Στο επίκεντρο της καταιγίδας…
Στο επίκεντρο της καταιγίδας...
“Σπάνια οι κυβερνώντες ευρίσκονται σε ένα υψηλότερο από το μέσο επίπεδο, τόσο από ηθική, όσο και από διανοητική άποψη – πολύ συχνά δε, είναι κάτω από αυτό. Θεωρώ λοιπόν καθαρή αφροσύνη να βασίζουμε όλες μας τις πολιτικές προσπάθειες επάνω στην αμυδρή ελπίδα ότι, θα πετύχουμε να έχουμε εξαιρετικούς ή, έστω, ικανούς κυβερνήτες” (K.Popper, υπέρ της άμεσης δημοκρατίας).
Ανάλυση
Στην Ευρωζώνη έχει ξεκινήσει ήδη μία αιματηρή μάχη, με επίκεντρο ξανά την Ελλάδα, όσον αφορά την εκδίωξη του ΔΝΤ – εν μέσω μίας παγκόσμιας οικονομικής καταιγίδας πρωτοφανών διαστάσεων (η πρώτη φορά ήταν το Δεκέμβρη του 2009, γεγονός που είχαμε επισημάνει τότε, με την ανάλυση μας «Στο μάτι του κυκλώνα»).
Στα πλαίσια αυτά, το ΔΝΤ χρησιμοποιεί την ανάγκη διαγραφής μέρους του δημοσίου χρέους της χώρας μας, ως μοχλό πίεσης της Γερμανίας – η οποία ευρίσκεται πια σε πορεία σύγκρουσης με τις Η.Π.Α., με τον πραγματικό «εντολοδόχο» του ταμείου.
Το ΔΝΤ προσπαθεί, μεταξύ άλλων, να επιβάλλει βίαια στη Γερμανία, κατ επέκταση, στην Ευρώπη, την τραπεζική ενοποίηση – τη δικτατορία του χρηματοπιστωτικού κτήνους κατά πολλούς, προσωρινή έδρα του οποίου είναι η Wall Street.
Την ίδια στιγμή, ορισμένοι εμφανίζονται παραδόξως αφενός μεν ως υποστηρικτές του ότι, η Ελλάδα πρέπει να συνταχθεί με το ΔΝΤ, εναντίον της Ευρώπης, αφετέρου σαν «συνήγοροι» της αξιωματικής αντιπολίτευσης – εντός της οποίας, το ρεύμα επιστροφής στο εθνικό νόμισμα γίνεται όλο και πιο ισχυρό.
Η «τάση» της αντιπολίτευσης τώρα για επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, το οποίο θα έλυνε ως δια μαγείας τα προβλήματα της οικονομίας μας, συμβαδίζει με την επικρατούσα άποψη της αγγλοσαξονικής ελίτ – με τους αστέρες αμερικανούς οικονομολόγους, με τις εταιρείες αξιολόγησης, με τις μεγάλες επενδυτικές τράπεζες κλπ..
Αρκετοί δε Έλληνες οικονομολόγοι, οι οποίοι διαμένουν είτε στη Μ. Βρετανία, είτε στις Η.Π.Α., «σοσιαλιστικής» κυρίως ιδεολογίας, τοποθετούνται επίσης υπέρ της δραχμής – με διάφορα επιχειρήματα, τα οποία δεν θα ήταν σωστό να καταρρίψει κανείς βιαστικά ή αυθαίρετα.
Πόσο μάλλον όταν αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός το ότι, η αδυναμία χάραξης εθνικής νομισματικής πολιτικής από τις χώρες της Ευρωζώνης χρησιμοποιήθηκε εκβιαστικά από την ΕΚΤ, με στόχο την πληρωμή των χρεών των ελλειμματικών χωρών προς τους κερδοσκόπους – οι οποίοι, με τον εγκληματικό αυτό τρόπο, πληρώθηκαν με την βοήθεια της ΕΚΤ, μη αναλαμβάνοντας τα ρίσκα των ζημιογόνων επενδύσεων τους.
