Η μανία της κοινωνίας μας από τα τέλη της δεκαετίας του 90 να ασπαστεί την αποβλαχοποίηση, να αποτάξει από πάνω της κάθε σημάδι του παρελθόντος, ιδίως της επαρχίας και της παράδοσης, και να συσσωρευτεί άρον-άρον στο μοναδικό αστικό κέντρο που έχει η Ελλάδα, δηλαδή την Αθήνα, έχει σπάσει κάθε όριο, που μόνο Ισπανία που έχει μία εντελώς έρημη επαρχία μπορεί να μας συναγωνιστεί.

Η Ισπανία είναι μία χώρα όμως η οποία έχει υπερπολλαπλάσια έσοδα τουρισμού από την Ελλάδα και μία χώρα που έχει και σοβαρή βιομηχανία που σημαίνει ότι υπάρχει μία ελπίδα ουσιαστική για τους ισπανούς.

Αυξήθηκαν ακούμε οι καταθέσεις των Ελλήνων τα τελευταία τρία χρόνια αλλά είναι εντυπωσιακό ότι κανείς δεν καταλαβαίνει η κάνει πως δεν καταλαβαίνει ότι οι καταθέσεις αυτές που αυξήθηκαν είναι του 20% περίπου του πληθυσμού που ήταν ήδη αλώβητοι από την οικονομική κρίση ενώ η μεγάλη πλειοψηφία ούτε καν έχει καταθέσεις.

Όποιος έχει αμφιβολίες ας δει τα ημερήσια δελτία εγκληματικότητας όπου οικονομικά σκάνδαλα, δολοφονίες και αυτοκτονίες θυτών ή θυμάτων που ήταν σε άθλια οικονομική κατάσταση διαδέχονται το ένα το άλλο καθημερινά.

Πολλοί, μέσα σε αυτά τα χάλια που περνάει η χώρα μας τα τελευταία 15 χρόνια νοσταλγούν το ΠΑΣΟΚ αλλά δεν έχουν καταλάβει ότι η δεκαετία του 80 ήταν ΠΑΣΟΚ για όλο το Δυτικό κόσμο και όχι μόνο για τη χώρα μας και επομένως δεν ήταν θέμα κόμματος αυτή η ευημερία αλλά καλής τύχης της διεθνούς συγκυρίας  εκείνης της εποχής που μας επέτρεψε να έχουμε τόσο καλές εμπειρίες και αναμνήσεις.

Οικονομική διεθνής συγκυρίας  που επέτρεψε να χτιστεί η σύγχρονη μεσαία τάξη της Ελλάδας εκείνη την εποχή η οποία και διαλύθηκε το 2012 με τα μνημόνια.

Η απουσία ουσιαστικού εθνικού αλλά και κοινωνικού προορισμού μας ως χώρα δε φαίνεται από τη μαζική άγνοια των νέων για το τι έγινε το 1821 σε σχετικές ερωτήσεις που γίνονται με σαρκαστικό τρόπο στην Ερμού στους περαστικούς νέους και νέες αλλά και από το γεγονός της μαζικής επιθυμίας να γίνουν όλοι μπάρμεν και μάγειρες όπως ακριβώς είχαν προβλέψει κάποιοι του 80 ότι θα γινόμασταν τα γκαρσόνια της Ευρώπης.

Μία μόδα που έχει πολλαπλασιαστεί τα τελευταία 10 χρόνια της κρίσης είναι το τεράστιο ρεύμα νέων που συναθροίζονται στην Αττική κάνοντας κατάχρηση του δικαιώματος τριτοβάθμιων σπουδών αφενός  -μιας και ελάχιστοι από αυτούς ενδιαφέρονται για τις σπουδές τους-  ενώ παράλληλα επιδιώκουν μανιωδώς να γίνουν ηθοποιοί και τραγουδίστριες μοντέλα και influencer στις σύγχρονες showbiz (σπούδασε νομικά αλλά την κέρδισε το βιολί – Πέρασε πρώτη στην         ιατρική αλλά είχε ταλέντο στο χορό).

