Τελευταία ευκαιρία

Δεν ήταν ότι απλώς κέρδισε την προεδρία στο Λευκό οίκο. Κέρδισε τη Γερουσία, την πλειοψηφία σε εθνικό επίπεδο (popular vote), τη Βουλή των Αντιπροσώπων, που μαζί με τη Γερουσία αποτελούν το Κογκρέσο, αλλά και τον έλεγχο του ανωτάτου δικαστηρίου μέσω της Γερουσίας που διορίζει δικαστές.
Όλοι καταπιάστηκαν να εντοπίσουν τους λόγους της βαριάς ήττας των Δημοκρατικών και του θριάμβου που πέτυχε ο Τραμπ. Και την απέδωσαν στο γεγονός ότι οι πρώτοι δεν έθιξαν τα θέματα οικονομίας και μετανάστευσης, ενώ ο δεύτερος τα έθεσε σε πρώτη προτεραιότητα.
Είδαν λάθος στρατηγική, λάθος στόχευση. Είναι όμως έτσι; Αυτό που γνώριζαν μακρινοί παρατηρητές στη δική μας πλευρά του Ατλαντικού και βίωνε ο απλός αμερικανικός λαός, δεν μπόρεσε να το εντοπίσει έγκαιρα και να το αναδείξει το επιτελείο της προεκλογικής καμπάνιας των Δημοκρατικών; Μάλλον όχι. Απλώς, υπήρχε ατζέντα που ήθελαν να επιβάλλουν. Woke ατζέντα, αμβλώσεις, δικαιοφασισμός, κλιματική αλλαγή και συμπερίληψη ήταν στο μενού. Κανένα ενδιαφέρον για τα πραγματικά προβλήματα της καθημερινότητας. Αυτό συνέβαινε ήδη για 4 χρόνια επί διακυβέρνησης Biden.
Δημιουργήθηκε έτσι ένα κενό αντιπροσώπευσης του αμερικανικού λαού. Η δημοκρατία στις ΗΠΑ ήδη είχε αρχίσει να μη λειτουργεί. Πέρα από αυτό, σε μεγάλο μέρος της αμερικανικής κοινωνίας υπήρχε διάχυτη η αίσθηση ότι ένα βαθύ κατεστημένο υποστηριζόμενο από μέσα μαζικής ενημέρωσης, επαγγελματίες της σόου μπίζνες και λόμπυ συμφερόντων επιχειρούσε ανεπιτυχώς όπως αποδείχθηκε, να χειραγωγήσει την κοινή γνώμη εναντίον εκείνου που εκ του αποτελέσματος αποδείχθηκε ο πιο γνήσιος εκφραστής της.
Πολιτικά υποκινούμενες δικαστικές διώξεις, αποκλεισμός από μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συνεχείς απόπειρες δολοφονίας χαρακτήρα από ειδησεογραφικά μέσα, έντυπα και ηλεκτρονικά, κατηγορίες για αμφιλεγόμενα περιστατικά που έλαβαν χώρα δεκαετίες πριν, όλα αυτά και πολλά άλλα, χρησιμοποιήθηκαν για να μπορέσει το καθεστώς να αμαυρώσει την εικόνα του πολιτικού αντιπάλου του, ακόμα και να του απαγορεύσει την υποψηφιότητα. Και όταν αυτά δε λειτούργησαν, δύο απόπειρες δολοφονίας. Την ίδια στιγμή, που το κατεστημένο αυτό, δεν μπορούσε πλέον να κρύψει αυτό που πολύς κόσμος υποψιαζόταν εδώ και καιρό: ότι ο πρόεδρός τους δεν ήταν παρά μια βιτρίνα πίσω από την οποία κρύβονται εκείνοι που πραγματικά ασκούν εξουσία. Τελικά, πέτυχαν το ακριβώς αντίθετο: τη διαταξική συσπείρωση ανομοιογενών κοινωνικών ομάδων.
Ισπανόφωνοι λατίνοι, γυναίκες που υποτίθεται θα έπαιρνε με το μέρος της η Καμάλα Χάρις με την ατζέντα περί αμβλώσεων, αφροαμερικανοί, όλοι αυτοί υποστήριξαν περισσότερο από ποτέ άλλοτε, Τραμπ και ρεπουμπλικανούς σε μια ιδιότυπη συμμαχία για να πάρουν πίσω τη χώρα τους. Δεν ήταν δηλαδή μόνο η οικονομία, όπως επιφανειακά αναλύθηκε από πολλούς. Λειτούργησαν τα δημοκρατικά αντανακλαστικά των Αμερικανών.
Αντέδρασαν στην επιβολή ενός ιδιότυπου καθεστώτος ενδεδυμένου το μανδύα της ψευτοπροόδου μέσω μιας ατζέντας που ουδέποτε απηχούσε τις ανάγκες τους.
Αυτό δεν είναι καινοφανές. Ήδη συμβαίνει στην Ευρώπη. Η περιχαράκωση στο αυστηρά εθνικό συμφέρον και η επιστροφή από τον διεθνισμό στον πατριωτισμό. Με απλά λόγια, κάθε χώρα για τον εαυτό της. Το είδαμε στην Ιταλία, την Ουγγαρία, στην αντιπολίτευση στη Γαλλία και την Ολλανδία. Όπου συλλήβδην οι ηγέτες τους χαρακτηρίστηκαν, αρχικά τουλάχιστον, από τα διεθνή και εγχώρια μέσα ενημέρωσης, ακροδεξιοί και φασίστες. Το είδαμε και στη Γερμανία, με την επικράτηση των δεξιών και τη ραγδαία άνοδο του AfD.
Στην Τουρκία επίσης, όπου ο Ερντογάν προωθεί σταθερά τα συμφέροντα της χώρας του και εκτός αυτής, με στρατιωτικές παρεμβάσεις και συμφωνίες σε Λιβύη και Συρία, εδραιώνοντας τον περιφερειακό του ρόλο ως ηγέτιδα δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο. Κάνοντας δηλαδή ό,τι και ο Τραμπ για την Αμερική, όμως επειδή η τελευταία είναι υπερδύναμη, τα συμφέροντα της εκτείνονται σε όλη την υφήλιο και οι παρεμβάσεις της είναι σαρωτικές.
Όπως μέχρι πρότινος στην Αμερική, έτσι και στη χώρα μας, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία πάσχει. Δεν υπάρχει εκφραστής της κοινής γνώμης σε κοινοβουλευτικό επίπεδο για αυτό και τα επίπεδα αποχής του κόσμου από τις εκλογές είναι τόσο υψηλά. Η «κοινωνική αντιπολίτευση» αναζητά το γνήσιο εκφραστή της, όμως μέχρι στιγμής δεν έχει αναδειχθεί το πρόσωπο εκείνο που θα μπορέσει να αναλάβει αυτό το ρόλο σε πολιτικό επίπεδο. Εξακολουθεί να υπάρχει κενό.
Αυτή είναι και η τελευταία ευκαιρία για την κυβέρνηση να γίνει εκείνη ο εκφραστής των αγωνιών και των προσδοκιών του κόσμου αναθεωρώντας άρδην τη στάση της σε καίρια ζητήματα που απασχολούν τους πολίτες. Είναι η ώρα της ευθύνης και των πράξεων. Γιατί έχει ήδη φτάσει η στιγμή που ό,τι κι αν λέει πλέον, δεν εισακούεται από τον κόσμο. Δεν πείθει.
Facebook Comments