Ανοίγει διάπλατα ο δρόμος προς την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και την αναβάθμισης του Χρηματιστηρίου Αθηνών στην κατηγορία των αναπτυγμένων αγορών, έπειτα από το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των εκλογών και της ηχηρής νίκης της Νέας Δημοκρατίας, λόγω της ισχυρής πλέον προοπτικής μίας αυτοδύναμης και λειτουργικής κυβέρνησης στην Ελλάδα με ορίζοντα τετραετίας με φιλο-επενδυτική και φιλο-μεταρρυθμιστική ατζέντα που θα διασφαλίσει τη συνέχιση της συνετούς δημοσιονομικής πολιτικής, της μείωσης του ελληνικού χρέους. Σε αυτό απάντησαν οι ελληνικές μετοχές και τα ελληνικά ομόλογα, καταγράφοντας εντυπωσιακό ράλι.
Άλλωστε οι οίκοι αξιολόγησης το έχουν επισημάνει αυτό ξεκάθαρα. Βασικός παράγοντας για την περαιτέρω αναβάθμιση της Ελλάδας είναι η διατήρηση του ρυθμού των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής πειθαρχίας, συνεπώς το τελευταίο που χρειάζεται η χώρα είναι μια ασταθή κυβέρνηση.
Η S&P για παράδειγμα στην πρόσφατη έκθεσή της για την Ελλάδα όπου και προχώρησε σε αναβάθμιση των προοπτικών της σε θετικές, διατηρώντας την αξιολόγηση στο «ΒΒ+» μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική – και θεωρείται ευρέως πως θα είναι ο πρώτος οίκος που θα δηλώσει στην Ελλάδα το ορόσημο του investment grade -, τόνισε το εξής: «Θα μπορούσαμε να αναβαθμίσουμε την Ελλάδα εντός των επόμενων 12 μηνών εφόσον διατηρηθεί η δημοσιονομική πειθαρχία, ενώ η αναβάθμιση θα εξαρτηθεί και από τη διατήρηση των δομικών μεταρρυθμίσεων από την επόμενη κυβέρνηση που θα προκύψει από τις επικείμενες εθνικές εκλογές, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα της χώρας». Ανάλογα είναι και τα κριτήρια της Fitch. Οι παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναβάθμιση είναι «η σταθερή μείωση του δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, η βελτίωση μεσοπρόθεσμα της αναπτυξιακής δυναμικής και των οικονομικών επιδόσεων, για παράδειγμα, λόγω της υψηλότερης επενδυτικής δυναμικής ή/και της εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», όπως εξηγούν οι αναλυτές της.
Και η Moody’s ήταν επίσης σαφής στην «αντίδρασή» της την επόμενη της κάλπης. «Το αποτέλεσμα των εκλογών της Κυριακής 21 Μαΐου αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα μιας νέας κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, γεγονός που κρίνεται credit positive καθώς υποδηλώνει τη συνέχεια στις δημοσιονομικές και οικονομικές πολιτικές», τόνισε ο οίκος αξιολόγησης. Ειδικότερα, όπως ανέφερε, «η συνέχιση της έμφασης στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και στην ‘υγεία’ του τραπεζικού κλάδου, σε συνδυασμό με την εφαρμογή των ορόσημων και μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης, θα στηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη. Σε συνδυασμό με τη δέσμευση για δημοσιονομική προσαρμογή και αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, αυτό βελτιώνει τις προοπτικές για περαιτέρω σημαντική μείωση της επιβάρυνσης του δημόσιου χρέους της Ελλάδας».
Καθοριστικό και για την πορεία των ελληνικών ομολόγων και μετοχών θεωρείται από τους αναλυτές το αποτέλεσμα των εκλογών του πρώτου γύρου και η σαρωτική νίκη της Ν.Δ. Και αυτό καθώς η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, θα βάλει τα ελληνικά ομόλογα στο ραντάρ πολλοί περισσότερων και μεγαλύτερων επενδυτών, ενώ ανοίγει τον δρόμο και για την αναβάθμιση του ελληνικού Χρηματιστηρίου στην κατηγορία των ανεπτυγμένων αγορών. Οι στρατηγικοί αναλυτές της Barclays σημείωσαν πως προοπτικές μιας ισχυρότερης οικονομίας και η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων υπό μια φιλική προς τις επιχειρήσεις κυβέρνηση θα ήταν καλός οιωνός για την ελληνική αγορά μετοχών, με την ελληνική οικονομία να μπαίνει σε ένα νέο αναπτυξιακό «μεγακύκλο». Η Barclays είναι απόλυτα θετική και για τις προοπτικές της ελληνικής αγοράς ομολόγων, εκτιμώντας πως σύντομα θα συγκλίνει με τις επιδόσεις άλλων αγορών της περιφέρειας που έχουν υψηλή αξιολόγηση, όπως η Πορτογαλία, δεδομένου ότι είναι θέμα χρόνου η Ελλάδα να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, κάτι που μπορεί να συμβεί ακόμα και τον Οκτώβριο.
