Στους παράγοντες που τον οδήγησαν στην διατήρηση της αξιολόγησης και των προοπτικών της Ελλάδας την περασμένη Παρασκευή αναφέρεται ο οίκος Moody’s σε νέο λεπτομερές report του, όπου ουσιαστικά εξηγεί γιατί δεν έδωσε την πολυπόθητη αναβάθμιση στη χώρα.

Στα πιστωτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας ο οίκος τοποθετεί το ισχυρό ιστορικό εφαρμογής μιας απαιτητικής σειράς διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, το πολύ χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, τις μέτριες ανάγκες δανεισμού εν μέσω συνεχούς πιστωτικής υποστήριξης και τα πολύ υψηλότερα επίπεδα πλούτου από χώρες σε παρόμοια επίπεδα αξιολόγησης.

Ωστόσο η Ελλάδα είναι αντιμέτωπη με σημαντικές πιστωτικές προκλήσεις, όπως η μείωση του πολύ υψηλού επιπέδου χρέους η οποία εξαρτάται από μια συνετή δημοσιονομική στάση για τα επόμενα χρόνια, η διατήρηση της εστίασης στην ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων στον τομέα της διακυβέρνησης, καθώς και η συνεχής εστίαση στη βελτίωση του τραπεζικού τομέα, τη στιγμή που το μακροοικονομικό περιβάλλον στην Ευρώπη θέτει ολοένα και μεγαλύτερες προκλήσεις.

“Οι όποιες μελλοντικές βελτιώσεις στο υψηλό χρέος και η πλήρης επιστροφή στη χρηματοδότηση μέσω αγοράς εξαρτώνται από το να διατηρήσει η κυβέρνηση μια συνετή δημοσιονομική στάση για τα επόμενα χρόνια”, τονίζει ο οίκος.

Λεπτομερείς πιστωτικές εκτιμήσεις

Όπως σημειώνει η Moody’s, στις 16 Σεπτεμβρίου επιβεβαίωσε την αξιολόγηση Ba3 της Ελλάδας και διατήρησε το σταθερό outlook. Οι βασικοί παράγοντες ήταν: (i) η ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών, η οποία είχε βελτιωθεί σημαντικά, με τον δείκτη NPEs ωστόσο να παραμένει συγκριτικά υψηλός, (ii) η ισχυρή ανάκαμψη της ανάπτυξης, η οποία ωστόσο επισκιάζεται από τον υψηλό πληθωρισμό και την αναμενόμενη επιβράδυνση και (iii) ο μειούμενος δείκτης χρέους και η ισχυρή προσιτότητά του, στοιχεία ωστόσο τα οποία αντισταθμίζονται από τα  πολύ υψηλά επίπεδα χρέους.

Το πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας, όπως εξηγεί, καθορίζεται από τέσσερις παράγοντες: την οικονομική ισχύ, την ισχύ των θεσμών και της διακυβέρνησης, την δημοσιονομική ισχύ και την ευαισθησία στον κίνδυνο διάφορων (πολιτικών και οικονομικών) γεγονότων, τόσο εντός της χώρας όσο και στο εξωτερικό.

Αξιολογούμε την οικονομική ισχύ της Ελλάδας με “baa2”, που εξισορροπεί τα σχετικά υψηλά επίπεδα πλούτου της χώρας με το μέτριο μέγεθος της οικονομίας και το εξίσου μέτριο επίπεδο οικονομικής διαφοροποίησης. Αντικατοπτρίζοντας τη μακρά και βαθιά ύφεση της Ελλάδας μεταξύ 2009 και 2016, και την απότομη συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ το 2020, η αστάθεια της ανάπτυξης ήταν υψηλότερη απ’ ό,τι για τα περισσότερα κράτη που αξιολογούμε”, αναφέρει ο οίκος.

Από διαρθρωτικής άποψης, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά εμπόδια για τη διαρκή ισχυρή ανάπτυξη, συμπεριλαμβανομένων των διαρθρωτικά χαμηλών ποσοστών αποταμίευσης και επενδύσεων. Η σημερινή κυβέρνηση έχει αρχίσει να αντιμετωπίζει ορισμένες από τις προκλήσεις, ιδίως εκείνες που συνδέονται με τις χαμηλές επενδύσεις, μειώνοντας τους αυξημένους φορολογικούς συντελεστές, χαλαρώνοντας τους επιχειρηματικούς κανονισμούς, βελτιώνοντας το πλαίσιο αδειοδότησης επενδύσεων και προωθώντας τις ιδιωτικοποιήσεις. Η αποτελεσματική απορρόφηση των κονδυλίων ανάκαμψης της ΕΕ θα είναι επίσης κρίσιμη για την ενίσχυση των επενδύσεων και τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη, επισημαίνει ο οίκος.

