Μιλώντας για την ψηφιακοποίηση του δημοσίου τομέα και τη σχέση της με τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ δύο εποχών: Την εποχή προ της κλιματικής αλλαγής και την εποχή της κλιματικής αλλαγής.

Αυτή υπήρξε μια κομβική μεταβολή στο περιβάλλον των διοικητικών συστημάτων που άλλαξε άρδην όχι μόνον την κατανόηση και τη σημασία των τεχνολογικών εφαρμογών αλλά αναπροσδιόρισε κι άλλα κρίσιμα για την επιτυχία τους στοιχεία, όπως την ταχύτητα της εφαρμογής και τον συνδυασμό τους.

Η πολιτική προστασία, δηλαδή, η δημόσια πολιτική για την αντιμετώπιση των κρίσεων και των καταστροφών, αποτελεί το προνομιακό πεδίο για την εφαρμογή και την προτεραιοποίηση των ψηφιακών αλλαγών. Αυτές, όμως, δεν μπορούν να αποδώσουν χωρίς τις αναγκαίες για την μεγιστοποίηση της απόδοσής τους διοικητικές αλλαγές.

Η σχέση των λεγόμενων νέων τεχνολογιών και της Πολιτικής Προστασίας είναι οργανική. Δηλαδή, είναι αδιανόητο να υπάρξει οποιοδήποτε αποτελεσματικό μοντέλο αντιμετώπισης των καταστροφών χωρίς να περιλαμβάνονται σ’ αυτό τεχνολογίες αιχμής. Κι αυτό είναι κανόνας τόσο για την πρόληψη όσο και για την αντιμετώπιση των καταστροφικών φαινομένων και την αποζημίωση των πληγέντων.

Είναι γεγονός πανθομολογούμενο ότι η κλιματική αλλαγή δεν άφησε κανένα περιθώριο προετοιμασίας στις κυβερνήσεις και στους πολίτες. Έτσι οι φοβερές καταστροφές που ενέσκηψαν τα τελευταία χρόνια, αρχής γενόμενης από την μεγα-πυρκαγιά στο Μάτι μέχρι τις πλημμύρες της Θεσσαλίας, «υποχρέωσαν» τις κυβερνήσεις να ρίξουν το βάρος της παρέμβασής της στην αντιμετώπιση, στην καταστολή των καταστροφικών φαινομένων. Τα εναέρια μέσα, για παράδειγμα που χρησιμοποιούνται για την κατάσβεση των πυρκαγιών έχουν πολλαπλασιαστεί και ο προϋπολογισμός των σχετικών δαπανών ξεπερνάει τα 2 δις ευρώ.

Είναι, όμως, κοινός τόπος ότι μόνον η πρόληψη μπορεί να αντιμετωπίσει τις καταστροφές ή να μειώσει τις επώδυνες συνέπειές τους. Η επίτευξή της συναρτάται, όμως, όχι μόνον με μια πλειάδα εφαρμογών που μπορούν να συμβάλλουν στην επίτευξη αυτού του στόχου αλλά με τη δρομολόγηση θεσμικών και οργανωτικών αλλαγών που θα επιτρέψουν στα συστήματα να έχουν προστιθέμενη αξία

Η δημιουργία δικτύων, για παράδειγμα, μεταξύ όλων των παραγόντων που μπορούν να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση μιας καταστροφής είναι το σημαντικότερο απ’ αυτά.  Αντικείμενα, ιδέες και διαδικασίες πρέπει να αλληλεπιδρούν στο πλαίσιο ενός δικτύου μη αφήνοντας κάποιον σημαντικό παράγοντα εκτός. Εδώ οι τεχνολογίες (διαδίκτυο των πραγμάτων, τεχνητή νοημοσύνη) μπορούν να εισφέρουν με εργαλεία αναγνώρισης, ταξινόμησης και διασύνδεσης όλων αυτών των παραμέτρων.

Πρέπει, όμως, να συνοδευτούν από διαύλους επικοινωνίας, ελέγχου και συντονισμού που προσφέρει η εφαρμογή της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης. Κι όσο το ένα δεν δρομολογείται και δεν εφαρμόζεται –η πολυεπίπεδη διακυβέρνηση- τόσο και το άλλο- τα δίκτυα δεν μπορούν να δημιουργηθούν και να τελεσφορήσουν.

