Στο 4% και το υψηλότερο επίπεδο στην ιστορία της Ευρωζώνης αναμένουν πλέον αναλυτές και επενδυτές ότι θα αυξήσει το τελικό επιτόκιο καταθέσεων η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς –όπως δείχνουν και τα τελευταία στοιχεία για τον πληθωρισμό, η καταπολέμησή του δεν έχει ακόμη τελειώσει.

Η ΕΚΤ έχει ήδη αυξήσει τα επιτόκια κατά 300 μονάδες βάσης από τον Ιούλιο, από το -0,5% στο 2,5%, στον ταχύτερο ρυθμό σύσφιγξης της νομισματικής της πολιτικής που έχει καταγραφεί ποτέ, ενώ αναμένεται ευρέως ότι κατά τη συνεδρίαση του Μαρτίου θα προχωρήσει σε νέα αύξηση κατά 50 μ.β. Αν και πολλοί αναλυτές προέβλεπαν επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης μετά τον Μάρτιο και πιθανό τέλος των αυξήσεων τον Μάιο – Ιούνιο, τα νέα δεδομένα αλλάζουν εντελώς το «παιχνίδι».

Τα στοιχεία για τον πληθωρισμό του Φεβρουαρίου σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ισπανία και η Γερμανία αλλά και για το σύνολο της ευρωζώνης, που ανακοινώθηκαν τις τελευταίες ημέρες έχουν αλλάξει τις προοπτικές της νομισματικής πολιτικής, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την αντίληψή τους από την αγορά. Ενώ στις αρχές του 2023 οι επενδυτές εκτιμούσαν πως η ΕΚΤ, όπως και οι περισσότερες διεθνείς κεντρικές τράπεζες, οδεύουν στο τέλος της εκστρατείας των αυξήσεων των επιτοκίων, οι εκτιμήσεις άλλαξαν άρδην μέσα σε λίγες μόνο ημέρες.

Οι τιμές καταναλωτή στην ευρωζώνη αυξήθηκαν 8,5% το Φεβρουάριο σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του προηγούμενου έτους, υποχωρώντας ελαφρά από ετήσια αύξηση 8,6% τον Ιανουάριο, ωστόσο, ο δομικός πληθωρισμός–ο οποίος αποτελεί βασικό παράγοντα για την ΕΚΤ– επιταχύνθηκε στο 5,6% τον Φεβρουάριο από 5,3% τον Ιανουάριο, φτάνοντας σε ιστορικό υψηλό.

Αυτό δείχνει πως οι πληθωριστικές πιέσεις δεν έχουν υποχωρήσει με την ΕΚΤ να μην έχει πετύχει τελικά τον στόχο της χαλιναγώγησης των τιμών, παρά το γεγονός ότι τους τρεις μήνες πριν τον Φεβρουάριο έδειχναν να χαλαρώνουν. Αυτό σημαίνει μόνο ένα πράγμα. Η πιο επιθετική πολιτική είναι μονόδρομος για την ΕΚΤ, και στηρίζεται απόλυτα τόσο από τον επίμονο πληθωρισμό όσο και από την ανθεκτικότητα που έχει παρουσιάσει η οικονομία της ευρωζώνης αποφεύγοντας την ύφεση που πολλοί ανέμεναν.

Αυτό δίνει τον απόλυτο έλεγχο στα γεράκια του Δ.Σ της ΕΚΤ που ούτως ή άλλως εδώ και καιρό υποστηρίζουν όπως χρειάζονται περισσότερες σημαντικές αυξήσεις επιτοκίων. Τα περιστέρια θα πρέπει συνεπώς να περιμένουν ίσως μέχρι το καλοκαίρι για να δουν την έκκλησή του για μείωση του ρυθμού των αυξήσεων των επιτοκίων να υλοποιείται.

Μέσα σε ένα 24ωρο την περασμένη εβδομάδα, σειρά επενδυτικών οίκων άλλαξαν τις εκτιμήσεις τους για τα επιτόκια της ΕΚΤ μόλις δημοσιεύτηκαν τα νέα στοιχεία για τον πληθωρισμό.

