Η παρακολούθηση των τηλεφωνικών συνομιλιών του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και Ευρωβουλευτή κ. Ν. Ανδρουλάκη από τις μυστικές υπηρεσίες της Ελλάδας (ΕΥΠ) συγκεντρώνει ευλόγως πολλές σκιές γύρω από το πρόσωπο του Πρωθυπουργού της χώρας.

Υπάρχουν νομικοί, αξιακοί και τελικά πολιτικοί λόγοι που δημιουργούν τις σκιές αυτές.

Συνοπτικά:
(1) Η συγκεκριμένη δράση της ΕΥΠ ενδέχεται να είναι παράνομη. Επιχειρηματολόγησαν σχετικά οι κκ. Ε. Βενιζέλος (καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου) και Κ. Μποτόπουλος (Νομικός), ενώ και ο κ. Ν. Αλιβιζάτος (ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου) εξέφρασε επίσης σχετικούς προβληματισμούς. Ο μόνος δημόσια κατατεθειμένος -σε νομικούς όρους- αντίλογος προέρχεται από τον κ. Γ. Γεραπετρίτη (καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου), μέλος της Κυβέρνησης.

Σε κάθε περίπτωση, ένα αρμόδιο δικαστικό όργανο οφείλει να συνεδριάσει σύντομα, να ερμηνεύσει το Σύνταγμα και τους Νόμους, και να καταλήξει εάν οι επισυνδέσεις της ΕΥΠ ήταν παράνομες. Αν ναι, όλοι οι Δημόσιοι Λειτουργοί που είχαν ενεργητικό ρόλο στη λήψη της απόφασης για παρακολούθηση του κ. Ν. Ανδρουλάκη (π.χ. τα στελέχη της ΕΥΠ, ο εισαγγελέας που έδωσε την έγκρισή κτλ) οφείλουν να απολυθούν καθώς υπερέβησαν -και σε εξωφρενικό βαθμό μάλιστα- τα καθήκοντά τους.

Αν όχι, θα πρέπει να δημοσιευτεί ο λόγος που αποτέλεσε το αιτιολογικό της παρακολούθησης του Έλληνα Αρχηγού κοινοβουλευτικού κόμματος και μέλους του Ευρωκοινοβουλίου, αφού αφενός ο ίδιος ο Πρωθυπουργός παραδέχτηκε το λάθος της απόφασης αυτής, αφετέρου το θύμα (ο κ. Ν. Ανδρουλάκης) το έχει επανειλημμένα ζητήσει.

Οποιοσδήποτε άλλος χειρισμός της υπόθεσης από κυβερνητικής πλευράς, ακόμα κι αν αποδώσει εν μέρει επικοινωνιακά, ποτέ δε θα θεραπεύσει την πληγή που άνοιξε στην αξιοπιστία της. Ας μην ξεχνάμε ότι τόσο ο Πρωθυπουργός όσο και ο Αρχηγός του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ έχουν εκλεγεί από τον ελληνικό λαό και λογοδοτούν για τις πράξεις τους σε αυτόν.

(2) Σε αξιακό επίπεδο, η Κυβέρνηση του κ. Κ. Μητσοτάκη στηρίχθηκε από τους Κεντρώους ψηφοφόρους όχι μόνο για να αυξήσει την αποτελεσματικότητα των λειτουργιών του Κράτους (που σε ένα βαθμό έχει επιτευχθεί χάρη στην καθολικώς αναγνωρισμένη εργασία στελεχών της Κυβέρνησής του, π.χ. του Υπουργού Επικρατείας κ. Κ. Πιερρακάκη).

Στηρίχθηκε εξίσου για να αυξήσει τη Διαφάνεια και να ενισχύσει την πολυτραυματισμένη Δημοκρατία της χώρας, η οποία (πέραν των διαχρονικών υστερήσεων που κουβαλάει) είχε πληγεί από τις απόπειρες ελέγχου των «αρμών της εξουσίας» (Δικαιοσύνης, ΜΜΕ) από την προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Υπό αυτό το πρίσμα, η διαχείριση της υπόθεσης του κ. Ν. Ανδρουλάκη, προς ώρας, είναι τελείως προς τη λάθος κατεύθυνση.

