Την ευχή σου παπα – Φώτη!
Την ευχή σου παπα – Φώτη!
Το χρήμα της… αστικής τάξης έπεφτε κανονικά: κρατική επιχορήγηση, μισθάρες, βουλευτικά αυτοκίνητα, γυμναστήρια, παιδικοί σταθμοί, συγγενείς και παρατρεχάμενοι μονιμοποιημένοι στη Βουλή, σύνταξη με δύο μόλις θητείες και καμμιά ντουζίνα παροχές ακόμα. Κανονική νομενκλατούρα στις καλύτερες εποχές της Σοβιετίας.
Ε, πού και πού κλείναμε και κανέναν δρόμο, μπαστακωνόμασταν και σε κανέναν καταπέλτη πλοίου, δέρναμε και κανέναν εργοδότη – ταξικό αντίπαλο για να δείξουμε ότι τόσος Μαρξ δεν πήγε χαμένος, και μετά ξανά στο ταμείο για να εισπράξουμε την επιχορήγηση και τους μισθούς. Είναι πολλά τα λεφτά, Κάρολε!
Από όλο αυτό το τσίρκο που, μαυρίζοντας τον αξέχαστο Μιχάλη Παπαγιαννάκη, έχασε την ευκαιρία να γίνει σοβαρή πολιτική δύναμη, ξεχώρισαν δύο αστέρες. Με τον έναν, το αμόρφωτο θρασύ μικρομέγαλο, που μαϊμουδίζει τον Παπαντρέα στα χειρότερά του, δεν αξίζει να ασχοληθούμε. Το ότι βρίσκεται σήμερα να διεκδικεί την πρωθυπουργία είναι αποκλειστική ευθύνη του ΠΑΣΟΚ και της Ν. Δημοκρατίας που κατάφεραν να εκμαυλίσουν και να αποβλακώσουν τους ψηφοφόρους τους σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι πρόθυμοι να ανεβάσουν στον θρόνο οποιονδήποτε τους υποσχεθεί οτιδήποτε ακούγεται ευχάριστα.
Ο άλλος, όμως, είναι case study. Στη διαμάχη με το αμόρφωτο θρασύ μικρομέγαλο ήταν ο αντίποδας. Σοβαρός και πολιτισμένος, έλεγαν. Και μόνο που δεν τα πήγαινε καλά με «τους άλλους», τους μ-λ, λ-μ και Σία, κέρδιζε ρούμπους. Κι είχε και κείνο το ήρεμο, μελιστάλαχτο ύφος! Τον συμπαθούσες αμέσως. Βέβαια, κάποιοι αναρωτιόντουσαν μετά από κάθε δήλωση: «τι είπε, ρε παιδιά, κατάλαβε κανένας;» Όμως, εδώ δεν χρειάζονταν να καταλαβαίνεις.