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει επίσης ένα εξαιρετικά δυσμενές δημογραφικό προφίλ, το οποίο επιδεινώθηκε από τη μετανάστευση μεγάλου ποσοστού νέων και καλά μορφωμένων κατά τα χρόνια της κρίσης. Το μερίδιο του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας στο σύνολο του πληθυσμού θα συρρικνωθεί σχεδόν κατά εννέα ποσοστιαίες μονάδες έως το 2050, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Eurostat. Αυτός είναι ο βασικός λόγος πίσω από τη συγκριτικά αδύναμη μακροπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη, την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προβλέψει σε 1,2% για την περίοδο 2019 έως 2070.

Παράλληλα, όπως επισημαίνει η Moody’s, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία 10 χρόνια, ωστόσο παραμένει ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, ιδίως για τους νέους και τις γυναίκες. Η εισοδηματική ανισότητα είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ και, παρά τις βελτιώσεις από το 2015, το ποσοστό των ατόμων τα οποία κινδυνεύουν από τη φτώχεια είναι συγκριτικά υψηλό.

Σε ό,τι αφορά τον δεύτερο παράγοντα, ο οίκος εξηγεί πως βαθμολογεί την ισχύ των θεσμών και της  διακυβέρνησης της Ελλάδας με “ba1”, δύο βαθμίδες χαμηλότερα από την αρχική βαθμολογία του “baa2”, με την καθοδική προσαρμογή να εξηγείται από την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους του ιδιωτικού τομέα το 2012.

Η συνολική βαθμολογία ενσωματώνει την εκτίμησή της για την αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής, καθώς και της νομισματικής και μακροοικονομικής πολιτικής. Τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας έχουν τεθεί σε πολύ πιο σταθερή βάση τα τελευταία χρόνια, με σταθερά και αυξανόμενα πλεονάσματα του προϋπολογισμού μεταξύ 2016 και 2019 και πρωτογενή πλεονάσματα που υπερβαίνουν τους στόχους που έχουν θέσει οι πιστωτές της ευρωζώνης, με την Moody’s να πιστεύει επίσης ότι η δέσμευση για συνέχιση της δημοσιονομικής εξυγίανσης είναι αξιόπιστη.

Η βαθμολογία “baa” για την ποιότητα των νομοθετικών και εκτελεστικών θεσμών αντικατοπτρίζει την ισχυρή δυναμική στην εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που έχουν ήδη επιφέρει απτή πρόοδο σε τομείς όπως η φορολογική διοίκηση και η συμμόρφωση. Συνεχίζει να σημειώνεται πρόοδος όσον αφορά τις εκκρεμείς μεταρρυθμιστικές δεσμεύσεις που συμφωνήθηκαν μεταξύ της προηγούμενης κυβέρνησης και του Eurogroup τον Ιούνιο του 2018. Ενώ θα χρειαστούν πολλά χρόνια δέσμευσης για να αποκομιστούν τα πλήρη οφέλη των θεσμικών αλλαγών που βρίσκονται σε εξέλιξη, για τη δημιουργία μιας σύγχρονης και αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης, αυτές οι βελτιώσεις αρχίζουν να αντικατοπτρίζονται στους δείκτες διακυβέρνησης, όπως επισημαίνει ο οίκος.

Σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική ισχύ της Ελλάδας, αξιολογείται με “ba3”. Αυτό ενσωματώνει την προσδοκία του οίκου για μείωση του δείκτη χρέους από τα πολύ υψηλά επίπεδά του, καθώς και το ευνοϊκό προφίλ που παρουσιάζει η δομή του χρέους της κυβέρνησης, όπως η μακροχρόνια μέση διάρκεια λήξης περίπου 18 ετών. “Ο δείκτης χρέους μειώθηκε στο 193,3% του ΑΕΠ στο τέλος του 2021 από 206,3% το 2020 και προβλέπουμε περαιτέρω μείωση τα επόμενα χρόνια, βοηθούμενη από την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ και την επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023”, τονίζει η Moody’s.

Η πολύ μακροχρόνια διάρθρωση του χρέους και η σημαντική και επαναλαμβανόμενη ελάφρυνση του χρέους που παρέχεται από τους πιστωτές της ευρωζώνης αντανακλάται στις μετρήσεις προσιτότητας χρέους (πληρωμές τόκων σε σχέση με το ΑΕΠ και τα δημόσια έσοδα) που είναι σημαντικά ισχυρότερες απ’ ό,τι υποδηλώνουν οι μετρήσεις του χρέους, εξηγεί ο οίκος.