Το γεγονός αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στην Ιρλανδία, οι δύστυχοι πολίτες της οποίας υποχρεώθηκαν να εξοφλήσουν τα χρέη των τραπεζών τους, ύψους περί τα 70 δις €, προς τους ξένους κερδοσκόπους – επειδή η ΕΚΤ εκβίασε στην κυριολεξία τη χώρα με το ότι, δεν θα στήριζε το τραπεζικό της σύστημα με το ELA (παροχή ρευστότητας), οπότε θα χρεοκοπούσε.
Κάτι ανάλογο συνέβη και στην Κύπρο (άρθρο μας), η οποία συνεχίζει να υποφέρει από τις εκροές καταθέσεων, παρά τους περιορισμούς στην ελεύθερη διακίνηση των κεφαλαίων – με αποτέλεσμα να παρατείνεται ο εκβιασμός της από την ΕΚΤ, η οποία συμπληρώνει ουσιαστικά τη ρευστότητα που αφαιρείται (κυρίως από τους πολύ μεγάλους καταθέτες, οι οποίοι βρίσκουν τρόπους αποφυγής των περιορισμών).
Στην Ελλάδα βέβαια το πρόβλημα ήταν εντελώς διαφορετικό, σε σύγκριση με όλες τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης – αφού, σε αντίθεση με αυτές, είναι υπερχρεωμένος ο δημόσιος τομέας της και όχι ο ιδιωτικός. Εν τούτοις, επειδή καθυστέρησαν να ληφθούν οι αναγκαίες αποφάσεις (για παράδειγμα, η στάση πληρωμών πριν από την εισβολή του ΔΝΤ), η Ελλάδα εκβιάσθηκε επίσης από την ΕΚΤ μέσω της (μη) παροχής ρευστότητας – ενώ μεταφέρθηκε έντεχνα το πρόβλημα από το χρηματοπιστωτικό κτήνος, στα κράτη (ανάλυση μας), τα οποία μας δάνεισαν ενυπόθηκα και με αγγλικό δίκαιο.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω διαπιστώνουμε ότι, τόσο οι οπαδοί του νεοφιλελευθερισμού, όσο και οι «θιασώτες» του κομματικού σοσιαλισμού, καθώς επίσης η σταλινική αριστερά, αλλά και η ακροδεξιά, τάσσονται ομαδικά υπέρ της επιστροφής της Ελλάδας στο εθνικό της νόμισμα – με ελάχιστες διαφοροποιήσεις.
Μοναδική ίσως εξαίρεση αποτελούν αυτοί που επιλέγουν τη φιλελεύθερη δημοκρατία – τη «χρυσή μεσότητα» καλύτερα του Αριστοτέλη (όπου ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας οφείλουν να ισορροπούν μεταξύ τους, χωρίς να υπερισχύει κανένας, έτσι ώστε να μην κινδυνεύει ούτε η δικαιοσύνη, ούτε η δημοκρατία, ούτε η ελευθερία των Πολιτών).
Οι τελευταίοι αυτοί υποστηρίζουν ότι, το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι τόσο το ευρώ, όσο η αποβιομηχανοποίηση της – στην οποία βέβαια συνέβαλλε το νόμισμα, αλλά είναι πλέον «τετελεσμένη πράξη», αποτελεί παρελθόν. Φυσικά, το έγκλημα ολοκληρώθηκε από την τεράστια διαφθορά, από την ανεπάρκεια και την ανικανότητα της πολιτικής των τελευταίων δεκαετιών. Τα γεγονότα αυτά δεν θα άλλαζαν προς το καλύτερο, απλά και μόνο με την αντικατάσταση του νομίσματος – πόσο μάλλον σήμερα, εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής και γεωπολιτικής καταιγίδας.
Οι ίδιοι θεωρούν ότι, το πρόβλημα της Ευρώπης δεν είναι το κοινό νόμισμα αλλά, κυρίως, η Γερμανία – η οποία, με την εγωκεντρική «μερκαντιλιστική» πολιτική της των τελευταίων ετών, έχει προκαλέσει μεγάλες ευρωπαϊκές ασυμμετρίες. Πρόβλημα είναι και η ΕΚΤ, στο σημείο που χρησιμοποιείται ως όπλο τόσο από τη Γερμανία (ανάλυση), όσο και από το χρηματοπιστωτικό κτήνος.