Όπως σχολίασε η Axia Ventures, είναι ξεκάθαρο πλέον ότι πολιτικός κίνδυνος στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλός και ότι η χώρα θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις της, μια πορεία που έχει ήδη επιστρέψει στην Ελλάδα να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα και να διεκδικήσει οικονομική ανάπτυξη με ρυθμούς πολύ υψηλότερους από εκείνους του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Ελλείψει μίας παγκόσμιας κρίσης και δεδομένων των θετικών καταλυτών που έπονται (κεφάλαια RRF, αυξημένες ιδιωτικές επενδύσεις, ισχυρότερος χρηματοπιστωτικός τομέας, εστίαση σε συγκεκριμένους τομείς συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού και της ενέργειας), η ελληνική οικονομία θα μπορέσει να συνεχίσει να αναπτύσσεται με έντονο ρυθμό τα επόμενα χρόνια, ενώ ο προϋπολογισμός θα συνεχίσει να παρέχει πρωτογενή πλεονάσματα, οδηγώντας το χρέος προς το ΑΕΠ σε χαμηλότερα επίπεδα. Τα παραπάνω θα πρέπει να οδηγήσουν στην πολύ θετική αντίδραση της ελληνικής αγοράς μετοχών η οποία μάλιστα δεν έχει αποτιμήσει ακόμη ότι η Ελλάδα έχει εισέλθει σε έναν νέο αναπτυξιακό κύκλο.
Σε κάθε περίπτωση πάντως οι προκλήσεις που θα έχει μπροστά της η επόμενη κυβέρνηση είναι σημαντικές. Η S&P για παράδειγμα έχει εστιάσει στις εξωτερικές ανισορροπίες της Ελλάδας, ένα θέμα για το οποίο προειδοποιεί εδώ και πολύ καιρό, τονίζοντας πως έχουν επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια. Όπως εξηγεί, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (χονδρικά οριζόμενο ως το ποσό των εισαγωγών που αγοράστηκαν πέραν των εξαγωγών που πωλήθηκαν) επιδεινώθηκε δραματικά στον απόηχο της ενεργειακής κρίσης του 2022, αυξάνοντας στο 9,7% του ΑΕΠ το 2022 από 6,8% το 2021 (και μόλις 1,5% το 2019). Η αποτυχία να κλείσει το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα επεκτείνει την υπερβολική εξάρτηση της Ελλάδας από τις ροές ξένων κεφαλαίων και υποδηλώνει ότι η ανταγωνιστικότητα θα συνεχίσει να παραμένει μία τεράστια ανησυχία.
Ανάλογες είναι και οι επισημάνσεις της Moody’s. «Η Ελλάδα παραμένει ευάλωτη στους εξωτερικούς κινδύνους, λόγω του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο έχει επιδεινωθεί από το 2019 και πριν την πανδημία, όταν είχε διαμορφωθεί στο 1,5% του ΑΕΠ από περίπου 15% του ΑΕΠ το 2008. Κατά τον οίκο, οι υψηλές τιμές ενέργειας σε συνδυασμό με την ισχυρή κατανάλωση και τις επενδύσεις θα διατηρήσουν το έλλειμμα υψηλό τα επόμενα χρόνια, παρά τη βελτίωση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Επιπλέον, η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδας συνεχίζει να παρουσιάζει μεγάλη και διευρυνόμενη καθαρή θέση παθητικού άνω του 170% του ΑΕΠ (με βάση τα στοιχεία του 2021)».
Κατά την Fitch, «παρά τις ισχυρές επιδόσεις το τελευταίο διάστημα, η οικονομική δραστηριότητα θα μπορούσε και πάλι να επιβραδυνθεί λόγω διαρθρωτικών περιορισμών, όπως η γήρανση του πληθυσμού ή η αδυναμία θέσπισης μεταρρυθμίσεων».
Facebook Comments