Μεγάλη μερίδα των πολιτών της χώρας μας, κάθε τέσσερα χρόνια ‘δανείζει’ την ψήφο του στο κόμμα που θεωρεί ότι την εκφράζει περισσότερο την συγκεκριμένη χρονική περίοδο.


Από το 2012 κι έπειτα, οι κομματικές στοιχίσεις έχουν χαλαρώσει σε σημαντικό βαθμό. Έκτοτε, έχει ξεκάθαρα διαμορφωθεί μια κουλτούρα όπου, ειδικά οι νεότερες ηλικίες (Gen Z), ψηφίζουν διαφορετικά από τη μία εκλογική αναμέτρηση στην επόμενη, ή από τον πρώτο γύρο στον δεύτερο. Δεν υπάρχουν πια στεγανά με τον τρόπο που τα γνωρίσαμε στις περασμένες δεκαετίες. Οι μετακινήσεις μπορεί να καθορίζονται ακόμα και από επικοινωνιακά και όχι από βαθιά πολιτικά γεγονότα, ενώ συντελούνται τεράστιες αλλαγές, μέσα σε ελάχιστο χρόνο.

Eίναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο που οι πολίτες, δανείζουν την ψήφο τους σε ένα κόμμα ή σε έναν υποψήφιο υπό την λογική του ‘μη χείρον βέλτιστον’. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Metron Analysis ζούμε σε μια εποχή που ως πολίτες έχουμε μειωμένες προσδοκίες και μειωμένες κοινωνικές απαιτήσεις. Μέσα από τα αποτελέσματα της έρευνας σκιαγραφείται μια κοινωνία που αντιλαμβάνεται μεν απόλυτα τις πολιτικές ενέργειες και διεργασίες που πρέπει να ακολουθηθούν για την ευημερία της χώρας, αλλά συμβιβάζεται στωικά με την αποδοχή πολιτικών λύσεων που δεν θα ήθελε, και που σίγουρα απέχουν από το ‘ιδανικό’

Σε αυτό ακριβώς το φαινόμενο αναφέρεται η έννοια της πολιτικής ασυμμετρίας, η οποία μπορεί να περιγραφεί ακριβέστερα ως η δυσαναλογία μεταξύ των κοινωνικών απαιτήσεων και των επεξεργασμένων/αποδεκτών πολιτικών λύσεων που προσφέρονται διαχρονικά.

Χαρακτηριστικό είναι ότι μέσα από την εν λόγω έρευνα προέκυψε ότι το 64% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι ‘τα πράγματα’ πάνε προς την λάθος κατεύθυνση, ενώ το 58% των ερωτηθέντων απάντησε ότι το πολιτικό μας σύστημα και οι θεσμοί εξασθενούν όσο περνάει ο καιρός, καθώς αυτό αδυνατεί να αναλάβει καθοδηγητικό ρόλο και να εμπνεύσει προσδοκίες. Συνεπώς οι μειωμένες προσδοκίες για την πορεία της χώρας συμβαδίζουν άρτια με απαισιόδοξες εκτιμήσεις για το πολιτικό σύστημα.

Στο επίπεδο της διακυβέρνησης το αίσθημα ματαίωσης των πολιτών επιτείνεται από την εικόνα ενός κράτους αναποτελεσματικού με κύρια ευθύνη του πολιτικού συστήματος συνολικά και διαχρονικά, και δευτερεύοντος στα χαμηλά επίπεδα διακυβέρνησης ή ακόμα και στους ίδιους τους πολίτες, δείχνοντας έτσι μια εξαιρετική αυτοσυνειδησία της κοινωνίας.

Πιο συγκεκριμένα το 75% των ερωτηθέντων απάντησε ότι η ευθύνη βαραίνει προηγούμενες κυβερνήσεις, το 69% την σημερινή κυβέρνηση , το 60% την τοπική αυτοδιοίκηση , το 51% τους ίδιους του πολίτες και το 49% απάντησε ότι την ευθύνη για την αναποτελεσματικότητα της κρατικής μηχανής, φέρει η δημόσια διοίκηση και οι δημόσιοι υπάλληλοι.

Είναι αυτό το αίσθημα ματαίωσης που η σημερινή κυβέρνηση, μέσα σε ένα περιβάλλον πολυκρίσεων (οικονομική ύφεση , πανδημία, πόλεμοι) προσπαθεί να εξωραΐσει, συνεχίζοντας να καταβάλλει προσπάθειες για τις πολυπόθητες μεταρρυθμίσεις που απαιτεί η κοινωνία. Μια κοινωνία μέσα στην οποία, υπάρχει ένα σταθερό κοινωνικό υπόστρωμα που αναζητά εναγωνίως μεταρρυθμίσεις με στόχο την καλύτερη λειτουργία της δημοκρατίας και την προσαρμογή σε νέα αξιάκα δεδομένα.