Morgan Stanley, Bank of America, Danske Bank, BNP Paribas, και Barclays  βλέπουν πλέον το τελικό επιτόκιο να φτάνει το 4%, από 3,25% με 3,5% πριν, ενώ στο 3,75% το βλέπουν πλέον οι Goldman Sachs, JP Morgan, Société Générale.

Άλλωστε, ο κεντρικός τραπεζίτης του Βελγίου και μέλος του ΔΣ της ΕΚΤ Πιερ Βουνς δήλωσε ξεκάθαρα πως η ΕΚΤ θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο να αυξήσει τα επιτόκια έως και 4% εάν ο υποκείμενος πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ παραμείνει επίμονα υψηλός. «Εάν δεν δούμε σαφείς ενδείξεις ότι ο δομικός πληθωρισμός μειώνεται, θα πρέπει να κάνουμε περισσότερα», τόνισε.

Από την πλευρά της η Κριστίν Λαγκάρντ διαμήνυσε πως η ΕΚΤ ίσως χρειαστεί να συνεχίσει τις αυξήσεις των επιτοκίων πέρα από την προγραμματισμένη αύξηση 50 μ.β στη συνεδρίαση του Μαρτίου. «Αυτή τη στιγμή είναι πιθανό να συνεχίσουμε σε αυτό το μονοπάτι», όπως τόνισε, διευκρινίζοντας ο ρυθμός των μελλοντικών αυξήσεων θα κριθεί από τα οικονομικά δεδομένα που είναι διαθέσιμα εκείνη την στιγμή.

Πιο κάθετος ήταν ο πρόεδρος της Bundesbank Χοακίμ Νάγκελ, καθώς δήλωσε πως η αύξηση των επιτοκίων του Μαρτίου δεν θα είναι η τελευταία, δήλωσε ενώ πρόσθεσε πώς περαιτέρω σημαντικές αυξήσεις επιτοκίων μπορεί να είναι απαραίτητες στη συνέχεια. Παράλληλα ο υποστήριξε ότι το τελικό επιτόκιο θα πρέπει να διατηρηθεί για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε να επιτευχθεί ο στόχος για τον πληθωρισμό.

Τι σημαίνουν όλα αυτά για την οικονομία και τις αγορές; Σύμφωνα με την ING η νομισματική σύσφιξη της ΕΚΤ θα λειτουργήσει τελικά ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη και μετά από ένα ισχυρότερο δεύτερο τρίμηνο, η ανάπτυξη τα οικονομία θα επιβραδυνθεί και πάλι το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Για το σύνολο του 2023, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα η ανάπτυξη στην ευρωζώνη να κινηθεί στο πολύ χαμηλό 0,8%. Ωστόσο, ο μεγαλύτερος αντίκτυπος της δημοσιονομικής και (πρόσθετης) νομισματικής σύσφιξης θα είναι περισσότερο αισθητός το επόμενο έτος, η αύξηση του ΑΕΠ το 2024 να κινείται στο μόλις 0,7%. Σύμφωνα με μοντέλα της κεντρικής τράπεζας, όπως τονίζει, ο αρνητικός αντίκτυπος στην αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ της τρέχουσας νομισματικής σύσφιξης εκτιμάται ότι θα είναι περίπου 1,5% κατά μέσο όρο ετησίως για την τριετία από το 2022 έως το 2024, με τον μεγαλύτερο αντίκτυπο το 2023 και το 2024.

Σε ότι αφορά τις αγορές, η Capital Economics εκτιμά πως η καλή πορεία που έχουν σημειώσει πρόσφατα είναι απίθανο να συνεχιστεί καθώς η όρεξη των επενδυτών για ρίσκο θα μειωθεί καθώς τα επιτόκια συνεχίζουν να αυξάνονται. Υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με το επίπεδο των ουδέτερων επιτοκίων και το πότε θα γίνει αισθητή η πλήρης επίπτωση της νομισματικής πολιτικής, πράγμα που σημαίνει ότι τα ακόμη υψηλότερα επιτόκια αυξάνουν αναμφισβήτητα τον κίνδυνο υπερβολικής σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής, προκαλώντας έτσι πιο ισχυρά sell-offs στις αγορές.

Facebook Comments