Τέλος υποστηρίζουν πως το καταστροφικότερο μειονέκτημα του πλανήτη είναι η ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση – η οποία έχει συμβάλλει τα μέγιστα τόσο στην αποβιομηχανοποίηση της Δύσης, όσο και στην αύξηση της ανεργίας, η οποία θα συνεχίσει να επιδεινώνεται.
ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Μέσα σε αυτόν τον καταιγισμό των διαφορετικών απόψεων, κάθε μία από τις οποίες έχει τη λογική της, ενώ είναι δυνατόν να εξυπηρετεί τα ιδιοτελή συμφέροντα αυτών που την εκφράζουν, εκούσια ή ακούσια (δεν μπορεί να αποκλεισθεί η ανοησία, όσο και αν δεν γίνεται παραδεκτή, όπως επίσης η άγνοια, σε σχέση με το τι θα μπορούσε πραγματικά να συμβεί), καλείται κανείς να αποφασίσει – υποθέτοντας ότι θα μπορούσε να εφαρμόσει αυτά που θα επέλεγε.
Η μεγάλη δυσκολία στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι μόνο η συγκεκριμένη απόφαση, αλλά και η στάση αυτών, τους οποίους δεν θα συνέφερε – αφού είναι αδύνατον να ικανοποιεί τους πάντες.
Για παράδειγμα, εάν η Ελλάδα αποφάσιζε υπέρ της δραχμής και του ΔΝΤ, τότε ποια θα ήταν η συμπεριφορά της Ευρώπης και, κατ επέκταση, της Γερμανίας απέναντι της; Είναι λογικό να αναμένει την «προστασία» της από τον εντολοδόχο του ΔΝΤ, από τις Η.Π.Α., ή μήπως θα ήταν καλύτερα να είναι πιο προσεκτική; Η έξοδος από το ευρώ δεν θα σήμαινε τη «διαιώνιση» της παραμονής της στα νύχια του ΔΝΤ, αφού διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατόν να ανταπεξέλθει με τον εξωτερικό δανεισμό της, ακόμη και αν διαγραφόταν κάποιο μέρος του;
Από την άλλη πλευρά, εάν επέλεγε την παραμονή της στην Ευρωζώνη με κάθε θυσία, οπότε τη συνέχιση της, καταστροφικής για την οικονομία της, πολιτικής λιτότητας, η οποία της έχει επιβληθεί, παράλληλα με την μετατροπή της σε άβουλο προτεκτοράτο, ποια θα ήταν η συμπεριφορά των Η.Π.Α. απέναντι της; Θα μπορούσε να εμπιστευθεί τη Γερμανία, με την έννοια ότι, δεν θα την οδηγούσε εξευτελισμένη, εξαθλιωμένη και εντελώς λεηλατημένη, στην απόλυτη χρεοκοπία;
Βέβαια, η ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε ίσως να διαπραγματευθεί μία «βιώσιμη λύση» τόσο με το ΔΝΤ, όσο και με τη Γερμανία – ενδεχομένως εντός των πλαισίων που έχουμε περιγράψει στο κείμενο μας «Ελλάδα, ενώπιοι ενωπίω». Υπάρχει όμως μία τέτοια κυβέρνηση, η οποία θα ήταν ικανή να το κάνει, πείθοντας παράλληλα τους Πολίτες για την ορθότητα των απόψεων της;
Συμπερασματικά λοιπόν, δεν είναι τόσο εύκολο το δίλημμα της Ελλάδας, όσο ίσως θα ήθελαν να πιστεύουμε όλοι όσοι επιμένουν στις υποκειμενικές τους απόψεις, Αντίθετα, είναι πολύ πιο δύσκολο, από όσο φανταζόμαστε, έχοντας ακόμη περισσότερες πτυχές, από αυτές που ήδη αναφέραμε. Τι κάνει όμως μία κυβέρνηση, η οποία ευρίσκεται αντιμέτωπη με ένα τόσο δισεπίλυτο πρόβλημα, αδυνατώντας να ζυγίσει σωστά τα υπέρ και τα κατά;
Δεν κάνει απολύτως τίποτα, χρησιμοποιώντας ίσως το χρόνο της στην προετοιμασία εναλλακτικών σχεδίων Β, Γ κλπ., έτσι ώστε να είναι προετοιμασμένη όταν «αραιώσει η ομίχλη» ή όταν γύρει η ζυγαριά σε μία κατεύθυνση;
