Ως φοιτητής, για να βγάζω τα έξοδά μου, έκανα δύο δουλειές. Δίδασκα σε ωδεία και το βράδυ έπαιζα κιθάρα στην μπουάτ «Τιπούκειτος», στα Εξάρχεια. Πού και πού τραγουδούσα και μερικά «νεοκυματικά». Τα «μεγάλα ονόματα» του Τιπούκειτου ήταν η Αρλέτα και ο Λάκης Παππάς. Ένα βράδυ που δεν είχε έρθει ο Λάκης, οι θαμώνες μού ζήτησαν να πω τη μεγάλη του επιτυχία “Μην κουραστείς να μ’ αγαπάς”, την οποία ερμήνευε με κατάνυξη και σπαραξικάρδιο πάθος. Τους είπα “Συγγνώμη, δεν μπορώ, γιατί είμαι 100% αντίθετος με τους στίχους αυτού του τραγουδιού”. Τους φάνηκε περίεργο που ένας πιτσιρικάς διατύπωνε τέτοια άποψη. Και για αρκετή ώρα, στο παρεΐστικο περιβάλλον του Τιπούκειτου, αντί να τραγουδάμε, κουβεντιάζαμε.
Τι θα πει “Μην κουραστείς να μ’ αγαπάς”; Αν θες να μην κουραστεί, διαμόρφωσε εσύ τις συνθήκες. Δεν γίνεται κατόπιν αιτήματος αυτό. Και να έχεις τις κεραίες σου “σούζα” να πιάνεις μηνύματα κούρασης, μόλις εκπεμφθούν. Γιατί αν το καταλάβεις όταν ο άλλος έχει γίνει πτώμα, είναι αργά πια. Αλλά δεν σταματάει εκεί το άσμα. «Κι αν κουραστείς, μη φύγεις». Σοβαρά; Αν κουραστείς, φύγε τρέχοντας! Δεν έχεις καμμία υποχρέωση να φθείρεσαι, για να μην ξεβολευτεί ο άλλος. Δηλαδή, αν μείνεις μαζί του, επειδή… σε έπεισε ο στίχος ή για πρακτικούς λόγους επειδή π.χ. δεν έχεις οικονομική ανεξαρτησία, πόσο υγιής μπορεί να είναι η συμβίωση και για τους δύο; Αν υπάρχουν παιδιά, το συζητάμε. Σταθμίζεις τα υπέρ και τα κατά. Αν δεν υπάρχουν, τι κάθεσαι;
Αυτά είπα τότε, αυτά λέω και τώρα. Η εγωιστική πρόσληψη του άλλου, ως αξεσουάρ, διατρέχει οριζοντίως όλα τα κοινωνικά, μορφωτικά και οικονομικά στρώματα. Κυκλοφορεί και σε λαϊκή version (στίχοι Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, παρακαλώ!): «Μείνε κοντά μου κι ας μη μ΄ αγαπήσεις, μόνο τα χάδια σου να μου χαρίσεις και λίγο λίγο θα με συνηθίσεις, όχι όχι μη με παρατάς.» Πόσο ξεφτιλισμένος είσαι, ρε φίλε, που, ενώ ξέρεις ότι δεν σ’ αγαπάει, την εκλιπαρείς να σε συνηθίσει; Και πόσο εγωιστής! Εσύ θα έμενες δίπλα σε μία που δεν θα την αγαπούσες, χαρίζοντάς της τα… χάδια σου; Κάνε έναν κόπο να αλλάξεις προσέγγιση, μπας και βρεθεί κάποια να σ’ αγαπήσει, διότι αν είχες μία πιθανότητα με την συγκεκριμένη, μετά το μελοποιημένο ρεσιτάλ μιζέριας δεν έχεις καμμία.
Την ανόρεχτη παραμονή του άλλου, που δεν ξέρουμε αν την κατάφερε ο Μενιδιάτης (ή η Μπέμπα Μπλανς ως πρώτη ερμηνεύσασα την παραπάνω «επιτυχία» του Καλδάρα – αντιγραφή ινδικού σουξέ) την πέτυχε ο Διονυσίου: «Υποκρίνεσαι, το ξέρω υποκρίνεσαι, κι επειδή σε αγαπώ μόνο μου δίνεσαι» αλλά και πάλι δεν είναι ικανοποιημένος: «Κι εγώ πεθαίνω κάθε μέρα λίγο λίγο, αλλά δεν έχω πια τη δύναμη να φύγω». Κι όταν τα πίναν με τον Γαβαλά θα κουβέντιαζαν τις κοινές τους εμπειρίες γιατί κι αυτός περνούσε τα ίδια και χειρότερα: «Μ’ έχεις ποτίσει φαρμάκι πικρό, πικρό πολύ πικρό, αν ήταν άλλος θα σ΄ είχε μισήσει μα εγώ σ’ αγαπώ αγαπώ. Δεν με πονάς, γι ‘ αυτό με βασανίζεις (…) με τυραννάς και την καρδιά μου σκίζεις» κ.λπ. κ.λπ.
