Οι προσδοκίες για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τους μεγάλους οίκους βρίσκονται στο ζενίθ.
Αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι έχουν στραμμένο το βλέμμα στην Ελλάδα και έχουν ήδη τοποθετηθεί με overweight θέσεις στις ελληνικές μετοχές. Σημαντικός οδηγός αυτής της bullish διάθεσης είναι και τα ισχυρά αποτελέσματα πρώτου εξαμήνου των ελληνικών τραπεζών τα οποία και πυροδότησαν μπαράζ εκθέσεων από διεθνείς και εγχώριους αναλυτές που υπογράμμισαν την ισχυρή εικόνα στο μέτωπο της κερδοφορίας με μοχλό τα έσοδα από τόκους και προμήθειες, της ποιότητας του ενεργητικού, της ρευστότητας και των κεφαλαίων, γεγονός που οδήγησε τις διοικήσεις σε αναβαθμίσεις των στόχων τους για το σύνολο του έτους.
Οι αναλυτές τονίζουν πως η επιστροφή της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα θα ξεκλειδώσει τις διαθέσεις ακόμα και των πιο επιφυλακτικών επενδυτών. Σύμφωνα με τα στοιχεία του EPFR για την τοποθέτηση των funds, παρά το ισχυρό ράλι το οποίο το τελευταίο 12μηνο αγγίζει το 65% για τον Γενικό Δείκτη και ξεπερνά το 100% για τις τράπεζες, οι επενδυτές των αναδυόμενων αγορών είναι έντονα στην underweight στην Ελλάδα με το 57% των κεφαλαίων να κατέχουν μηδενικές θέσεις και ένα fund να έχει άνω του 2% overweight τοποθέτηση έναντι του δείκτη αναφοράς 0,4%. Η Ελλάδα έτσι ευθυγραμμίζεται σε αυτό το μέτωπο, με τις Φιλιππίνες, την Ουγγαρία ή το Περού – αγορές παρόμοιας βαρύτητας στον Δείκτη αναδυόμενων αγορών. Τα ευρωπαϊκά cross-over funds απουσιάζουν επίσης – και αυτό αποτελεί έκπληξη, καθώς ο ελληνικός τραπεζικός κλάδος είναι ένας από τους κλάδους τραπεζών της Ευρωζώνης με τις καλύτερες επιδόσεις. Όπως έχει επισημάνει η JPM, «αυτό είναι κατανοητό δεδομένης της άσχημης εμπειρίας του παρελθόντος, με τον MSCI Greece να είναι στις 5 μονάδες έναντι 100 μονάδων κατά την έναρξή του τον Δεκέμβριο του ’98). Ωστόσο, η πιθανή αναβάθμιση της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα αναμένεται να αποτελέσει το “κλειδί” για πολλούς επενδυτές».
Η αμερικάνικη τράπεζα πιστεύει ότι το ισχυρό ράλι που σημειώνει το Χ.Α. από τις αρχές του έτους έχει πολύ δρόμο ακόμη χάρη στη σταθερή δυναμική στις τράπεζες, τις ελκυστικές αποτιμήσεις των ελληνικών μετοχών, τη μικρή τοποθέτηση των επενδυτών στην Ελλάδα η οποία προσφέρει τεχνική άνοδο και, το ισχυρό μακροοικονομικό σκηνικό. Όπως σημείωσε, ο δείκτης MSCI Greece διαπραγματεύεται σε ελκυστικά επίπεδα σε σχέση με τον μέσο όρο των 5 ετών και με βάση το P/E (6x) αλλά και το P/BV (0,7x), με discount 49% και 45% έναντι των αναδυόμενων αγορών διεθνώς και έναντι της περιοχής των αναδυόμενων αγορών της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής και Αφρικής.
Οι συνεχιζόμενες οικονομικές μεταρρυθμίσεις που υποστηρίζονται από το Ταμείο Ανάκαμψης και ενισχύονται από τη μεγάλη εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας θα διατηρήσουν την ανάπτυξη του ΑΕΠ υψηλότερα από την Ε.Ε και κάνουν την ελληνική οικονομία ανθεκτική στους κινδύνους παγκόσμιας ύφεσης, και αυτό αποτελεί «μαγνήτη» για τους επενδυτές στο τρέχον περιβάλλον της επιβράδυνσης της παγκοσμιας οικονομίας.
