Η πρόσφατη συζήτηση γύρω από την άρση της μονιμότητας στους δημοσίους υπαλλήλους παρουσιάζεται συχνά ως  πανάκεια για ένα πιο αποτελεσματικό και ευέλικτο κράτος.

Ωστόσο, πίσω από αυτό το μονολεκτικό αίτημα κρύβεται ένα σύνθετο πλέγμα θεσμικών και κοινωνικών προκλήσεων που απαιτούν προσεκτική ανάλυση. Είναι η άρση της μονιμότητας πράγματι η λύση, ή μήπως πρόκειται για μια επικίνδυνη εκτροπή που υπονομεύει την ουσία της δημόσιας διοίκησης;

Καταρχάς, η μονιμότητα δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως καταφύγιο ατιμωρησίας ή ασυλίας. Το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο περιλαμβάνει σαφείς και αυστηρές διαδικασίες πειθαρχικού ελέγχου, ακόμη και απολύσεων σε περιπτώσεις σοβαρής υπηρεσιακής αμέλειας ή παράβασης καθήκοντος. Η διαχείριση ζημιών ή ατυχημάτων δεν θα πρέπει να  αναιρεί τον θεσμό της μονιμότητας, αλλά να θέτει σε λειτουργία τον μηχανισμό λογοδοσίας, ο οποίος πρέπει να είναι άμεσος και αποτελεσματικός.

Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν εντοπίζεται στον ίδιο τον θεσμό της μονιμότητας, αλλά στην έλλειψη διαφανούς, αντικειμενικού και αξιοκρατικού συστήματος αξιολόγησης και εποπτείας. Πριν επιχειρήσουμε να αποδομήσουμε θεσμούς που εξασφαλίζουν τη σταθερότητα και την ανεξαρτησία της δημόσιας υπηρεσίας, οφείλουμε να ενισχύσουμε θεσμικά τους μηχανισμούς επιλογής, αξιολόγησης και επιβολής κυρώσεων με πλήρη σεβασμό στις αρχές της δικαιοσύνης και της αναλογικότητας.

Η διεθνής εμπειρία επιβεβαιώνει ότι η μονιμότητα μπορεί να συνυπάρχει με αυστηρούς και δίκαιους μηχανισμούς λογοδοσίας και αξιολόγησης. Χώρες όπως η Φινλανδία και η Σουηδία διατηρούν τη μονιμότητα ως θεμέλιο της διοικητικής ανεξαρτησίας, ενώ παράλληλα εφαρμόζουν συστήματα διαφάνειας, επιμόρφωσης και απομάκρυνσης υπαλλήλων μετά από αυστηρές, διαφανείς διαδικασίες. Στον Καναδά, η πρόσληψη υπαλλήλων βασίζεται σε πραγματικά αξιοκρατικά κριτήρια υπό την εποπτεία ανεξάρτητων αρχών, ενώ στη Γερμανία η μονιμότητα συνοδεύεται από αυστηρό πειθαρχικό πλαίσιο και θεσμική αυτονομία από την πολιτική εξουσία.

Αντιθέτως, η Ελληνική πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από στρεβλώσεις: η πρόσληψη στο Δημόσιο δεν βασίζεται παντα σε αδιάβλητα αξιοκρατικά κριτήρια, η επαγγελματική ανέλιξη επηρεάζεται από πελατειακές σχέσεις και η αξιολόγηση είναι συχνά τυπική ή προσχηματική, χωρίς ουσιαστικές συνέπειες.

Πέραν, λοιπόν, του προφανούς σφάλματος διάγνωσης του προβλήματος και την δυσαναλογία «Αίτιου- Θεραπείας», η αφαίρεση της μονιμότητας δεν θα οδηγήσει σε ένα πιο αποτελεσματικό Δημόσιο, αλλά σε αυθαίρετες απολύσεις και πολιτικές παρεμβάσεις που θα ακυρώσουν τη διοικητική ουδετερότητα και θα υπονομεύσουν τη σταθερότητα της δημόσιας λειτουργίας. Μια διοίκηση που λειτουργεί υπό την απειλή της απόλυσης δεν μπορεί να είναι ανεξάρτητη, αξιόπιστη ή επαγγελματική.

Σε αυτή τη θολή θεσμική πραγματικότητα, η άρση της μονιμότητας δεν αποτελεί απάντηση αλλά κίνδυνο θεσμικής εκτροπής. Αν πραγματικά επιθυμούμε έναν εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης, πρέπει να επικεντρωθούμε σε:

  • Ενίσχυση της λογοδοσίας με αυστηρούς και διαφανείς κανόνες,
  • Αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης που να αντανακλούν την απόδοση,
  • Ανεξάρτητους εποπτικούς φορείς με πραγματική αρμοδιότητα,
  • Συνεχή εκπαίδευση, κινητικότητα και επαγγελματική ανάπτυξη των υπαλλήλων.

Πάνω απ’ όλα, απαιτείται θεσμική μνήμη και σταθερότητα που να διασφαλίζει ότι η δημόσια διοίκηση δεν θα αλλάζει με κάθε εκλογική αναμέτρηση, αλλά θα υπηρετεί τον πολίτη με συνέπεια και επαγγελματισμό.

Δεδομένων των ανωτέρω, η μονιμότητα δεν αποτελεί προνόμιο, αλλά εγγύηση ανεξαρτησίας και δικαιοσύνης. Πριν αγγίξουμε αυτόν τον πυλώνα, οφείλουμε να οικοδομήσουμε θεσμούς που θα ενισχύσουν την αξιοκρατία και την ισονομία.

Fiat iustitia, ne pereat res publica.

Facebook Comments