Στο έδαφος των πολλαπλών ερωτηματικών που δημιουργούνται στην κοινή γνώμη, λόγω της έλλειψης Διαφάνειας, φωλιάζει η εύλογη σκέψη μίας «παραθεσμικής» απόπειρας ελέγχου των μετεκλογικών πολιτικών εξελίξεων. Η έλλειψη Διαφάνειας δηλητηριάζει και πολώνει ανεπίτρεπτα το πολιτικό κλίμα, και καθιστά εκ των πραγμάτων εξαιρετικά δύσκολη τη συνεννόηση μεταξύ των κοινοβουλευτικών κομμάτων, με δυσοίωνες μετεκλογικές εξελίξεις για τη χώρα. Είναι απόλυτη ευθύνη του Πρωθυπουργού να κάνει ό,τι χρειαστεί για να ανατρέψει τη δύσκολη κατάσταση που η δική του ομάδα στελεχών δημιούργησε, με το βλέμμα στη μακροπρόθεσμη αποκατάσταση του κύρους της Πολιτείας και όχι της βραχυπρόθεσμης προσωπικής του πολιτικής διαδρομής.

(3) Τέλος, σε πολιτικό επίπεδο, υπάρχουν τα εξής δεδομένα: (α) ο Πρωθυπουργός, με επιθυμία του, διαμόρφωσε νομοθετικά ένα πιο συγκεντρωτικό πλαίσιο διακυβέρνησης, εντός του οποίο ο ίδιος κατέστη ο άμεσα πολιτικός υπεύθυνος της ΕΥΠ, (β) η Κυβέρνηση επέμεινε, μέσω τροπολογίας που ψήφισε, να διορίσει το 2019 τον, πλέον παραιτηθέντα, Αρχηγό της ΕΥΠ παρόλο που αρχικά δεν πληρούσε (έστω τυπικά) τις προϋποθέσεις για τη θέση, (γ) όταν το 2020 προέκυψε το αίτημα του δημοσιογράφου κ. Α. Κουκάκη προς την ΑΔΑΕ για να μάθει αν υπήρξε στόχος παρακολούθησης από την ΕΥΠ, κατατέθηκε από την Κυβέρνηση τροπολογία που έδινε τη δυνατότητα στην ΑΔΑΕ να αποκρύψει τη δράση της ΕΥΠ στο νόμιμο αίτημα του δημοσιογράφου.

Η συναξιολόγηση όλων των παραπάνω, σε συνάρτηση με την υπόθεση του κ. Ν. Ανδρουλάκη και τη χρονική συσχέτιση μεταξύ των επισυνδέσεων της ΕΥΠ και των επιθέσεων του παράνομου λογισμικού Predator και προς τα δύο δημόσια πρόσωπα, ενισχύει την αντίληψη περί ύπαρξης γκρίζων ζωνών μεταξύ κρατικών δομών και «παραθεσμικών» κέντρων. Η δημοσιογραφική δουλειά των κκ. Α. Τέλλογλου – Ε. Τριανταφύλλου, που δημοσιεύεται στο inside story, δίνει ένα παράδειγμα τέτοιων γκρίζων ζωνών .

Δεν ξέρω εάν ο Πρωθυπουργός αντιλαμβάνεται πόσο βαριά τραυματίζεται η Δημοκρατία, όταν μία κρατική υπηρεσία, την οποία ο ίδιος φρόντισε να θέσει υπό την άμεση πολιτική του ευθύνη, εμπλέκεται σε αδιαφανείς, στα όρια της νομιμότητας, λειτουργίες. Η απροθυμία ειλικρινούς ενημέρωσης της κοινής γνώμης δίνει την εντύπωση, στην καλύτερη περίπτωση, ότι ο Πρωθυπουργός κρατούνταν στο σκοτάδι από (μη αιρετούς κιόλας) υφισταμένους του, και στη χειρότερη, ότι ανεχόταν την παρουσία παρακρατικών μηχανισμών, ρισκάροντας για ένα πιθανό μελλοντικό πολιτικό όφελος.

Τα δύο μείζονα κόμματα της Αντιπολίτευσης ζητούν από τον Πρωθυπουργό να παραιτηθεί, και να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές. Δε χρειάζεται, εάν ο κ. Κ. Μητσοτάκης διώξει τις σκιές που τον περιβάλλουν χωρίς μικροπολιτικούς τακτικισμούς, με ταχύτητα, ειλικρίνεια, γενναιότητα και αίσθημα ευθύνης.

Facebook Comments