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η συγκεκριμένη πρόνοια βρίσκεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος, με τίτλο “Διάκριση των Εξουσιών”. Οι δικαστές δεν είναι υπεράνω κριτικής, ασκούν την απονεμηθείσα σε αυτούς Δημόσια Εξουσία και ως προς αυτό κρίνονται. Έχουν απόλυτη ελευθερία στην κρίση τους, είναι ισόβιοι στις θέσεις, έχουν όλα τα εχέγγυα που θα διασφάλιζαν ανεξαρτησία και αμεροληψία αλλά δεν είναι υπεράνω κανενός. Η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη, δεν είναι ανεξέλεγκτη. Εξάλλου, πλειστάκις η χώρα έχει καταδικαστεί από Διεθνή Δικαστήρια για αποφάσεις που έχει λάβει η Δικαιοσύνη.
Το Σύνταγμα προβλέπει την Αρχή της Δημοσιότητας των Δικών, ακριβώς γιατί ελέγχονται, σχολιάζονται και κρίνονται. Είναι βασικός πυλώνας της Δημοκρατίας αυτός είτε αρέσει σε κάποιους είτε όχι. Οι αποφάσεις των Δικαστηρίων οφείλουν να εφαρμόζονται και δεσμεύουν τους πολίτες αλλά μέχρι εκεί.
Στην απόφαση Λιγνάδη, όπως και σε κάθε άλλη, οι πολίτες έχουν κάθε δικαίωμα να διαμαρτυρηθούν, να διαδηλώσουν, να αντιδράσουν. Δεν ζητούν να δικάζουν αυτοί υποθέσεις σαν του Λιγνάδη σε λαϊκά δικαστήρια, δεν ζητούν την αποπομπή όσων δίκασαν την υπόθεση, εκφράζουν όμως τις αμφιβολίες τους για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και την οργή τους γιατί με αποφάσεις σαν αυτή πιθανολογούν ότι όλοι οι Έλληνες πολίτες δεν είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου.
Πρόσφατα, όταν Υπουργός της κυβέρνησης καταλόγισε σκοπιμότητες στο βούλευμα του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου για την Novartis, χυδαιολογώντας σε βάρος ανώτατων δικαστών, δεν έπεσε στην αντίληψή μου κάποια αντίδραση από την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, η οποία, στην υπόθεση Λιγνάδη διαπίστωσε υποκινούμενες αντιδράσεις προερχόμενες από πολιτικά κέντρα.
Και για τα τελειώνουμε με τον ποινικό λαϊκισμό: ο προϊσχύσας του Ν.4620/2019 Κώδικας, ήδη από το 2010, περιείχε την ίδια κατά περιεχόμενο ρύθμιση – για τις περιπτώσεις επιβληθείσας ποινής κάθειρξης – και τα κριτήρια με βάση τα οποία η έφεση μπορεί να έχει, κατά κανόνα, ανασταλτική δύναμη. Και πριν το 2019, το άρθρο 497 περιείχε την παράγραφο 8 με το ίδιο περιεχόμενο, που έθετε κριτήρια στα οποία θα πρέπει να υπακούει η τυχόν μη χορήγηση από το δικαστήριο του ανασταλτικού αποτελέσματος. Η εν θέματι ρύθμιση, εφόσον ακολουθούν και άλλοι βαθμοί δικαιοδοσίας είναι απολύτως σωστή, σε αυτό προφανώς συμφωνεί και η κυβέρνηση γι’ αυτό και δεν την άλλαξε ενώ έχει ήδη επιφέρει τρεις φορές αλλαγές στον ΠΚ. Αυτό που αμφισβητείται είναι η εφαρμογή από το Δικαστήριο της προϋπόθεσης να μην είναι επικίνδυνος για τέλεση εγκλημάτων ή ύποπτος φυγής. Και ο Λιγνάδης είχε κριθεί επικίνδυνος ήδη ως κατηγορούμενος.
Facebook Comments