Περιμένει υπομονετικά να αποφασίσει τη διαγραφή μέρους του δημοσίου χρέους της χώρας της η Γερμανία, ενδεχομένως μετά τις εκλογές – παρά το ότι έχει διαπιστώσει ότι, οι δύο προηγούμενες διαγραφές αφενός μεν δημιούργησαν πολύ περισσότερα προβλήματα, από όσα έλυσαν, αφετέρου απαίτησαν δυσανάλογα ανταλλάγματα;
Ή μήπως προσπαθεί να λύσει εκείνα τα προβλήματα, τα οποία δεν έχουν σχέση με τις διεθνείς συγκυρίες – όπως, για παράδειγμα, ο εξορθολογισμός της λειτουργίας του κράτους, ο περιορισμός του δημοσίου χρέους με ίδια μέσα, η μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού κλπ.;
Επειδή, κατά την άποψη μας, η κυβέρνηση οφείλει να ασχοληθεί με το τελευταίο, με την επίλυση των προβλημάτων της χώρας δηλαδή, θα αναφερθούμε στη συνέχεια περιληπτικά σε δύο από αυτά – υπενθυμίζοντας στους «ιθύνοντες» τα λόγια του Περικλή, σύμφωνα με τα οποία “Αν και μόνο ελάχιστοι μπορούν να δημιουργήσουν πολιτική, είμαστε όλοι ανεξαιρέτως σε θέση να την κρίνουμε”.
Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΜΕ ΙΔΙΑ ΜΕΣΑ
Όπως έχουμε γράψει στο παρελθόν, ο διευθυντής του εναλλακτικού ινστιτούτου οικονομικών ερευνών, με έδρα τη Βασιλεία, επεξεργάζεται ένα σχέδιο, με στόχο την «αποχρέωση» της Γερμανίας. Σκοπός του είναι μία ολοκληρωμένη, «ριζική» πρόταση, σχετικά με το πώς θα μπορούσε η Γερμανία να αποπληρώσει εντελώς το δημόσιο χρέος της, ύψους περί το 1,7 τρις € το 2008, μέσω της «εισφοράς» ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων (Πίνακας Ι).
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Εξέλιξη της ιδιωτικής περιουσίας και των δημοσίων χρεών της Γερμανίας, σε δις €
Πηγή: Ινστιτούτο οικονομικών ερευνών της Βασιλείας
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Όπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι, η καθαρή «χρηματική» περιουσία των Γερμανών, αυξήθηκε περισσότερο από το δημόσιο χρέος. Με τη συνολική περιουσία λοιπόν στα 8,2 τρις €, η «ριζική» εξόφληση του 1,7 τρις € δημοσίου χρέους, θα μπορούσε να εξασφαλισθεί μέσω της «εισφοράς» ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων, ύψους 20% (στην Ελλάδα θα απαιτούταν μάλλον μικρότερο ποσοστό).
Η «εισφορά» βέβαια αυτή θα επιμεριζόταν στη διάρκεια αρκετών ετών – ενώ, όσον αφορά τα ακίνητα, τα ποσά θα ήταν δυνατόν να εξασφαλισθούν, από όσους δεν θα τα διέθεταν, με τραπεζικό δανεισμό. Εκτός αυτού, θα έπρεπε να επιβαρύνει τα κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία των ιδιωτών – την ακίνητη περιουσία, τις καταθέσεις, καθώς επίσης τα επενδυτικά χαρτοφυλάκια.
Επειδή όμως στο πλουσιότερο 10% των Γερμανών ανήκει το 60% της συνολικής περιουσίας, αυτοί θα επωμίζονταν το μεγαλύτερο βάρος της εξόφλησης του χρέους – γεγονός που το θεωρεί κοινωνικά δίκαιο, γνωρίζοντας παράλληλα ότι, εάν οι Πολίτες «δεν βάλουν το χέρι στην τσέπη τους», τα περί υπερηφάνειας της χώρας τους, περί εθνικής ανεξαρτησίας, περί πατριωτισμού κλπ. είναι ανοησίες, «ευφυολογήματα» και λόγια χωρίς περιεχόμενο.