Για τη Morgan Stanley, η Ελλάδα αποτελεί την κορυφαία θέση της στο fund των αναδυόμενων αγορών που “τρέχει”, και ο λόγος είναι «η πρόοδος που έχει επιτευχθεί στους οικονομικούς θεσμούς από την κυβέρνηση». Και η M.S, όπως έκανε και η JP Morgan, επιβεβαίωσε τις προηγούμενες ημέρες της θετική της στάση για τις προοπτικές των ελληνικών μετοχών, τονίζοντας επίσης πως παρά το ράλι οι αποτιμήσεις τους παραμένουν ελκυστικές. Οι οικονομολόγοι της αμερικάνικης τράπεζα αναμένουν ότι η Ελλάδα θα ανακτήσει το καθεστώς της επενδυτικής βαθμίδας έως το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους, ενώ επισημαίνουν ότι το μέγεθος των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης στην Ελλάδα είναι υψηλό, τόσο σε σχέση με τις ευρωπαϊκές όσο και σε σχέση με τις αναδυόμενες χώρες, και αναμένεται να στηρίξει την οικονομική ανάπτυξη. Η Morgan Stanley παραθέτει τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ ότι η Ελλάδα αναμένεται να επιτύχει την τρίτη υψηλότερη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ το 2023 εντός της ζώνης του ευρώ, ενώ τονίζει πως οι άμεσες ξένες επενδύσεις άγγιξαν επίπεδο ρεκόρ το 2022 και οι επενδύσεις στη μεταποίηση και τα ακίνητα αυξάνονται επίσης με ταχείς ρυθμούς.
Η HSBC «στέκεται» στη ριζική αλλαγή που έχει σημειώσει το οικονομικό μοντέλο της Ελλάδας, γεγονός το οποίο στηρίζει τη θετική της άποψη για τις ελληνικές μετοχές. «Το ελληνικό μοντέλο έχει μεταμορφωθεί – δεν καθοδηγείται πλέον από δημοσιονομικά, αντίθετα οι κύριοι μοχλοί ανάπτυξης σχετίζονται περισσότερο με τις εξαγωγές και τις επενδύσεις. Αυτό είναι πολύ πιο βιώσιμο», όπως τόνισε.
Με λίγα λόγια, τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας που άνοιξαν το δρόμο για την κρίση χρέους της χώρας δεν υπάρχουν πλέον. Υπήρχαν πολλοί διαφορετικοί παράγοντες που προκάλεσαν την κρίση χρέους, αλλά με τους πιο απλούς μακροοικονομικούς όρους, η πολύ χαλαρή δημοσιονομική πολιτική οδήγησε σε έκρηξη της εγχώριας ζήτησης, όπως σημειώνει. Καθώς η ζήτηση μειώθηκε μετά το 2008/2009 και το κόστος δανεισμού αυξήθηκε, ο δείκτης του χρέους αυξήθηκε απότομα. Χωρίς μεγάλη εξωτερική στήριξη, το τίμημα ήταν η σοβαρή εγχώρια δημοσιονομική περιστολή, η οποία ανάγκασε την οικονομία σε ύφεση, ωθώντας τον δείκτη του δημόσιου χρέους στο 200% του ΑΕΠ. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η Ελλάδα είχε παγιδευτεί σε μια παγίδα χρέους, με την αδύναμη ανάπτυξη να δυσκολεύει την επιστροφή της στη φερεγγυότητα.
Η συνήθης διέξοδος από αυτή τη δύσκολη θέση θα ήταν να αυστηροποιηθεί απότομα η δημοσιονομική πολιτική, αλλά να επιτραπεί η υποτίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η αύξηση των εξαγωγών θα ήταν υποκατάστατο της αύξησης της εγχώριας ζήτησης, αλλά σε αυτό το σενάριο, η οικονομία θα αναπτυσσόταν, επιτρέποντας την πτώση του δείκτη χρέους. Αλλά αυτή η διαδρομή δεν ήταν διαθέσιμη στην Ελλάδα ως μέλος της ευρωζώνης. Αντίθετα, επιτεύχθηκε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω της παρατεταμένης πτώσης των πραγματικών μισθών.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα, αυτό ενίσχυε την αποπληθωριστική πίεση στην ελληνική οικονομία, αλλά τα θετικά αποτελέσματα γίνονται πλέον αντιληπτά. Η ανάπτυξη των εξαγωγών επιτέλους επιταχύνθηκε και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ενώ εξακολουθεί να είναι ελλειμματικό, μειώθηκε, και οι οικονομολόγοι της HSBC αναμένουν ότι θα επιστρέψει τα επόμενα δύο χρόνια στα επίπεδα που παρατηρήθηκαν πριν από την ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ το 2001. Η αύξηση των επενδύσεων και οι ξένες άμεσες επενδύσεις βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα και η ανάκαμψη της ανάπτυξης επιτρέπει στον δείκτη χρέους να υποχωρήσει ταχύτερα.
Facebook Comments