Όφελος της τάξης του 1,7% έχουν προσφέρει στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, και άρα στο κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου, οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από τους οίκους αξιολόγησης κατά την τελευταία τετραετία.
Ωστόσο, αν και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας αναμένεται να οδηγήσει σε περαιτέρω βελτίωση των ελληνικών ομολόγων, το περαιτέρω όφελος αναμένεται να είναι αρκετά πιο «συγκρατημένο» καθώς αυτή η θετική εξέλιξη έχει ήδη αποτιμηθεί σε μεγάλο βαθμό από την αγορά.
Ειδικότερα, όπως εξηγεί η Τράπεζα της Ελλάδος στην Έκθεσης για τη Νομισματική Πολιτική, οι αποδόσεις των ομολόγων συναρτώνται με την πιστοληπτική αξιολόγησή τους. Έτσι, οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου από το 2019 έως σήμερα, που είναι η περίοδος που εξετάζει, αναμένεται να έχουν επιδράσει αντίρροπα προς τις αυξήσεις των επιτοκίων. Συγκεκριμένα, ενώ η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής ασκεί αυξητική επίδραση, οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης αναμένεται να ασκούν μειωτική επίδραση στο ασφάλιστρο πιστωτικού κινδύνου των ελληνικών κρατικών ομολόγων.
Η παράμετρος που σχετίζεται με τον πιστωτικό κίνδυνο είναι σημαντική συνιστώσα των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων, τονίζει η ΤτΕ. Συγκεκριμένα, υπολογίζεται ότι επί του παρόντος ο πιστωτικός κίνδυνος που σχετίζεται με τη χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου προσθέτει στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων περίπου 100 μονάδες βάσης, ενώ κατά τη διάρκεια του 2019, κατά μέσο όρο, εκτιμάται ότι ο πιστωτικός κίνδυνος προσέθετε επιπλέον 270 μ.β. στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων.
Ενδιάμεσα, το Ελληνικό Δημόσιο έχει αναβαθμιστεί αρκετές φορές από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης με αποτέλεσμα η καλύτερη αποδιδόμενη διαβάθμιση να είναι σήμερα ΒΒ+, δηλαδή μόλις μία βαθμίδα χαμηλότερα από την επενδυτική κατηγορία.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΤτΕ, παρά τη σημαντική αύξηση των αναμενόμενων επιτοκίων, οι αποδόσεις των ελληνικών 10ετών ομολόγων βρίσκονται σήμερα σε επίπεδα 170 μ.β. χαμηλότερα από εκείνα στα οποία (υποθετικά) θα ήταν αν δεν είχαν πραγματοποιηθεί οι αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου.’
Όπως ωστόσο καταλήγει, το άμεσο όφελος από μία αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία θα είναι σημαντικό όσον αφορά τη μείωση της μεταβλητότητας των αποδόσεων, αλλά μάλλον θα είναι περιορισμένο όσον αφορά το επίπεδο του κόστους δανεισμού, καθώς η βελτίωση του κόστους δανεισμού φαίνεται να έχει ήδη προεξοφληθεί σε μεγάλο βαθμό από την αγορά.
Αξίζει να σημειώσουμε πως από το 2019 έως σήμερα οι τέσσερις μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης,- DBRS, Fitch, Moody’s και S&P – έχουν προχωρήσει σε 17 κινήσεις σε ότι αφορά την αξιολόγηση αλλά και τις προοπτικές της Ελλάδας συνολικά.
Η DBRS από το «B» (θετικές προοπτικές) που αξιολογούσε την Ελλάδας στα τέλη του 2018, σήμερα δίνει βαθμολογία ΒΒ (High) με σταθερές προοπτικές, τέσσερις βαθμίδες υψηλότερα. Η Fitch, από το «ΒΒ-» (σταθερές προοπτικές) σήμερα δίνει «ΒΒ+» με σταθερές προοπτικές (δύο βαθμίδες υψηλότερα), ενώ η S&P από το Β+ (θετικές προοπτικές) έχει αναβαθμίσει κατά τρεις βαθμίδες συνολικά τη χώρα στο «ΒΒ+» με θετικές προοπτικές. Και οι τρεις βαθμολογούν πλέον την Ελλάδα και μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική. Τέλος, η Moody’s από το B3 με θετικές προοπτικές έχει αναβάθμισε το ίδιο διάστημα την Ελλάδα στο Ba3, κατά τρεις βαθμίδες επίσης.
Παράλληλα, αμέσως μετά τις εκλογές έδωσαν και οι τέσσερις οίκοι σημαντικό σήμα για νέα αναβάθμιση. Η S&P σημείωσε ότι ο δεύτερος γύρος των εκλογών εξάλειψε τους κινδύνους πολιτικού αδιεξόδου στη χώρα, με τη νέα κυβέρνηση να είναι σε θέση να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις της υπέρ της ανάπτυξης, ενώ τόνισε πως στο ραντάρ του θα είναι η πορεία των μεταρρυθμίσεων και το δημοσιονομικό μέτωπο.
Η Moody’s επισήμανε πως η νίκη της Νέας Δημοκρατίας είναι πιστοληπτικά θετική, γιατί διασφαλίζει τη συνέχεια στις δημοσιονομικές και οικονομικές πολιτικές. Ειδικότερα, «η συνεχής εστίαση στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και της υγείας του τραπεζικού τομέα, σε συνδυασμό με την εφαρμογή ορόσημων και μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης της Ελλάδας, θα στηρίξουν την οικονομική ανάπτυξη. Σε συνδυασμό με τη δέσμευση για δημοσιονομική εξυγίανση και την αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, η διατήρηση των τρεχουσών δημοσιονομικών και οικονομικών πολιτικών βελτιώνει τις προοπτικές για σημαντική μείωση της επιβάρυνσης του δημόσιου χρέους», σημείωσε ο οίκος.
«Με τη Νέα Δημοκρατία να εξασφαλίζει την απόλυτη πλειοψηφία, το εκλογικό αποτέλεσμα θα φέρει άλλη μία περίοδο πολιτικής σταθερότητας στην Ελλάδα και θα εξασφαλίσει τη συνέχεια της πολιτικής, επιτρέποντας στη νέα κυβέρνηση να εφαρμόσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις», σχολίασε η DBRS. «Θεωρούμε ότι η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη, μέσα σε ένα πλαίσιο δημοσιονομικής πειθαρχίας, θα μπορούσαν να συνεχίσουν να συμβάλλουν στη βελτίωση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας», όπως πρόσθεσε.
Τέλος, και η Fitch σημείωσε πως το εκλογικό αποτέλεσμα φέρνει συνέχεια των οικονομικών μεταρρυθμίσεων και της δημοσιονομικής εξυγίανσης ενώ αποφεύγεται η παράταση της περιόδου πολιτικής αβεβαιότητας, με αποτέλεσμα να υπάρχει περιθώριο υπεραπόδοσης της Ελλάδας στο δημοσιονομικό πεδίο.
Facebook Comments