Η πρόταση του οικονομολόγου φαίνεται εν πρώτοις ενδιαφέρουσα (αν και με «σφάλμα», αφού θα έπρεπε να εξαιρέσει εκείνα τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία είναι επιβαρυμένα με δάνεια – τουλάχιστον κατά το ύψος των δανείων), επειδή η εξόφληση του χρέους θα ελάφρυνε τον προϋπολογισμό κατά τα 60 δις € των ετησίων τόκων, με αποτέλεσμα να μπορούν να μειωθούν οι φόροι. Βέβαια, θεωρείται μάλλον «σοσιαλιστική» και μη συμβατή με τις καπιταλιστικές αρχές – αφού «επιτίθεται» αναμφίβολα στο καθεστώς της ιδιοκτησίας, στη βασική αρχή δηλαδή της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς.
Εν τούτοις, επειδή έχει εφαρμοσθεί στο παρελθόν, από τον τότε καγκελάριο της Γερμανίας K.Adenauer, ο οποίος θεωρούταν «εχθρός» του κομμουνισμού, δεν έχει αντιμετωπισθεί αρνητικά (το γερμανικό δημόσιο τότε διατήρησε την «εισφορά» μέχρι τη δεκαετία του 70, ταυτόχρονα με τη θεσμοθέτηση υψηλών αφορολόγητων ορίων, έτσι ώστε να επιβαρυνθούν αυτοί οι οποίοι, παρά τον πόλεμο, συνέχιζαν να διατηρούν μεγάλες περιουσίες – κυρίως οι ιδιοκτήτες ακινήτων).
Περαιτέρω, ανεξάρτητα από το ότι η «ελβετική» πρόταση δεν φαίνεται ρεαλιστική στη σημερινή εποχή, παρά το υφιστάμενο ιστορικό πρότυπο, η αναζήτηση τρόπων αποφυγής της παγίδας του χρέους, απασχολεί σε μεγάλο βαθμό τη γερμανική κυβέρνηση – ιδίως επειδή το έλλειμμα παραμένει υψηλό, αυξάνοντας το δημόσιο χρέος, ενώ η ετήσια αναχρηματοδότηση του χρέους απαιτεί περίπου 200 δις € (τα οποία αναγκάζεται να δανείζεται κάθε φορά η Γερμανία από τις «αγορές»).
Κατά την άποψη μας, είναι πολύ πιθανόν να «υιοθετηθεί» η πρόταση αυτή από τη Γερμανία, επειδή αφενός μεν θα ενισχύσει τις ηγετικές βλέψεις της στην Ευρώπη, αφετέρου δε θα δημιουργήσει ένα τεράστιο πρόβλημα στις Η.Π.Α. – «εμβολίζοντας» ενδεχομένως την «επέλαση» των Η.Π.Α. στην Ευρωζώνη, μέσω του ΔΝΤ και της Ελληνικής «κερκόπορτας».
Συνεχίζοντας, οφείλουμε να επισημάνουμε εδώ πως για τους επαγγελματίες απαισιόδοξους, η κατάληξη της υπερχρέωσης της Δύσης φαίνεται προ πολλού δεδομένη. Προβλέπουν λοιπόν, στο απώτερο μέλλον, τη «μεγάλη έκρηξη»: τη νομισματική μεταρρύθμιση δηλαδή στην Ευρώπη.
Σε κάποια στιγμή, σύμφωνα με τους ίδιους, θα επικρατήσει το τρομακτικό αυτό σενάριο, οπότε θα αντικατασταθεί το «EURO» με το «NEURO» – με ένα νέο ευρώ δηλαδή, ενδεχομένως με αξία ανταλλαγής Χ:1, με βάση την οποία (Χ) θα μπορούσε να αποσβεσθεί «τεχνικά» το συντριπτικό μέρος των δημοσίων χρεών. Η διαδικασία αυτή φυσικά, θα στερούσε σημαντικό μέρος της ιδιοκτησίας των Πολιτών, όπως και η προηγούμενη (20% εισφορά επί των περιουσιακών στοιχείων).
Η δεύτερη αυτή «μέθοδος» εξόφλησης των χρεών, η «νομισματική μεταρρύθμιση» δηλαδή, θεωρείται μάλλον εξωπραγματική και μη ρεαλιστική σήμερα στην Ευρώπη – παρά το ότι υπάρχει και εδώ το ιστορικό παράδειγμα της Γερμανίας, τον Ιούνιο του 1948.