Ωστόσο, παρά την προβλεπόμενη μείωση του χρέους, η Ελλάδα θα εξακολουθεί να έχει ένα από τα υψηλότερα χρέη παγκοσμίως τα επόμενα 3-5 χρόνια και η βιωσιμότητα του χρέους της εξαρτάται από τη στήριξη από τους επίσημους πιστωτές. Επιπλέον, η Ελλάδα έχει πολύ υψηλές υποχρεώσεις, κυρίως από φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Ως εκ τούτου, η Moody’s όρισε την τελική βαθμολογία δύο βαθμίδες κάτω από την αρχική βαθμολογία “ba1”.

Τέλος, ο οίκος βαθμολογεί την ευαισθησία της Ελλάδας στον κίνδυνο γεγονότων με “ba”. Αυτή η αξιολόγηση παραμένει καθορισμένη από κινδύνους που σχετίζονται με τον τραπεζικό τομέα ο οποίος, παρά τις σημαντικές βελτιώσεις, συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από συγκριτικά αδύναμη ποιότητα ενεργητικού, χαμηλή κερδοφορία και μεγάλο μερίδιο κεφαλαίων χαμηλότερης ποιότητας με τη μορφή αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων. Μαζί με το σχετικά μεγάλο τους μέγεθος, δημιουργούν μια μεγάλη πιθανή υποχρέωση που θα μπορούσε να αντικατοπτριστεί στον ισολογισμό της κυβέρνησης.

Σε αυτόν τον τέταρτο παράγοντα συμπεριλαμβάνονται ο πολιτικός κίνδυνος, ο κίνδυνος ρευστότητας και η ευαισθησία σε εξωτερικά σοκ. 

Η βαθμολογία κινδύνου πολιτικών γεγονότων “baa” αντικατοπτρίζει μια πιο σταθερή εσωτερική πολιτική κατάσταση μετά τις γενικές εκλογές του Ιουλίου 2019. Για πρώτη φορά από το 2009, ένα μόνο κόμμα – η Νέα Δημοκρατία – έλαβε την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών στο κοινοβούλιο. Η βαθμολογία παραμένει υψηλότερη από ό,τι σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, για να αντικατοπτρίζει την ανάγκη των επόμενων κυβερνήσεων να ακολουθήσουν συνετές δημοσιονομικές πολιτικές και να εφαρμόσουν περαιτέρω θεσμικές και διαρθρωτικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις, όπως συμφωνήθηκε με τους πιστωτές, σε ένα περιβάλλον ακόμη αδύναμης, αλλά βελτιωμένης θεσμικής ικανότητας.

“Ο σχηματισμός κυβέρνησης μετά τις επόμενες εκλογές – που πιθανότατα θα διεξαχθούν σε δύο γύρους γύρω στον Απρίλιο/Μάιο του 2023 – θα είναι δύσκολος, αν κρίνουμε από τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, γεγονός που ενέχει τον κίνδυνο επιβράδυνσης της μεταρρυθμιστικής δυναμικής”, επισημαίνει ο οίκος.

Η Moody’s βαθμολογεί τον κίνδυνο ρευστότητας της κυβέρνησης στο “a”. Αυτό αντανακλά το πολύ υψηλό επίπεδο των ταμειακών διαθεσίμων και τη μεγάλη μέση διάρκεια του χρέους. Οι ανάγκες αναχρηματοδότησης του ελληνικού δημόσιου χρέους είναι χαμηλές για τα (πολλά) επόμενα χρόνια ως αποτέλεσμα της δέσμευσης των πιστωτών της ζώνης του ευρώ να εξασφαλίσουν διαχειρίσιμες ακαθάριστες δανειακές ανάγκες μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα.

Σε ό,τι αφορά την ευαισθησία της Ελλάδας σε εξωτερικούς κινδύνους, βαθμολογείται επίσης με “a”. Πριν από την πανδημία, η Ελλάδα κατάφερε να μειώσει σημαντικά το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, από περίπου 15% του ΑΕΠ στην κορύφωσή του το 2008 σε έλλειμμα μόλις 1,5% του ΑΕΠ το 2019. Ωστόσο, το σοκ που προκλήθηκε από τον κορονοϊό οδήγησε σε μια απότομη διεύρυνση (πάνω από 6% του ΑΕΠ το 2020) και οι υψηλές τιμές ενέργειας θα διατηρήσουν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σε έλλειμμα τα επόμενα χρόνια, παρά τη βελτίωση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών.

Κούρταλη Ελευθερία

Facebook Comments