Η απόφαση της FED για αύξηση των επιτοκίων εμπεριέχει ρίσκο. Θα επιφέρει ανατίμηση του δολαρίου, που σημαίνει μείωση των αμερικάνικων εξαγωγών και του τουρισμού και αντίστοιχη αύξηση των εισαγωγών. Άρα είναι πιθανό να προκαλέσει έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο και επιβράδυνση της οικονομίας. Ισοδυναμεί ακόμη με υψηλότερο κόστος δανεισμού για τις αμερικάνικες επιχειρήσεις. Το ίδιο ισχύει και για την παγκόσμια οικονομία, αφού η άνοδος των επιτοκίων θα επιβαρύνει χώρες και επιχειρήσεις που έχουν δανειστεί σε LIBOR (το κυμαινόμενο επιτόκιο της FED). Επίσης, οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες ακολουθούν πολιτικές νομισματικής χαλάρωσης και αναμένεται να χάσουν κεφάλαια, που θα μεταφερθούν ως καταθέσεις στις ΗΠΑ, λόγω του ελκυστικού επιτοκίου. Από την άλλη μεριά, οι οικονομίες αυτές θα γίνουν πιο ανταγωνιστικές, ενισχύοντας τις εξαγωγές τους, λόγω της ανατίμησης του δολαρίου. 

Η FED για σχεδόν μία δεκαετία ακολουθεί πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης και χαμηλών επιτοκίων. Η απόφαση αυτή αποδείχθηκε πολύ σωστή: η ανάπτυξη των ΗΠΑ κυμαίνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια πάνω από 2,5%, η ανεργία πέφτει, η κατανάλωση ενισχύεται και οι επενδύσεις εμφανίζονται αυξημένες. Ο μόνος στόχος που δεν έχει επιτευχθεί είναι η αύξηση του πληθωρισμού στο 2%, καθώς ο δομικός πληθωρισμός των ΗΠΑ υπολογίζεται λίγο πάνω από 1%. Είναι όμως σαφώς υψηλότερος των αντίστοιχων ευρωπαϊκών χωρών και της Ιαπωνίας, που συχνά παρουσιάζουν αποπληθωρισμό. Στην περίπτωση λοιπόν των ΗΠΑ η θεωρία επαληθεύθηκε μόνο ως προς την αναθέρμανση της οικονομίας και τη μείωση της ανεργίας. Ο πληθωρισμός είναι σε ιστορικά χαμηλά παγκοσμίως και σε αυτό παίζουν ρόλο οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου και των μεταλλευμάτων, καθώς και η ασθενής ζήτηση αγαθών.

Εδώ κι ένα χρόνο έχει ξεκινήσει μια δημόσια συζήτηση γύρω από το αν ήρθε η ώρα η FED να κάνει τη μεγάλη στροφή και να εκπέμψει σήμα ότι οι ΗΠΑ αφήνουν πίσω τους την εποχής της ύφεσης. Η Γιέλεν έχει πλέον αρκετή αυτοπεποίθηση να πιστεύει ότι μια ήπια, σταδιακή αύξηση των επιτοκίων δε θα δημιουργήσει προβλήματα στην αμερικάνικη οικονομία. Θεωρεί μάλιστα ότι οι αγορές το έχουν ήδη προεξοφλήσει σε μεγάλο βαθμό. Με τα αυξημένα επιτόκια θα προσελκύσει ξένα κεφάλαια και ελπίζει επίσης ότι θα επιτύχει αύξηση εταιρικών κερδών. Μη ξεχνάμε μάλιστα ότι τα αμερικάνικα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που σήμερα γράφουν πολύ χαμηλά κέρδη, λόγω της μικρής διαφοράς των επιτοκίων που δανείζουν και των επιτοκίων καταθέσεων, ευελπιστούν σε αυξημένη κερδοφορία, άρα και αυξημένα bonus στα στελέχη τους!

Είναι σημαντικό να δικαιωθεί η Γιέλεν από την επιλογή της και η οικονομία των ΗΠΑ να πετύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. Με αυτό τον τρόπο θα λειτουργήσει ως ατμομηχανή της παγκόσμιας ανάπτυξης, ιδιαίτερα σήμερα που η Κίνα εμφανίζει σημάδια κόπωσης, η Ευρώπη βγαίνει βαριά τραυματισμένη από τη χρόνια πολιτική λιτότητας, οι χώρες του ΟΠΕΚ ταλαιπωρούνται από τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου, ενώ επικρατεί γεωπολιτική αστάθεια με την άνοδο του ISIS.  Αν η απόφαση της FED αποδειχθεί λανθασμένη και προκαλέσει επιβράδυνση της αμερικάνικης οικονομίας, αυτό θα έχει αρνητικό αντίκτυπο παγκοσμίως.  

Πως όμως θα αντιδράσει η ΕΚΤ μετά την αύξηση των επιτοκίων; Ο Ντράγκι είναι αφοσιωμένος στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που με καθυστέρηση πολλών ετών επιτέλους ξεκίνησε το 2015: Αύξηση της ποσότητας χρήματος στην αγορά – μηδενικά επιτόκια – υποτίμηση του Ευρώ. Ήδη φαίνονται τα πρώτα ενθαρρυντικά σημάδια της πολιτικής αυτής και ελπίζει η προσπάθειά του να καρποφορήσει το 2016. Έχει όμως απέναντι του τα γεράκια της Bundesbank  (της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας). Οι Γερμανοί είναι αντίθετοι προς το πρόγραμμα, διότι κάθε μήνα η κεντρική τους τράπεζα καλείται να συνεισφέρει ένα μεγάλο μέρος στην  αύξηση της ποσότητας χρήματος στην αγορά, κάτι που αποτελεί δύσκολο εγχείρημα. Όπως παρατηρούμε μέχρι τώρα, η Bundesbank καταφέρνει να ανταποκριθεί με δυσκολία και κυρίως χάρη στη σωτήρια συνεργασία της Chinabank, η οποία δέχεται να συμμετέχει στην αγοραπωλησία ομολόγων.

Σίγουρα, αν η FED λάβει απόφαση αύξησης των επιτοκίων, αναμένεται οι Γερμανοί να την επικαλεστούν και να ζητήσουν από τον Ντράγκι να σταματήσει το πρόγραμμα χαλάρωσης. Ο Ιταλός τραπεζίτης έχει αποδειχθεί πάντως αρκετά ανθεκτικός μέχρι τώρα σε έξωθεν πιέσεις.

Facebook Comments