Η ζωή όμως είναι άδικη. Κι ενώ ο ένας την παρακαλάει γονυπετής να τον συνηθίσει λίγο – λίγο, λες κι είναι μουρουνόλαδο, ο άλλος κάνει μια γυναίκα να λιώνει για πάρτη του, με τη λεπτεπίλεπτη συμπεριφορά που περιγράφει η ερωτοχτυπημένη περσόνα της Σοφίας Βέμπο:
«Χρόνια και χρόνια με τυραννάει κι ούτε μια στάλα δεν με πονάει, γιατί; Και ζω κοντά του μες τη μιζέρια, χειμώνες τώρα και καλοκαίρια, γιατί; Και με βαριέται και μ’ άλλες πάει, και μου τα παίρνει και με χτυπάει, γιατί; Δεν είναι γόης, δεν είναι ωραίος και κολυμπάει μέσα στο χρέος, γιατί; (…) Κι όλο τα πίνει κι όλο τα σπάει, κι όλο σε μένα μετά ξεσπάει, γιατί; Δε μου μιλάει για το φεγγάρι, κι ένα λουλούδι δε μου ’χει πάρει, γιατί; Μονάχα πίκρες μού ’χει χαρίσει, ποτέ δε μού ’χει γλυκομιλήσει, γιατί; Ποτέ δε μού ’χει χαμογελάσει, κι ο έρωτάς του μ’ έχει γεράσει, γιατί;»
Γιατί είσαι λούζερ, έχεις μηδενική αυτοεκτίμηση και άπειρη ανασφάλεια, γιατί πάσχεις από διανοητική νωθρότητα, από συναισθηματική αναπηρία, από το σύνδρομο της Στοκχόλμης κι από άλλα εκατό σύνδρομα ακόμα, γιατί βολεύεσαι σε μια τοξική σχέση. Κι όχι μόνο δεν φεύγεις, φωνάζοντας «φτου ξελεφτεριά» και τριαντατρείς φορές «απεταξάμην», αλλά δηλώνεις στο ρεφρέν χωρίς ίχνος τσίπας: «Μα τον λατρεύω κι είναι το φως μου, γιατί είναι, βλέπεις, ο άνθρωπός μου.» Γιατί αποφάσισες ένας τέτοιος άνθρωπος, με τον μισό ποινικό κώδικα στην πλάτη, να είναι το φως σου;
Αν νομίζετε ότι αυτή η αντίληψη αφορά τη, δύσκολη για διαζύγια, δεκαετία του ’50, μετρήστε τις επανεκτελέσεις, μέχρι και εντελώς πρόσφατες, αυτού του ανατριχιαστικού άσματος, αλλά και τη νεότερη παραγωγή σαδομαζοχιστικών σουξέ. Από τη λαϊκή επιτυχία της Λίτσας Διαμάντη (με γυναίκα στιχουργό: Μάρω Μπιζάνη) «να με σκοτώνεις και να λέω ανασαίνω – εσύ να φταις κι εγώ συγγνώμη να ζητάω – άσε με άσε με, άσε με, να σ’ αγαπάω» μέχρι το πιο «έντεχνο», πρωτοψαλτικό, «ο άγγελός μου». Άλλο μουσικό ύφος, άλλη αισθητική, αλλά η ουσία ίδια: «Ο άγγελός μου, ο άνθρωπός μου, ο θάνατός μου. Εσύ, που έστρεφες αργά το μαχαίρι, εσύ, που μου ’παιρνες γλυκά τη ζωή, εσύ. Κι όταν μου έστρεφες αργά το μαχαίρι, κι όταν μου έπαιρνες γλυκά τη ζωή, πάλι μια λέξη μοναχά σού ’χα πει σ’ αγαπάω!» Πας καλά, κοπέλα μου; Αγαπάς τον θάνατό σου; Ξέρεις για πότε το «μαχαίρι» από μεταφορά γίνεται κυριολεξία; Είναι άνθρωπός σου αυτός που σου παίρνει τη ζωή; «Φτιάχνεσαι» με τους τραγικούς, καταραμένους ρόλους; Μολονότι στιχουργοί τινές των ανωτέρω ήταν άντρες, γυναίκες τα τραγούδησαν, γυναίκες τα έκαναν μεγάλες επιτυχίες, σε γυναικείες ψυχές μίλησαν αυτά τα τραγούδια.