Εκείνη την εποχή, το απόγευμα μίας Παρασκευής, ανακοινώθηκε η αντικατάσταση του επίσημου νομίσματος με το ΓΜ (DM), εν πρώτοις σε αναλογία 10:1, ενώ δόθηκαν «προκαταβολικά» (αργότερα ανταλλάχθηκαν υποχρεωτικά με 400 παλιά μάρκα), περίπου 40 ΓΜ σε κάθε άτομο – την Κυριακή, αφού είχε οργανωθεί προηγουμένως, μυστικά φυσικά, το σχέδιο «Bird dog» (όπου τα 23.000 χαρτοκιβώτια με τα νέα χαρτονομίσματα, τα οποία είχαν τυπωθεί στις Η.Π.Α. μεταφέρθηκαν με καράβι στη Γερμανία και τοποθετήθηκαν με 8 ειδικούς συρμούς στο υπόγειο της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, από την οποία διαμοιράσθηκαν στις υπόλοιπες).
Τότε βέβαια το δημόσιο χρέος της Γερμανίας ήταν στο 770% του ΑΕΠ της (αν και το μεγαλύτερο μέρος του «αναδιαρθρώθηκε»), ενώ οι συναλλαγές διενεργούνταν κυρίως με τσιγάρα – αφού τα χαρτονομίσματα είχαν χάσει εντελώς την αξία τους.
Ο ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ
Εάν μία κυβέρνηση θέλει να μειώσει τα ελλείμματα του προϋπολογισμού, μπορεί είτε να περιορίσει τις δημόσιες δαπάνες, είτε να αυξήσει τους φόρους και τις λοιπές επιβαρύνσεις.
Ο περιορισμός όμως των δημοσίων δαπανών μειώνει συχνά απ’ ευθείας το ΑΕΠ, όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει στην Ελλάδα – επειδή τόσο η κατανάλωση, όσο και οι επενδύσεις του κράτους, αποτελούν βασικό συστατικό μέρος του ΑΕΠ. Αντίθετα, οι αυξήσεις των φόρων επηρεάζουν σχετικά έμμεσα το ΑΕΠ – ενώ δεν το μειώνουν, εάν ο περιορισμός των αποταμιεύσεων δεν είναι υψηλότερος (υπό ορισμένες συνθήκες).
Ειδικότερα, οι αυξήσεις των φόρων, καθώς επίσης των λοιπών επιβαρύνσεων, περιορίζουν τα διαθέσιμα εισοδήματα του ιδιωτικού τομέα – ο οποίος τότε έχει την επιλογή είτε να διατηρήσει ως έχουν τα έξοδα του, μειώνοντας τις αποταμιεύσεις του, είτε να τα περιορίσει ανάλογα.
Εάν τώρα η μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού οφείλει παράλληλα να στηρίξει την ανάπτυξη και την απασχόληση, κάτι που δυστυχώς «αμέλησε» η Ελλάδα, δεν θα πρέπει να μειώνονται οι δημόσιες δαπάνες, αλλά να αυξάνονται οι φόροι – σε ένα ύψος όμως, με το οποίο να εξασφαλίζεται ότι, η κατανάλωση του ιδιωτικού τομέα θα παραμένει σταθερή, ενώ θα μειώνονται μόνο οι αποταμιεύσεις.
Εάν το κράτος υπερβεί το επίπεδο αυτό, όπως αποφάσισε το ΔΝΤ στην Ελλάδα, αυξάνοντας υπερβολικά τους φορολογικούς συντελεστές, τότε τα έξοδα του ιδιωτικού τομέα περιορίζονται απότομα και η κατανάλωση καταρρέει – παρασέρνοντας μαζί της τα έσοδα του δημοσίου και μεγεθύνοντας τα ελλείμματα. Στα πλαίσια αυτά τα εξής:
(α) Οι επιχειρήσεις
Ιδιαίτερο πρόβλημα αποτελούν τα πλεονασματικά έσοδα (καθαρά κέρδη) των επιχειρήσεων, κυρίως επειδή οι επιχειρήσεις έχουν το μακροοικονομικό «ρόλο» να δημιουργούν πάγια περιουσιακά στοιχεία, μέσω της λήψης δανείων – να επενδύουν δηλαδή και να μην αποταμιεύουν.