Λόγω του τεράστιου ανταγωνισμού σε αυτό το χώρο έχει πέσει όχι μόνο το ύψος των οικονομικών απολαβών αλλά και το prestige των ανθρώπων του θεάματος καθώς κάποτε είχαμε 50 ηθοποιούς που τους ξέραμε όλοι και σήμερα έχουμε 5.000 που ανάθεμα και θυμόμαστε ποιοι είναι και πού παίξανε.

Παράλληλα το επίπεδο της ηθικής και αξιακής εμβέλειας των έργων στα οποία συμμετέχουν οι νέοι wannabe stars και καλλιτέχνες είναι απλά τραγικό. Για αυτό και ο κόσμος αναπολεί τις παλιές σειρές του 90 καθώς οι σύγχρονες δεν του λένε απολύτως τίποτα.

Φτάσαμε πλέον να νοσταλγούμε τη λάμψη του Φώσκολου και το καλημέρα Ζωή.

Παρόλα αυτά όσο χαμηλώνει το επίπεδο τόσο αυξάνει ο αριθμός των ανθρώπων που θέλουν να ασκήσουν το δικαίωμά τους να γίνουν σταρ.

Με δεδομένο ότι και η βιομηχανία της νύχτας και του τουρισμό με τα επαγγέλματα του μπάρμαν και άλλα αξιώνουν και αυτά μερίδιο συμμετοχής στο εγχώριο σταριλίκι μπορούμε με άνεση να πούμε ότι στην Ελλάδα σήμερα είναι πολλοί περισσότεροι οι -με το στανιό πρωταγωνιστές – του δημοσίου βίου και πολύ λιγότεροι οι θεατές και ακροατές τους, κάτι πρωτοφανές.

Όλοι αξιώνουν με το ζόρι την προσοχή των υπολοίπων. Πρέπει οπωσδήποτε να διατρανώσουν την παρουσία τους στα social media.

Αν είναι μηχανικοί ίσως έχουν ταλέντο και στο τραγούδι εάν είναι φιλόλογοι ίσως έχουν ταλέντο στη μόντελινγκ. Αν ασχολούνται με το μόντελινγκ ίσως επιδιώξει να αρχίσουν να γράφουν ποιήματα για να μας πείσουν ότι το καταφέρνουν και στα ποιοτικά πράγματα.

Γεγονός παραμένει ότι είναι τόσο μεγάλη η δίψα για προσοχή στην Ελλάδα που πλέον κανείς δεν ασχολείται με τίποτα ουσιαστικό και παραγωγικό.

Δεν έχουν καταλάβει αρκετοί άνθρωποι ότι το γεγονός ότι τη δεκαετία του 80 πχ μπόρεσαν κάποιοι άνθρωποι να γίνουν καλλιτέχνες κάνοντας γκρουπάκια για παράδειγμα με άλλα νεαρά παιδιά της γειτονιάς τους και να έχουν στη συνέχεια επιτυχία είναι επειδή τότε τα ερεθίσματα ήταν πιο φρέσκα και συνάμα υπήρχαν πάρα πολλές συντηρητικές και σταθερές οικογένειες που έδιναν το χρόνο και το χώρο στα νέα αυτά παιδιά να ασχοληθούν επιτυχώς με τα χόμπι τους.

Επομένως τόσο μικρότερος αριθμός των καλλιτεχνών τραβούσε φυσιολογικά τα φώτα της προσοχής πάνω τους καθώς το ταλέντο τότε φάνταζε σαν κάτι δοσμένο από το θεό, σαν κάτι σπάνιο.

Ταυτόχρονα η γονική επένδυση ήταν πολύ πιο ουσιαστική ενώ σήμερα με την απουσία σταθερών οικογενειών και άρα μείωσης της γονικής επένδυσης έχουμε μία τεράστια γενιά παιδιών που δεν έλαβαν προσοχή από την οικογένειά τους, που δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο, που δεν έχουν υποστήριξη ουσιαστική ώστε να μπορέσουν να βελτιωθούν και απλά επιμένουν να σπαταλούν τη ζωή τους σε ηλιθιότητες ενοχλώντας ουσιαστικά το οποίο λιγοστό κοινό μπορεί τυχαία να τους παρακολουθεί.