Δεν γράφω αυτό το κείμενο, γιατί αποφάσισα ξαφνικά να σχολιάσω τη θεματολογία του ελληνικού πενταγράμμου. Αλλά γιατί, ενώ τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας αυξάνονται, συχνά με τραγική κατάληξη, βλέπω τον δημόσιο λόγο να περιορίζεται, με αφορμή ημέρες ή δράσεις κατά της βίας, σε απλοϊκά, αφελή slogan του τύπου «πες ΟΧΙ στη βία», λες και η βία έρχεται, όπως ο μετρ με τον κατάλογο, και σου λέει «τι θα πάρετε;» κι εσύ αντί για «ωμή βία» διαλέγεις μια καλοψημένη «μη βία». Αποφεύγουμε να διερευνήσουμε το γιατί κάποιες (και κάποιοι) ανοίγουν την πόρτα στη βία. Αποφεύγουμε να αναγνωρίσουμε πως σε μια τοξική σχέση, συναισθηματικά υγιής δεν είναι κανένας, και να διερευνήσουμε τους λόγους που η κοινωνία μας παράγει νοσηρές προσωπικότητες σε προβληματικούς ρόλους. Όταν κάποιος σε θεωρεί «κτήμα του» δεν υιοθέτησε αυτή την οπτική στον 5ο χρόνο της σχέσης. Από την αρχή, αυτή είχε. Δεν την έβλεπες; Μπορεί να σε κολάκευε που προσπαθούσε να σε «κατακτήσει», όμως αναρωτήθηκες αν ένας κατακτητής μπορεί να δει σε σένα κάτι άλλο εκτός από ένα (ακόμη) τρόπαιο; Έχεις κάνει ποτέ μια σοβαρή συζήτηση με τον εαυτό σου, προσπαθώντας να απαντήσεις στον στίχο: «κάτι με κρατά κοντά σου, μα δεν ξέρω τι». Βρήκες τι σε κρατά κοντά του – ή και κοντά της;
Δεν εξυπηρετεί αυτή η οπτική τον μεταμοντέρνο μανιχαϊσμό των έμφυλων ορμεμφύτων. Η εμβάθυνση κουράζει. Θέλουμε λεζάντες και τσιτάτα, αμάσητα κι ευκολοχώνευτα, κι ένα αναγνωρίσιμο «κακό» να του πετάξουμε την πέτρα του αναθέματος και να ξεμπλέξουμε.
Όπως έχω ξαναγράψει στο άρθρο «Γυναικοκτονία και γυναικοπαρασιτισμός» το να αποδίδουμε τα προβλήματα των σχέσεων στην πατριαρχία, στην έμφυλη βία ή στον ανάδρομο Ερμή, είναι, εκτός από ανόητο, και εγκληματικό, τόσο όσο και οι συμπεριφορές που υποτίθεται ότι αναλύουμε. Διότι έχουν ολόιδιο υπόβαθρο: τη ροπή μας στο να αγνοούμε την πραγματικότητα και να προβάλλουμε στους άλλους, ερήμην τους, το δικό μας προκατασκευασμένο αφήγημα, που περιλαμβάνει φόβους, επιθυμίες και ιδεοληψίες. Βολεύει, φυσικά, όσους ψάχνουν για όφελος στην ανθρώπινη ευαλωτότητα: προσωπικό, πολιτικό, ακαδημαϊκό. Όμως, δεν συμβάλλει καθόλου, όχι στην ύφεση του φαινομένου, αλλά ούτε καν στην κατανόησή του.
Ακόμα κι αυτό όμως, τα τραγούδια, που λένε πάντα την αλήθεια, το έχουν επισημάνει: «δεν πα’ να είσαι ψέμα, εγώ σε λέω αγάπη». Εγωπάθεια, εμμονές και εθελοτυφλία: ο «τέλειος» συνδυασμός για μια τοξική σχέση. Και για μια τοξική προσέγγιση στις τοξικές σχέσεις…
Υ.Γ. Ισχύει, σε μεγάλο βαθμό, και για τη σχέση των οπαδών με το κόμμα που ψηφίζουν.
Facebook Comments