Στον αντίποδα της αδυναμίας δρομολόγησης της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης και της δικτυακής δομής που επείγει να αντικαταστήσει τις θραυσμένες και απομονωμένες σημερινές δομές, πρέπει να μνημονευθεί το επιτυχημένο παράδειγμα του μαζικού εμβολιασμού κατά του covid-19. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός συνήργησαν κυβερνήσεις, ένοπλες δυνάμεις, φαρμακευτική βιομηχανία και οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών. Σημειωτέον ότι εκείνο το δίκτυο δεν ήταν απαλλαγμένο προβλημάτων. Προέκυψαν πολλά θέματα ασφάλειας, προσωπικών δεδομένων και ποικίλες αντιστάσεις συστημάτων εκπαίδευσης, βιομηχανίας και διακυβέρνησης, χωρίς όμως να ακυρώσουν το βασικό επίτευγμα του μαζικού εμβολιασμού του πληθυσμού που οδήγησε στην συγκράτηση των απωλειών ανθρώπινων ζωών.

Με βάση τα μαθήματα που πήραμε από την αντιμετώπιση του κορωνοϊού και την γενική εμπειρία από τη δημιουργία δικτύων πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι μια προτεραιότητα για την αύξηση της έντασής του είναι η κάμψη των αντιστάσεων που οφείλονται σε άγνοια όπως και σε εδραιωμένες αντιλήψεις οργάνωσης και λειτουργίας που χαρακτηρίζονται από μια λογική απομονωτισμού και πελατειασμού. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος χρειάζεται συνεχής επιμόρφωση, συστηματική ενημέρωση, δημιουργία και υποστήριξη ομάδων ανταλλαγής πληροφοριών και κοινοτήτων διαμοιρασμού εμπειριών.

Στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι η παρεχόμενη εκπαίδευση είναι εξαιρετικά ανεπαρκής. Αναφέρουμε, ως παράδειγμα, ένα πρόσφατο σεμινάριο κατάρτισης υπαλλήλων μονάδων πολιτικής προστασίας διάρκειας έξι (6!) ωρών με αντικείμενο την εξοικείωση με το βασικό εργαλείο Πολιτικής Προστασίας το ENGAGE, το 112, την οργανωμένη απομάκρυνση των πολιτών και άλλα συναφή. Μάλιστα σε πρόσφατη έρευνά μας μεσω του Διοικητικού Επιμελητηρίου διαπιστώσαμε ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των υπαλλήλων, πανω από 60%, δεν γνωρίζει καν την ύπαρξη της εφαρμογής. Το πρόβλημα είναι οξύτατο και πρέπει να μην υποτιμάται.

Κρίσιμη παράμετρος μιας αποτελεσματικής Πολιτικής Προστασίας είναι η αποσαφήνιση των αρμοδιοτήτων και η απόδοση διακριτών ευθυνών σε κάθε επίπεδο διοίκησης. Ο ν.5013/2023 θα μπορούσε να αποτελέσει μια καλή βάση εκκίνησης της διαδικασίας οικοδόμησης μιας πολυεπίπεδης διακυβέρνησης. Σ’ αυτή την κατεύθυνση μπορούν να αξιοποιηθούν ψηφιακά εργαλεία διαβούλευσης τα οποία μπορούν να επεξεργάζονται μεγάλο όγκο επιχειρημάτων και απόψεων, να τα ταξινομούν και να τα χρησιμοποιούν ως υποστηρικτικό υλικό σ’ εκείνον που θα λάβει τη σχετική απόφαση.

Αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να υπάρξουν δύο προϋποθέσεις που σήμερα ελλείπουν: Αφ’ ενός, ένα συνεκτικό σχέδιο των μεταρρυθμίσεων στη θέση των αποσπασματικών και μη εφαρμοζόμενων μέτρων και, αφ’ ετέρου, η ποιότητα της ηγεσίας που απαιτείται για την εφαρμογή τους.

Facebook Comments