Στο πλαίσιο των ‘μεταρρυθμίσεων στην διακυβέρνηση’, ένα από τα τέσσερα βασικά ερωτήματα που τέθηκαν στην έρευνα ήταν το, ώριμο πλέον, θέμα της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων. Στην ερώτηση λοιπόν, εάν θα πρέπει να εφαρμοστεί η αξιολόγηση προσωπικού στον δημόσιο τομέα, το 65% των πολιτών απάντησε ότι συμφωνεί απόλυτα, και το 15% ότι ‘μάλλον συμφωνεί’ . Η συντριπτική λοιπόν πλειοψηφία που φτάνει το 80 % φαίνεται να είναι υπέρ της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης.

Το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εσωτερικών, το οποίο ψηφίσθηκε αυτή την εβδομάδα από το Ελληνικό Κοινοβούλιο, συνιστά μία κρίσιμη τομή για τη δημόσια διοίκηση θεσπίζοντας ένα πλαίσιο για την αξιοκρατική στελέχωση της ‘διοικητικής κορυφής’ και απαντά με τον καλύτερο τρόπο στην απαισιοδοξία των ψηφοφόρων που δικαιούνται σαφώς ένα αξιοκρατικό και συνεπώς αποτελεσματικό δημόσιο τομέα.

Πέραν όμως του ανωτέρω, αναφέρεται στην έρευνα ότι οι πολίτες αναζητούν θεσμικά αντίβαρα, μέσω της ενεργότερης παρέμβασης της κοινωνίας των πολιτών, τον περισσότερο και πιο αξιόπιστο έλεγχο από την πλευρά των ΜΜΕ και την εξισορρόπηση του Πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος διακυβέρνησης της χώρας.

Τα θεσμικά αυτά αντίβαρα θα πρέπει, σαφώς, στην δημοκρατία μας να λειτουργήσουν μέσω της ενίσχυσης της δικαιοσύνης και των συνταγματικά κατοχυρωμένων ανεξάρτητων αρχών, μέσω της ισχυρής αντιπολίτευσης, και μέσω των ελεύθερων ΜΜΕ. Στα ανωτέρω, όμως, η σημερινή κυβέρνηση πρόσθεσε ένα ακόμα – αυτό του νέου κλάδου των επιτελικών στελεχών.

Στην πράξη, η συμμετοχή της ανώτερης δημοσιοϋπαλληλιας στην διαμόρφωση πολιτικών μέχρι τώρα εμφανίζεται περιορισμένη, επειδή συνήθως προτιμάται η αξιοποίηση μετακλητών υπαλλήλων (ειδικών συμβούλων και συνεργατών), οι οποίοι χαίρουν της πολιτικής εμπιστοσύνης και εργάζονται στενά στο πλευρό του εκάστοτε Υπουργού. Σε κάθε περίπτωση όμως η συνδρομή των μόνιμων υπαλλήλων, ιδίως των υψηλόβαθμων, στην λήψη αποφάσεων και την (συν)διαμόρφωση δημόσιων πολίτικών δεν μπορεί και δεν πρέπει να παρακάμπτεται, καθώς οι τελευταίοι μπορούν να εγγυηθούν τη θεσμική μνήμη και συνέχεια της διοίκησης.

Με την σύσταση του κλάδου επιτελικών στελεχών δημιουργείται εν τοις πράγμασι ένα σύστημα checks and balances που διασφαλίζει ότι κανένα άτομο ή τμήμα δεν έχει τον απόλυτο έλεγχο των αποφάσεων, και ότι η συνεργασία είναι μονόδρομος.
Εάν στα παραπάνω προστεθούν οι πρωτοβουλίες για την επιμόρφωση στελεχών ως σύμβουλοί ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού και ο πλέον ετήσιος προγραμματισμός προσλήψεων, διαφαίνεται ότι με μικρά αλλά σταθερά προς την σωστή κατεύθυνση βήματα, η χώρα προχωρά στην εξισορρόπηση των σημερινών ασυμμετριών, τουλάχιστον, σε ότι αφορά τον τομέα του ανθρώπινου δυναμικού της δημόσιας διοίκησης, μετασχηματίζοντας (και όχι απλά μεταρρυθμίζοντας), ουσιαστικά το Ελληνικό Δημόσιο που πριν λίγα χρόνια ήταν ουραγός στις διεθνής μετρήσεις, σε ένα αξιοκρατικό, αποδοτικό, αποτελεσματικό και καινοτόμο ‘ζωντανό οργανισμό’ που υποβοηθά (αντί να παρεμποδίζει) την ορθή διακυβέρνηση.

Facebook Comments