Με στόχο τη μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων πρέπει, κυρίως οι επιχειρήσεις, να περιορίζουν τα πλεονάσματα τους – γεγονός όμως που απαιτεί ένα σταθερό οικονομικό περιβάλλον, έτσι ώστε να νοιώθουν ασφαλείς (κάτι που προφανώς εκλείπει σήμερα στην Ελλάδα αποτελώντας, κατά την άποψη μας, απόλυτη προτεραιότητα).
Το κράτος μπορεί φυσικά να επηρεάσει τις επιχειρήσεις, έτσι ώστε να συμπεριφέρονται ανάλογα – «τιμωρώντας» φορολογικά τα χρηματικά πλεονάσματα τους, καθώς επίσης αμείβοντας τις επενδύσεις τους. Στα πλαίσια αυτά, τα διανεμόμενα κέρδη επιβαρύνονται με πολύ μεγάλους φορολογικούς συντελεστές, ενώ οι αποσβέσεις για τις επενδύσεις αυξάνονται – με στόχο οι επιχειρηματίες να έχουν μεγαλύτερο κίνητρο να επενδύσουν, παρά να αυξήσουν τα (διανεμόμενα) κέρδη τους.
(β) Τα νοικοκυριά
Από την άλλη πλευρά, τα πλεονάσματα των νοικοκυριών δεν πρέπει να φορολογούνται με τον ίδιο τρόπο – επειδή είναι σωστό να αποταμιεύουν χρήματα. Εδώ μπορεί επίσης να επέμβει το κράτος, με τη βοήθεια των χαμηλών φορολογικών συντελεστών για εκείνα τα νοικοκυριά τα οποία, έχοντας περιορισμένα εισοδήματα, μειώνουν αμέσως τα έξοδα τους (άρα την κατανάλωση τους), όταν αυξάνονται οι φόροι.
Αντίθετα, τα νοικοκυριά με υψηλότερα εισοδήματα δεν είναι τόσο αρνητικό να επιβαρύνονται με μεγαλύτερους φόρους – αφού δεν έχουν ανάγκη να μειώσουν τα έξοδα τους, διατηρώντας σταθερή την κατανάλωση τους.
(γ) Οι κίνδυνοι
Το ρίσκο της πολιτικής που προαναφέραμε εμφανίζεται όταν κανένας «συντελεστής» δεν αποδέχεται τη μείωση των αποταμιεύσεων του – με αποτέλεσμα να περιορίζονται οι δαπάνες είτε για κατανάλωση, είτε για επενδύσεις, σε αντίστοιχο μέγεθος με τους νέους φόρους. Επίσης, όταν δεν είναι κανένας πρόθυμος να πουλήσει περιουσιακά στοιχεία του, για να διατηρήσει ανέπαφο το βιοτικό του επίπεδο – κάτι που συναντάται συχνά στην Ελλάδα.
Στην περίπτωση αυτή, η οικονομία οδηγείται στον κύκλο του διαβόλου – όπου οι υψηλότεροι φόροι μειώνουν τις ιδιωτικές δαπάνες, γεγονός που οδηγεί στον περιορισμό της παραγωγής λόγω μειωμένης κατανάλωσης, στη μείωση των επενδύσεων, καθώς επίσης στην αύξηση της ανεργίας (η οποία με τη σειρά της μεγεθύνει τις δημόσιες δαπάνες, οπότε το έλλειμμα, τα κρατικά χρέη κοκ.).
Αυτό ακριβώς παρατηρείται σήμερα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπως και στην Ελλάδα – με αποτέλεσμα, αργά ή γρήγορα, να «μολυνθούν» όλες οι υπόλοιπες. Ειδικότερα, οι χώρες σε κρίση μειώνουν τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών τους – μέσω κυρίως του περιορισμού των εισαγωγών τους. Σαν επακόλουθο αυτής της διαδικασίας συρρίκνωσης, μειώνονται οι εξαγωγές των υπολοίπων – επομένως, τα κέρδη των επιχειρήσεων τους, οπότε τα δημόσια έσοδα.
