Αν και η Ελλάδα δεν θα αποφύγει ένα έμμεσο χτύπημα από τους δασμούς Τραμπ, κυρίως λόγω του αντίκτυπου που θα έχει η πολιτική του στην ήδη αδύναμη ευρωπαϊκή οικονομία, ωστόσο οι αναλυτές συνεχίζουν να εκτιμούν πως η υπεραπόδοσή της θα συνεχιστεί, δείχνοντας ανθεκτικότητα σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον το οποίο κυριαρχείται πλέον από έντονη αβεβαιότητα και πολλαπλούς κινδύνους.

Σε αυτό το πλαίσιο, τα ελληνικά assets μπαίνουν όλο και πιο έντονα στο ραντάρ των διεθνών επενδυτών, με τους αναλυτές να συνεχίζουν να δίνουν ισχυρή ψήφο εμπιστοσύνης, με «οδηγό» τις προοπτικές του τραπεζικού κλάδου. Άλλωστε το σήμα της S&P που πριν μερικές ημέρες έδωσε το investment grade σε δύο (Εθνική και Eurobank) από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, λέει πολλά. Ενώ σε ένα τόσο αβέβαιο περιβάλλον θα ήταν πιο «ασφαλές» για τους οίκους αξιολόγησης να τηρήσουν μία στάση αναμονής, η S&P δεν δίστασε να προχωρήσει σε νέες αναβαθμίσεις, πράγμα που σημαίνει ότι η εμπιστοσύνη για τις ισχυρές προοπτικές του κλάδου και κατά συνέπεια της ελληνικής οικονομίας, παραμένει ακλόνητη.

Λίγες μέρες νωρίτερα, η HSBC χαρακτήρισε τις μετοχές των ελληνικών τραπεζών «δελεαστικές», αν και όπως ανέφερε σίγουρα δεν είναι οι μόνες που αποτελούν ευκαιρία για τους επενδυτές στην περιοχής της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής (CEEMEA). Όπως σημείωσε, το πιο ελκυστικό χαρακτηριστικό τους είναι η αύξηση των μερισμάτων. Η ισχυρή απόδοση στα αποτελέσματα εννεαμήνου, η ενίσχυση των κεφαλαίων από την ισχυρή κερδοφορία, οι βελτιωμένες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας και η περιορισμένη επιβάρυνση από την ταχύτερη απόσβεση των DTCs, καθιστούν τους δείκτες πληρωμών της τάξης του 50%, εφικτούς σε όλες τις τράπεζες το 2026, κατά την άποψή της.

Αν και η κερδοφορία θα μειωθεί εν μέσω πτώσης των επιτοκίων, οι υψηλότερες πληρωμές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε 27% αύξηση των μερισμάτων ανά μετοχή το 2026, φέρνοντας τις μερισματικές αποδόσεις στο 7-10%, όπως εκτιμά. Οι χαμηλότερες αποτιμήσεις και οι υψηλές μερισματικές αποδόσεις αφήνουν περιθώρια για περαιτέρω ανατίμηση των μετοχών τους, αναφέρει.

Σε αυτό το πλαίσιο, προχώρησε σε αύξηση των τιμών στόχων που δίνει για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Για την Alpha Bank  η τιμή-στόχος είναι στα 3,05 ευρώ, από 3 ευρώ, με σύσταση «αγορά», για τη Eurobank στα 3,50 ευρώ, αμετάβλητη, με σύσταση «αγορά», για την Εθνική Τράπεζα στα 9,9 ευρώ, από 9 ευρώ πριν, με σύσταση «διακράτηση» από «αγορά» πριν, και για την Τράπεζα Πειραιώς είναι στα 7,25 ευρώ, από 6 ευρώ, με σύσταση «αγορά».

Η HSBC έδωσε νέο ισχυρό «σήμα» και για την ελληνική οικονομία. Όπως σημείωσε προβλέπει συνέχιση της υπεραπόδοσης της Ελλάδας έναντι της ευρωζώνης και φέτος, ενώ προχώρησε σε αναβάθμιση των εκτιμήσεών της για την ανάπτυξη. Συγκεκριμένα, την τοποθετεί στο 2,2% από 1,7% πριν για το 2025, με στήριξη από την ταχύτερη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και τις περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ενώ εκτιμά πως το 2026 η ανάπτυξη θα κινηθεί στο 2%.

