Τη χρυσή τομή στο δίλλημα πληθωρισμός ή τράπεζες, προσπάθησε να βρει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα η οποία έπρεπε να λάβει μία απόφαση για τα επιτόκια σε χρόνο dt αφού όταν συνεδρίαζε μόλις είχε ξεσπάσει η καταιγίδα της Credit Suisse.

Το σοκ και δέος που προκάλεσε η ελβετική τράπεζα στα χρηματιστήρια και ειδικά στις τραπεζικές μετοχές, ακριβώς τη στιγμή που χρηματοπιστωτικές αγορές φαινόταν να ηρεμούν μετά το έπος της SVB, έφερε τα πάνω κάτω στο Δ.Σ της ΕΚΤ. Εκεί που μέχρι πριν λίγα 24ωρα τα πάντα ήταν προκαθορισμένα, έπρεπε να λάβει μια σημαντική απόφαση η οποία δεν θα ενέτεινε τον πανικό στις αγορές. Και ήταν η πρώτη κεντρική τράπεζα που είχε στα χέρια της αυτήν την «καυτή πατάτα», αφού Fed και BoE θα συνεδρίαζαν μία εβδομάδα μετά.

Η Credit Suisse είναι καταρχήν μια πολύ μεγαλύτερη ανησυχία για την παγκόσμια οικονομία από τις περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ. Τα προβλήματά της ήταν βεβαίως γνωστά, οπότε δεν αποτέλεσαν πλήρες σοκ ούτε για τους επενδυτές ούτε για τους διαμορφωτές πολιτικής. Ωστόσο, η Credit Suisse έχει πολύ μεγαλύτερο ισολογισμό από την περιφερειακή τράπεζα των ΗΠΑ, SVB, για παράδειγμα και είναι πολύ πιο διασυνδεδεμένη παγκοσμίως, με πολλές θυγατρικές εκτός Ελβετίας, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ. Είναι επίσης βασικός broker των ΗΠΑ. «Η Credit Suisse δεν είναι απλώς ένα ελβετικό πρόβλημα, αλλά ένα παγκόσμιο πρόβλημα», όπως τόνισε και Capital Economics.

Τα προβλήματα της Credit Suisse έθεσαν βέβαια για άλλη μια φορά το ερώτημα εάν αυτή είναι η αρχή μιας παγκόσμιας κρίσης ή απλώς μια άλλη «ιδιοσυγκρασιακή» περίπτωση. Η Κριστίν Λαγκάρντ καλέστηκε αρκετές φορές να απαντήσει σε αυτό κατά τη συνέντευξη Τύπου μετά τη συνεδρίαση της Πέμπτης. Η Credit Suisse έχει θεωρηθεί ευρέως ως ο πιο αδύναμος κρίκος μεταξύ των μεγάλων τραπεζών της Ευρώπης, αλλά δεν είναι η μόνη τράπεζα που έχει παλέψει με την αδύναμη κερδοφορία τα τελευταία χρόνια.

Ευτυχώς για την ΕΚΤ, ήρθε η παρέμβαση από την Κεντρικής Τράπεζας της Ελβετίας η οποία και ηρέμησε τις αγορές, όποτε… λύθηκαν έτσι τα χέρια της.

Η ΕΚΤ αποφάσισε να μην αλλάξει πορεία και να «παραδώσει» την αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης, στην οποία είχε εμμέσως δεσμευθεί εδώ και αρκετές εβδομάδες, φέρνοντας το επιτόκιο καταθέσεων στο 3%, σε μία προσπάθεια να μην τρομάξει τις αγορές. Και αυτό γιατί μία ξαφνική αλλαγή της στάσης της θα μπορούσε να «μεταφραστεί» ως σήμα πανικού.

