Μπορεί η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, να επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία ότι η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής θα συνεχίσει στην ίδια πορεία (staying the course), ωστόσο οι αναλυτές εκτιμούν ότι θα είναι δύσκολο να διατηρηθεί η επιθετικότητα για μεγάλο διάστημα ακόμη. Και η επιθετικότητα αυτή είναι το αποτέλεσμα των πιέσεων που ασκεί η συντριπτική πλειοψηφία του Δ.Σ, δηλαδή τα γεράκια.

Οι περισσότεροι αξιωματούχοι, σε δηλώσεις τους το τελευταίο διάστημα, ήταν ξεκάθαροι ότι στη συνεδρίαση του Φεβρουαρίου – όπως και έγινε – η αύξηση των επιτοκίων θα ήταν της τάξης των 50 μονάδων βάσης, κάτι για το οποίο υπήρχε άλλωστε πλήρη ομοφωνία στο Δ.Σ όπως μαθαίνουμε. Ωστόσο πολλοί απέφευγαν να «δεσμευθούν» για το τι θα γίνει στη συνέχεια, και αν θα διατηρηθούν οι «σημαντικές αυξήσεις» ή θα μειωθεί ο ρυθμός τους. Η ΕΚΤ τελικά εξέπληξε και δήλωσε την πρόθεσή της, και όχι τη δέσμευσή της πάντως, ότι και τον Μάρτιο τα επιτόκια θα αυξηθούν κατά 50μ.β. Για τη συνέχεια ουδείς γνωρίζει.

Το μέλος του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ Φάμπιο Πανέτα είχε δηλώσει λίγε μέρες πριν τη συνεδρίαση του Φεβρουαρίου, πως η ΕΚΤ δεν πρέπει να δεσμευτεί σε συγκεκριμένη αύξηση επιτοκίων πέραν του Φεβρουαρίου, καθώς αν και υπάρχει συγκρατημένη αισιοδοξία για τον πληθωρισμό, υπάρχει πολύ μεγάλη αβεβαιότητα για την οικονομία. Κάποιοι αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένων των διοικητών των κεντρικών τραπεζών της Ολλανδίας και της Σλοβακίας, Κλάας Κνοτ και Πέτερ Καζιμίρ, είχαν «ζητήσει» αύξηση κατά 50 μονάδες βάσης και τον Μάρτιο, ενώ άλλοι, συμπεριλαμβανομένου του Έλληνα κεντρικού τραπεζίτη Γιάννη Στουρνάρα, καθώς και του Ιταλού ομολόγου του Ιγνάσιο Βίσκο, είχαν ζητήσει αυξημένη προσοχή και σταδιακές κινήσεις.

Όπως σημείωσε και ο Πίτερ Πράετ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της ΕΚΤ, μιλώντας την τηλεόραση του στο Bloomberg την Παρασκευή, ««με εξέπληξε η ανακοίνωση της πρόθεσης του Δ.Σ για αύξηση κατά 50 μονάδες βάσης και τον επόμενο μήνα. Πολλά νέα μπορούν να έρθουν από τώρα έως τον Μάρτιο. Ποιος ξέρει τι πρόκειται να συμβεί;».

Η Λαγκάρντ προσπάθησε να εξηγήσει κατά την συνέντευξη τύπου πως αν και για το β’ τρίμηνο δεν είναι σαφές ακόμη πώς θα κινηθεί η ΕΚΤ, για τον Μάρτιο όλες οι ενδείξεις συνηγορούν ότι η αύξηση θα πρέπει να είναι της τάξης των 50 μ.β.. «Όλα τα σενάρια δείχνουν ότι ο Μάρτιος δικαιολογεί αύξηση 50 μ.β», τόνισε. «Όλα τα στοιχεία είναι επαρκώς ισχυρά για αυτήν την κίνηση», είπε.

Η αλήθεια είναι πως τα γεράκια βρίσκονται πίσω από αυτήν την προσθήκη. Έτσι η ΕΚΤ αναγκάστηκε να στείλει μήνυμα ξεκάθαρης επιθετικότητας, για να ακυρώσει έτσι και τα όποια σενάρια ή διαρροές έχουν υπάρχει το τελευταίο διάστημα ότι χαλαρώνει τη στάση της, κάτι που οδήγησε και σε ράλι στα ομόλογα, το οποίο φυσικά και δεν θέλει η ΕΚΤ. Έχει δηλώσει επανειλημμένως ότι τα κόστη δανεισμού πρέπει να κινηθούν υψηλότερα.