Όσον αφορά τον τουρισμό, η HSBC τόνισε πως παραμένει ισχυρό στήριγμα της ελληνικής οικονομίας, τονίζοντας πως η Ελλάδα συγκαταλέγεται στους 10 κορυφαίους ευρωπαϊκούς προορισμούς για το φθινόπωρο και το χειμώνα 2024-202). Οι αφίξεις και οι εισπράξεις τουριστών είναι 13% και 16% υψηλότερες, αντίστοιχα, σε σχέση με πριν από την πανδημία, όπως παρατήρησε

Στο μέτωπο των δημοσιονομικών, η βρετανική τράπεζα ανέφερε το πρωτογενές πλεόνασμα έφτασε στο 2,1% του ΑΕΠ το 2023 και η κυβέρνηση αναμένει να βελτιωθεί περαιτέρω στο 2,5% το 2024, πριν σταθεροποιηθεί στη συνέχεια (στο 2,4% του ΑΕΠ), έχοντας ήδη επιτύχει διαρθρωτικό δημοσιονομικό πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τους νέους κανόνες της ΕΕ. Ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ μειώνεται γρήγορα, με την κυβέρνηση να αναμένει ότι θα πέσει κάτω από το 150% μέχρι το τέλος του 2025, αφού κορυφώθηκε σε πάνω από 200% το 2020.

Πάντως, όπως προειδοποίησε, η ακόμα αδύναμη εξωτερική θέση της χώρας παραμένει η μεγαλύτερη πρόκληση, και μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης.

Όσον αφορά τις τράπεζες, και η NBG Securities αναφέρθηκε στην ισχυρή δυναμική που έχουν οι μετοχές τους, διατηρώντας έτσι τη σύσταση outperform ενώ αύξησε τις τιμές – στόχους. Για την Alpha Bank την τοποθετεί στα 2,55 ευρώ από 1,718 ευρώ πριν, για την Eurobank στα 3,5 ευρώ από 2,392 ευρώ και για Τράπεζα Πειραιώς στα 6,25 ευρώ από 4,26 ευρώ. Παράλληλα, επισήμανε και αυτή τα ανθεκτικά εταιρικά αποτελέσματα και τις όλο και υψηλότερες διανομές τους. Βασικό σημείο θεωρεί την εγχώρια πιστωτική επέκταση που αναμένεται να παρουσιάσει περαιτέρω αύξηση 5,8% το 2025 (μετά το +11% του 2024) και θα αντισταθμίσει σε μεγάλο βαθμό τον αρνητικό αντίκτυπο της μείωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ στα καθαρά τους έσοδα από τόκους. «Σε όρους σχετικής αποτίμησης, οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να διαπραγματεύονται με discount έναντι των ευρωπαϊκών, κάτι που κατά την άποψη μας δεν δικαιολογείται», τόνισε χαρακτηριστικά.

Είναι ξεκάθαρα πως οι ισχυρές προοπτικές των τραπεζικών μετοχών, σ συνδυασμό με το εντυπωσιακό story άλλων δεικτοβαρών τίτλων θα στηρίξουν την κατάκτηση νέων υψηλών από το Χ.Α. Λίγο πριν τα τέλη Ιανουαρίου άλλωστε ο Γενικός Δείκτης κατέκτησε ένα ακόμη ρεκόρ καθώς «έσπασε» τις 1.550 μονάδες για πρώτη φορά από τον Απρίλιο του 2011.

Κατά τους αναλυτές, αν και κάποιες απότομες διορθώσεις είναι εντός πλαισίου, γενικότερα εκτιμούν πως δεν υπάρχει λόγος σημαντικής υποχώρησης στο Χ.Α στην παρούσα φάση, ειδικότερα καθώς αναμένονται και τα εταιρικά αποτελέσματα χρήσης 2024, που ξεκινούν σε περίπου τρεις εβδομάδες. Όπως επισημαίνουν, οι προοπτικές του Χ.Α παραμένουν θετικές για το 2025 και βασίζονται στην υπεραπόδοση της ανάπτυξης της Ελλάδας, στην επιτάχυνση της υλοποίησης των έργων που χρηματοδοτούνται από το RRF, στην πειθαρχημένη δημοσιονομική πολιτική, στις χαμηλότερες αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, στις υψηλές μερισματικές αποδόσεις, και στην ισχυρή εταιρική κερδοφορία. Εκτιμούν πως περισσότεροι από τους παράγοντες που οδήγησαν την άνοδο του Χ.Α το 2023-2024, δηλαδή το υποστηρικτικό μακροοικονομικό πλαίσιο, η πολιτική σταθερότητα, η επενδυτική βαθμίδα, οι ελκυστικές αποτιμήσεις και τα ανθεκτικά εταιρικά κέρδη, παραμένουν σε ισχύ, ενώ η ένταξη του Χ.Α στις ανεπτυγμένες αγορές πριν το τέλος του έτους με αρχές του 2026 θα αποτελέσει έναν νέο ισχυρό καταλύτη.

Facebook Comments