Περιορισμένες επιπτώσεις για τις ελληνικές τράπεζες από τους δασμούς και τις γεωπολιτικές εντάσεις, εκτιμά η DBRS Morningstar, παρά τις πιέσεις που καταγράφονται στο διεθνές σκηνικό.

Ο οίκος αξιολόγησης υπογραμμίζει ότι, παρότι η κερδοφορία των τραπεζών δέχεται πιέσεις από τη μείωση των επιτοκίων, οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν ισχυρές, επωφελούμενες και από τη δραστηριότητα σε συγχωνεύσεις και εξαγορές.

Η DBRS τονίζει πως οι πιθανοί δασμοί των ΗΠΑ και η γεωπολιτική αβεβαιότητα ενδέχεται να δημιουργήσουν μέτριες πιέσεις στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών, όχι όμως σε βαθμό που να απαιτούνται νέες προβλέψεις – ιδίως για χώρες όπως η Ελλάδα, με ισχυρότερες αναπτυξιακές προοπτικές και περιορισμένη έκθεση στις ΗΠΑ.

Η κερδοφορία των τραπεζών στην Ευρώπη, όπως σημειώνει η DBRS, έχει υποχωρήσει από τα πολύ υψηλά επίπεδα του 2024 λόγω της μείωσης των καθαρών εσόδων από τόκους (NII). Αυτό παρατηρήθηκε κυρίως στα αποτελέσματα του α’ τριμήνου 2025 για τράπεζες στη Σκανδιναβία, την Ολλανδία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα. Ωστόσο, η συνολική κερδοφορία παραμένει ισχυρή, καθώς αντισταθμίζεται από υψηλότερα έσοδα από προμήθειες και συναλλαγές.

Επιπλέον, οι ελληνικές και άλλες μεσογειακές τράπεζες επωφελούνται από χαμηλότερα αποθεματικά για επισφαλή δάνεια, ενώ οι δείκτες ποιότητας ενεργητικού παραμένουν ισχυροί. Ο οίκος προβλέπει πως οι ισχυροί κεφαλαιακοί δείκτες (CET1) θα διατηρηθούν, αν και ενδέχεται να μειωθούν σταδιακά λόγω της αύξησης του ενεργητικού, των κανονιστικών αλλαγών και της δραστηριότητας M&A.

Όπως επισημαίνεται, οι δασμοί από τις ΗΠΑ και η γενικότερη αβεβαιότητα αποτελούν έναν αρνητικό αλλά διαχειρίσιμο παράγοντα. Η έκθεση των τραπεζών στη Μέση Ανατολή είναι περιορισμένη, επομένως ο βασικός κίνδυνος σχετίζεται κυρίως με τις έμμεσες επιπτώσεις, όπως οι αυξημένες τιμές πετρελαίου και η ενδεχόμενη επιβράδυνση επενδύσεων από τις επιχειρήσεις.

Η DBRS υπογραμμίζει ότι η χαμηλότερη ανάπτυξη λόγω δασμών μπορεί να φέρει αδυναμία στις χορηγήσεις δανείων, ωστόσο οι τράπεζες παραμένουν διαφοροποιημένες και ανθεκτικές. Η ύπαρξη αντιστάθμισης από ευρωπαϊκά εργαλεία, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και η δημοσιονομική στήριξη της Γερμανίας, περιορίζει τις αρνητικές επιπτώσεις.

Στο πεδίο των κεφαλαιακών απαιτήσεων, η προσαρμογή στους κανόνες της Βασιλείας III επιδρά στα κεφαλαιακά αποθέματα, αλλά με σταδιακή επίδραση. Σε κάποιες χώρες, όπως η Ολλανδία, ο αντίκτυπος έχει ήδη απορροφηθεί, ενώ σε άλλες – όπως η Ελλάδα – συνεχίζεται η διαδικασία βελτίωσης μοντέλων κινδύνου, κάτι που οδηγεί σε μείωση των δεικτών στάθμισης.

Παράλληλα, η αυξημένη δραστηριότητα συγχωνεύσεων και εξαγορών (M&A) σε χώρες όπως η Ιταλία, η Ελλάδα, η Πολωνία και η Πορτογαλία φέρνει νέα δεδομένα για τις τράπεζες. Οι μη οργανικές στρατηγικές ανάπτυξης – κυρίως σε τομείς όπως η διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, η ασφαλιστική δραστηριότητα και η τεχνολογία – έρχονται να αντικαταστήσουν τη διανομή μερισμάτων, δίνοντας νέα ώθηση στον τραπεζικό χάρτη της Ευρώπης.

Παρά το γεγονός ότι οι μεγάλες διασυνοριακές συμφωνίες παραμένουν εξαίρεση λόγω του κατακερματισμένου κανονιστικού πλαισίου, οι πρόσφατες κινήσεις, όπως η εξαγορά της Novo Banco από τη γαλλική BPCE, δείχνουν ότι η γεωγραφική διαφοροποίηση αποτελεί στρατηγικό στόχο.

Ωστόσο, η DBRS προειδοποιεί ότι πολιτικά εμπόδια σε χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία και η Γερμανία μπορεί να καθυστερήσουν ή να ακυρώσουν συμφωνίες. Παρόλα αυτά, ο οίκος θεωρεί ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν ανθεκτικά θεμέλια για να ανταποκριθούν στις διεθνείς προκλήσεις με περιορισμένο ρίσκο για την ποιότητα του ενεργητικού τους.

Ελευθερία Κούρταλη

Facebook Comments