Η Κριστίν Λαγκάρντ έκανε ότι μπορούσε κατά τη συνέντευξη Τύπου, για να εξηγήσει την απόφαση και να καθησυχάσει τις αγορές. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν και οι αναλυτές, αν και ο πληθωρισμός παραμένει ξεκάθαρα υψηλός, η ΕΚΤ ουσιαστικά εγκλωβίστηκε στις δεσμεύσεις της και δεν έκανε την στροφή που θα έπρεπε για να αντιμετωπίσει την επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών. «Δεδομένου του επιπέδου αβεβαιότητας κρίναμε πως ήταν καλύτερο να πάρουμε την ισχυρή απόφαση για αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μ.β και να δούμε στη συνέχεια τι θα δείξουν τα οικονομικά στοιχεία για το πως πρέπει να κινηθούμε», τόνισε η Λαγκάρντ. «Θα περιμένουμε να έχουμε μία καλύτερη αξιολόγηση της κατάστασης όταν οι τρέχουσες εντάσεις υποχωρήσουν», όπως πρόσθεσε, επισημαίνοντας πως η απόφαση υποστηρίχθηκε από τη μεγάλη πλειοψηφία του Διοικητικού Συμβουλίου.

«Η απόφαση της ΕΚΤ να αυξήσει τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης ήταν η πιο επικίνδυνη από τις διαθέσιμες επιλογές. Υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με το εάν άλλες τράπεζες θα βρεθούν μέσα στην καταιγίδα. Πιστεύουμε ότι οι επενδυτές θα καταλάβαιναν, εάν η ΕΚΤ αποφάσιζε να σταματήσει τις αυξήσεις αυτή τη στιγμή», σχολιάζει η Capital Economics.

 «Η ΕΚΤ δεν θέλησε να διακινδυνεύσει να βλάψει την αξιοπιστία της για την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Ωστόσο είναι σαφές ότι με οποιαδήποτε περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων αυξάνεται και ο κίνδυνος να σπάσει κάτι», σημειώνει από την πλευρά της η ING. «Μια έκρηξη στις αγορές θα πρέπει να έχει προτεραιότητα στις αποφάσεις πολιτικής, ακόμη και εν όψει του αυξημένου πληθωρισμού», τονίζει η Pantheon Macroeconomics.

Βασική ανησυχία για την ΕΚΤ είναι ότι η νομισματική πολιτική λειτουργεί ουσιαστικά μέσω του τραπεζικού συστήματος και μια νέα κρίση θα καθιστούσε την πολιτική της αναποτελεσματική. Αυτό, σύμφωνα με τους αναλυτές την οδήγησε σε ένα δίλημμα μεταξύ της εντολής της για την καταπολέμηση του πληθωρισμού και την ανάγκη διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. «Παρακολουθούμε προσεκτικά τις τρέχουσες εντάσεις στις αγορές και είμαστε έτοιμοι να λάβουμε μέτρα όπως είναι απαραίτητο για να διαφυλάξουμε τη σταθερότητα των τιμών και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη ζώνη του ευρώ», αρκέστηκε να αναφέρει η ΕΚΤ στην ανακοίνωσή της.

Αν και σύμφωνα με δημοσίευμα του Bloomberg ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουίς ντε Γκίντος είχε δηλώσει στους υπουργούς Οικονομικών (πριν τις εξελίξεις με την Credit Suisse) ότι ορισμένες τράπεζες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούσαν να είναι ευάλωτες στην αύξηση των επιτοκίων, τόσο ο ίδιος όσο και η Λαγκάρντ, σε σχετικές ερωτήσεις των δημοσιογράφων, χαμογέλασαν με αμηχανία. Ο Ντε Γκίντος απάντησε πως οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι ανθεκτικές και έχουν πολύ πιο ισχυρά κεφάλαια και ρευστότητα από ότι το 2008 όταν ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, ενώ η έκθεσή τους τους στις τράπεζες που εμφάνισαν προβλήματα είναι αρκετά περιορισμένη. «Σε κάθε περίπτωση, έχουμε τα απαραίτητα εργαλεία στήριξης της ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα σε και για τη διατήρηση της ομαλής μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής», πρόσθεσε η Λαγκάρντ, θυμίζοντας ότι το 2008 ήταν υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας και γνωρίζει τι έγινε όπως γνωρίζει και τις μεταρρυθμίσεις που έχουν εφαρμοστεί από εκείνες τις δραματικές μέρες.

Facebook Comments