Τα ίδια και οι γόνοι των πλουσίων οι οποίοι παρότι ευνοημένοι σχετικά στερούνται αξιακών σημείων αναφοράς μιας και η κοινωνία σήμερα δεν μπορεί να εμπνεύσει πλέον απολύτως τίποτα.

Ανθρώπινες αξίες όπως η ανακούφιση του ανθρώπινου πόνου, της απώλειας, της αδικίας και πολλές άλλες έχουνε γίνει αφορμές  περίγελου και φτάσαμε στο σημείο να γράφουνε τραγούδια για αδέσποτα σκυλιά.

Το ποσοστό φτώχειας στην Ελλάδα δεν έχει μειωθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια ενώ ήδη ήταν η δεύτερη μετά τη Βουλγαρία σε όλη την Ευρώπη.

Πλην οι θιασώτες των μνημονίων μαζί με τους Γερμανούς κατάφεραν μία με το «οι Έλληνες είναι φοροφυγάδες» μία με το «οι ελεύθεροι επαγγελματίες κρύβουν λεφτά» μία με την επαρχία που την πέταξαν στον κάλαθο των αχρήστων κλπ να κρύβουν ένα τεράστιο μέρος της δυστυχίας της σύγχρονης Ελλάδας με ανθρώπους που αυτοκτονούν ο ένας μετά τον άλλον ή ζουν σε άθλιες συνθήκες.

Κι όλα αυτά την ώρα που παρουσιάζεται σαν είδηση με τι επιτόκιο δανείστηκε η Ελλάδα και γιατί βγήκε στις αγορές λες και ενδιαφέρει αυτό κανέναν ή καταλαβαίνει κανείς κάτι από όλα αυτά.

Ήδη βέβαια μπορεί να μυριστεί κανείς την σύγχρονη κατάντια από το γεγονός ότι οι βασικές ειδήσεις εδώ και 10 χρόνια ήταν πότε συνεδριάζει το eurogroup, ποια μέρα θα μπουν οι συντάξεις -λες και έχει καμιά συγκλονιστική σημασία –  και τι καιρό θα κάνει την επόμενη εβδομάδα λες και είναι και κανένας αγρότης η κτηνοτρόφος για να τον αφορά άμεσα η καιρική μεταβολή.

Τεράστιος αριθμός ανθρώπων λοιπόν έχει μείνει εκτός του ραντάρ ανίχνευσης της φτώχειας και το σύστημα δεν έχει τρόπο ούτε και επιθυμία για να τους βοηθήσει με συνέπεια από τα τεράστια κονδύλια που δαπανήθηκαν μέσα στην εποχή του κορονοιου το 100% να πάει σε μεγάλες εταιρείες και επιχειρήσεις και ούτε δεκάρα σε φτωχούς ανθρώπους. Δεν υπάρχουν για το σύστημα.

Ταυτόχρονα  το αλαλάζον   πλήθος των attention freaks πνιγεί τις κραυγές τους.

Ένα ακόμη ξεκάθαρο σημείο στο οποίο μπορεί κανείς να εντοπίσει ότι η μνημονιακή κατάντια και καχεξία συνεχίζεται είναι ότι τα λιγοστά νέα ζευγάρια που επιχειρούν να κάνουν οικογένεια έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: δυσκολεύονται να βρουν κουμπάρους και νονούς.

Η μεγάλη πλειοψηφία των γνωστών τους έχει οικονομική δυσχέρεια και δεν θέλει να πάρει την ευθύνη, με συνέπεια να ζούμε κωμικοτραγικές καταστάσεις με ανθρώπους που δεν μπορούν να συμπληρώσουν ένα βασικό καρέ για να μπορέσουν να αισθανθούν ότι ανήκουν κάπου.