Ο λόγος του Φώτη Κουβέλη ήταν σαν τις ψαλμωδίες: δεν ξέρεις τι λένε αλλά σε γαληνεύουν. «Θα σταθούμε με αληθινό ενδιαφέρον πάνω στα προβλήματα των εργαζομένων τα οποία θα λύσουμε με γνώμονα το δικαίωμα στη απασχόληση και την αξιοπρέπεια». Μπροστά σ’ αυτό το απαύγασμα ανθρωπισμού, οι λεπτομέρειες είναι περιττές – αν, ας πούμε, συμφωνεί με τη μείωση του μισθού ή τη μείωση του προσωπικού ή τι θα γίνει αν η εταιρεία κλείσει και βρεθούν όλοι στην ανεργία. Αυτές οι χοϊκές υποσημειώσεις δεν είναι ικανές να ταράξουν την ολύμπια γαλήνη του Κουβέλειου λόγου. Άλλοι έβγαζαν – έστω και καμένα – τα κάστανα από τη φωτιά. Κι επειδή ο άνθρωπος έχει μια ροπή εκεί που βρίσκει ευκολίες, η εκδοχή του «πολιτισμένου τίποτα» έγινε μανιέρα. Βρήκε και κόλπο για να ντριμπλάρει στα δύσκολα χωρίς να χάσει τη νιρβάνα του: εμφανίζοντας στην ίδια πρόταση δύο αντίθετες ιδέες ως συμπληρωματικές. Παράδειγμα: «Μεθοδεύουμε μια δίκαιη και μακροπρόθεσμη λύση του ασφαλιστικού χωρίς όμως να θιγούν οι κατακτήσεις των εργαζομένων στις οποίες θα σκύψουμε με σεβασμό, μπλα, μπλα, μπλα…»
Η αρχιτεκτονική είναι απλή. Μπορείτε να μελετήσετε τη δομή της σ’ ένα αρχετυπικό παράδειγμα: «Θα εργασθούμε με φρόνηση και σύνεση για την ταχύτερη δυνατή δημιουργία ομελέτας, η οποία θα ανακουφίσει τους πεινώντες συνανθρώπους μας, ενώ ταυτόχρονα θα προστατεύσουμε το κατακτημένο με κόπους και θυσίες δικαίωμα των αυγών σε μια αξιοπρεπή και άθραυστη διαβίωση, επιβεβαιώνοντας ακόμα μία φορά ότι στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα.»
Λίγο που αποκοιμιόταν το κοινό, λίγο που οι άλλοι ήταν της πυρκαγιάς, κάποιοι καλοπροαίρετοι, που δεν έψαχναν και πολύ, τον ψήφισαν. Μπήκε στη Βουλή και στην κυβέρνηση. Και τότε άρχισαν τα δύσκολα. Τις ωραίες έννοιες και τα εύηχα ουμανιστικά αντικατέστησαν οι σκληρές αλήθειες του χρέους, του ελλείμματος, των φόρων, της ανεργίας.
Τι κάνουμε τώρα; Τι ερώτηση! Αυτό που πάντα ξέραμε! Ωραία λόγια και ευχές! Και στα δύσκολα, όταν πρέπει να ληφθούν αποφάσεις που είναι ούτως ή άλλως επώδυνες, ξυπνάει η αριστερή σιγουράντζα: μακριά από ευθύνες! Κάντε εσείς κι εμείς θα λέμε!
Έτσι, ακόμα και τώρα που υποτίθεται ότι η ΔΗΜΑΡ συμμετέχει στην κυβέρνηση, ο αρχηγός της και οι 2 υπουργοί της διαγωνίζονται αλλήλους σε ακινησία. Συμφωνούμε αλλά δεν ψηφίζουμε, λέμε «παρών» ή αποχωρούμε. Προωθούμε τάχα μου μεταρρυθμίσεις αλλά έχουμε στα ώπα – ώπα όλο το πελατειακό σύστημα, του κάνουμε όλα τα χατήρια, μην τυχόν μετακομίσουν κι άλλοι στο μαγαζί που κουμαντάρει το αμόρφωτο θρασύ μικρομέγαλο. Θέλουμε αλλαγές αλλά πολεμάμε κάθε αλλαγή προτείνοντας «έναν ειλικρινή και ουσιαστικό διάλογο με την άλλη πλευρά, που ευχόμαστε να…». Τι κι αν ο διάλογος με την άλλη πλευρά γίνεται εδώ και 20 χρόνια και δεν καταλήγει πουθενά. Τι κι αν και ο δύο πλευρές έχουν λερωμένη τη φωλιά τους και «κρατάει η μία την άλλη». Δεν μας ενδιαφέρει. Αρκεί να βρούμε ακόμα μια φορά την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουμε ωραίες, αφηρημένες έννοιες: ισότητα, σοσιαλισμό, “ανθρώπινο πρόσωπο” αδελφοσύνη, δικαιοσύνη, αγαπάτε αλλήλους, ειρήνη υμίν…
Γι΄αυτόν τον ρόλο όμως δεν χρειάζονται πολιτικοί. Μια χαρά τα καταφέρνουν και οι παπάδες.
Facebook Comments