Το βέβαιο είναι πως το μέγεθος των αυξήσεων των επιτοκίων που θα ακολουθήσουν μετά τον Μάρτιο θα εξαρτηθεί από τις προοπτικές του πληθωρισμού. Δεδομένου ότι τον Μάρτιο το προσωπικό της ΕΚΤ θα παρουσιάσει τις νέες προβλέψεις του για την οικονομία, αυτές θα είναι καθοριστικές για τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου. Επιπλέον, αν και η ΕΚΤ έχει κινηθεί πίσω από τη Fed σε ό,τι αφορά τον τρέχοντα κύκλο σύσφιγξης, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ έχει ήδη μειώσει τον ρυθμό των αυξήσεων. Και η Τράπεζα της Αγγλίας, αν και αύξησε τα επιτόκια κατά 50 μ.β και στο υψηλότερο επίπεδο από το 2008 (στο 4%), ήταν απολύτως σαφές τόσο από το δελτίο τύπου όσο και από τις νέες της προβλέψεις ότι θέτει σιγά σιγά τις βάσεις για το τέλος του τρέχοντος κύκλου σύσφιξης, με μία περαιτέρω αύξηση, αλλά κατά 25 μ.β, να αναμένεται τον Μάρτιο. Συνεπώς, η «στροφή» και της ΕΚΤ δεν μπορεί να καθυστερήσει.

«Μετά από μια άλλη αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης τον Μάρτιο, αναμένουμε ότι η εικόνα του πληθωρισμού θα έχει αλλάξει αρκετά ώστε να πείσει την ΕΚΤ να στραφεί σε μικρότερες αυξήσεις επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης το β’ τρίμηνο, έτσι ώστε τα επιτόκια καταθέσεων να κορυφωθούν στο 3,50% τον Ιούνιο« σημειώνει η Pantheon Macroeconomics.

Μάλιστα, η επιθετικότητα της ΕΚΤ θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στο ΑΕΠ, οι οποίες δεν έχουν εκδηλωθεί ακόμη, όπως εκτιμούν οι οικονομολόγοι. Αυτό σημαίνει ότι πέραν του Μαρτίου οι αυξήσεις επιτοκίων είναι πολύ αβέβαιες.

Η HSBC εκτιμά ότι αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ οι οποίες τον Μάρτιο, όπως φαίνεται, θα έχουν φτάσει τις 350 μ.β συνολικά, θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία. Όπως επισημαίνει, ήδη το κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις κινείται στο 3% κατά μέσο όρο, γεγονός που θα επιβαρύνει τις επενδύσεις.

Συνολικά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της HSBC, το ΑΕΠ της Ευρωζώνης θα κινηθεί 3%-4% χαμηλότερα ως αποτέλεσμα των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ και μόνο, με το μεγαλύτερο χτύπημα στην οικονομία να σημειώνεται προς τα τέλη του 2023. Αυτό είναι σημαντικό, δεδομένου ότι η μακροπρόθεσμη τάση ανάπτυξης της Ευρωζώνης είναι μόλις στο 1%-1,5%. Από την άλλη πλευρά, οι 350 μ.β. αύξησης των επιτοκίων θα οδηγήσουν σε συνολική μείωση 1%-1,5% του πληθωρισμού.

Συνεπώς, η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ από μόνη της θα διατηρήσει την ανάπτυξη αρκετά κάτω από τη δυναμική της, στο 0,8% και πολύ χαμηλότερα από το 1,9% που εκτιμά για φέτος η ΕΚΤ στο βασικό της σενάριο. Παρόλο που η οικονομία ήταν εξαιρετικά ανθεκτική το δεύτερο εξάμηνο του 2022 και η πρόσφατη πτώση των τιμών του φυσικού αερίου προσφέρει ανοδικά περιθώρια για την ανάπτυξη στο επόμενο διάστημα, οι κίνδυνοι είναι σημαντικοί.

«Με τις αυξήσεις επιτοκίων να επιβαρύνουν περισσότερο το ΑΕΠ από τον πληθωρισμό, η ΕΚΤ μπορεί σύντομα να αντιμετωπίσει ένα δίλημμα», τονίζει η HSBC. Με τον δομικό πληθωρισμό πάνω από 5% ενδέχεται να πιεστεί να μειώσει τον πληθωρισμό προς τον στόχο του 2% σχετικά γρήγορα, όπως σημειώνει. Όμως, με την επιβράδυνση της ανάπτυξης, ορισμένες χώρες έχουν ήδη αρχίσει να εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους με τη νομισματική πολιτική.

«Αυτό συμβαδίζει με την άποψή μας ότι ενώ η ΕΚΤ είναι πιθανό να παραμείνει επιθετική βραχυπρόθεσμα όσον αφορά τις αυξήσεις των επιτοκίων, είναι απίθανο να συνεχίσει τις αυξήσεις μετά τον Μάρτιο. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι θα πρέπει να δεχθεί πως ο πληθωρισμός θα κινείται πάνω από τον στόχο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, όποιος περιμένει μειώσεις επιτοκίων, θα απογοητευθεί».

Facebook Comments