Ο ελλειμματικός αυτός βίος (ή ο φόβος του) γεννά όλη αυτή την  μάζα δήθεν ταλέντων.

Και αυτό συνάμα μας αποδεικνύει ότι σε μία κοινωνία φτωχών και πλουσίων δεν μπορούν να ευημερήσουν ούτε οι πλούσιοι καθώς είναι απελπιστικά μόνοι τους και αυτοί.

Η ελλειμματικότητα τόσο ως έλλειψη οικονομικής ασφάλειας όσο και ως έλλειψη βαθειά ικανοποιητικής συναισθηματικής  ζωής και ελευθέριας ενισχύεται από αθρόα αναπαραγωγή κλισέ διάσημων ημιτρελων ηθοποιών (δεν είμαστε όλοι φτιαγμένοι για οικογένεια) ακραίων αριστερών (δε με νοιάζει τι κάνει ο άλλος στο κρεβάτι του), τη μόδα της κυνολατρείας, όπου επίσης το πλήθος των αδέσποτων μαρτυρεί το πλήθος της υποκρισίας και της αποτυχίας ανθρώπινης σύνδεσης.

Πάλι -ατυχώς για τους νέους- μετά τα μνημόνια, επιχειρείται να συνεχιστεί η παράδοση της περιόδου πριν την οικονομική κρίση με τα ξέφρενα γλέντια. Να συνεχιστεί η ζωή του Έλληνα που ξενυχτάει ως το πρωί και πίνει μέχρι τελικής πτώσεως δήθεν χαίρομενος τη ζωή, ενώ κανείς δεν παρατηρεί ότι αυτή η μανιώδης διασκέδαση είναι αυτιστική και δεν ανταποκρίνεται στην ανθρώπινη ανάγκη της διασκέδασης αλλά πάλι στην ανάγκη να φανούν να δειχτούν και να προκαλέσουν τους άλλους -συνήθως κάποιους εντελώς ασήμαντους αγνώστους τους.

Κανείς δεν παρατήρησε επίσης ότι ο αριθμός των νέων συρρικνώνεται δραματικά. Θέλουν όμως οι νέοι και ειδικά οι νέες να ζήσουν με τις επιλογές και τον τρόπο που έζησαν οι προηγούμενες γενιές και της ζηλεύουν.  Δυστυχώς δεν θα έχουν αυτή την επιλογή.

Ένα μεγάλο μέρος της σημερινής γενιάς κοριτσιών που προέρχεται μάλιστα από διαλυμένες οικογένειες θα έχουν πιο επιτακτική την ανάγκη να κάνουν νεότερες οικογένεια και παιδιά από τις γυναίκες της δεκαετίας του 90 για τον απλό λόγο ότι τότε οι νέοι άνθρωποι ήταν σε πληθώρα και οι οικογένειές πάρα πολλές και σταθερές πράγμα που επέτρεπε να ξεπεταχτούν πολύ ξενύχτηδες και ελευθεριακοι συνυπάρχοντας ομαλά με τους πολυπληθέστερους συντηρητικούς.

Σήμερα η δυνατότητα αυτή δεν υπάρχει.

Χρόνο με το χρόνο ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται (και ειδικά οι παλιότεροι που ήταν και πιο συντηρητικοί και κρατούσαν σπίτια και οικογένειες σε μία κατάσταση σταθερή) και δυστυχώς περισσεύουν οι χαβαλέδες οι οποίοι θέλοντας και μη θα πρέπει να χτίσουν μία άλλη ζωή.

Η οποία προς έκπληξή τους θα είναι σαν αυτή που καταδίκαζαν τη δεκαετία του 90 οι εκδότες των περιοδικών της αποβλάχοποίησης :

«Οι γονείς μου άφησαν τα χωριά τους στην Ελλάδα για να μας δώσουν μια καλύτερη ζωή και τώρα το μόνο που θέλω είναι να ζήσω σε ένα χωριό στην Ελλάδα».


 

Facebook Comments