Χώρες όπως η Γερμανία εξισορροπούν βέβαια ακόμη τη μείωση των εξαγωγών τους εντός της Ευρώπης, εξάγοντας στον υπόλοιπο πλανήτη. Εν τούτοις, αργά ή γρήγορα τα κράτη, στα οποία εξάγουν, ειδικά δε οι Η.Π.Α., δεν θα ανεχθούν τα υψηλά ελλείμματα στα δικά τους ισοζύγια – οπότε οι εξαγωγές της Γερμανίας, για παράδειγμα, θα μειωθούν, τα έσοδα της επίσης, θα υποχρεωθεί να αυξήσει τους φόρους κλπ. (οπότε θα οδηγηθεί με τη σειρά της στον κύκλο του διαβόλου).
ΕΝΔΙΑΜΕΣΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Συμπερασματικά λοιπόν, ακόμη και αν περιορίσουμε δραστικά το δημόσιο χρέος μας, με τη μέθοδο του Ελβετού συναδέλφου μας, τα ελλείμματα του προϋπολογισμού μας θα το αυξήσουν σχετικά γρήγορα.
Επομένως, δεν είναι εύλογο να υιοθετηθεί μία λύση περιορισμού του χρέους από μόνη της, αλλά σε συνδυασμό με το βιώσιμο μηδενισμό του ελλείμματος του προϋπολογισμού – επίσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αφενός με τη μείωση των εισαγωγών, μέσω της κατανάλωσης ελληνικών προϊόντων, καθώς επίσης των επενδύσεων στην παραγωγή κάποιων προϊόντων από αυτά που εισάγουμε, αφετέρου με την αύξηση των εξαγωγών.
Αυτό που χρειαζόμαστε δε είναι οι επενδύσεις εκ μέρους μικρομεσαίων επιχειρηματιών κυρίως σε τομείς, στους οποίους η χώρα μας έχει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα – όπως στη ναυτιλία, στον τουρισμό και στη γεωργία.
Απαραίτητη προϋπόθεση δεν είναι απλά και μόνο η χρηματοδότηση τους από έναν υγιή χρηματοπιστωτικό τομέα αλλά, κυρίως, η ύπαρξη ενός σωστού και σταθερού πλαισίου λειτουργίας τους – ένα από τα βασικότερα «ελλείμματα» του δημοσίου τομέα μας.
Οι «μεγαλόπνοες» επενδύσεις εκ μέρους των ξένων δεν είναι αυτές που θα επανεκκινήσουν την οικονομία μας – χωρίς φυσικά να σημαίνει ότι δεν τις επιθυμούμε. Εν τούτοις, ούτε στον τομέα αυτό δεν γίνεται κάτι ουσιαστικό στην Ελλάδα – με την κυβέρνηση να αρκείται σε μεγάλα λόγια, τα οποία σχεδόν ποτέ δεν συνοδεύονται από αντίστοιχες πράξεις.
Όλα αυτά εντείνουν προφανώς την έλλειψη εμπιστοσύνης, καθώς επίσης την ανασφάλεια των Ελλήνων – με αποτέλεσμα να δολοφονείται στην κυριολεξία η αισιοδοξία, χωρίς την οποία δεν υπάρχει μέλλον, καθώς επίσης η όποια ιδιωτική πρωτοβουλία.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Εάν μας ρωτούσε κάποιος που βαδίζει η Ελλάδα, θα μεταφέραμε την ερώτηση στην πολιτική ηγεσία, με τα ίδια εκείνα λόγια που είπε ο Απόστολος Πέτρος, όταν τον συνάντησε ο Χριστός στο δρόμο, λέγοντας του: «Που βαδίζεις, άνθρωπε;»
Αν και γνωρίζουμε ότι, η απάντηση ήταν: «Βαδίζω προς τη Ρώμη, για να με σταυρώσουν ξανά», ελπίζουμε πως δεν θα ήταν ανάλογη η απάντηση του πρωθυπουργού – υποθέτοντας πως έχει κατανοήσει πλέον τη δεινή θέση, στην οποία έχει περιέλθει η χώρα (μετά από τα αλλεπάλληλα, τρομακτικά «λάθη» και τις «παραλείψεις» όλων των κυβερνήσεων της).
Κατά την άποψη μας πάντως, εάν δεν ενεργήσουμε αμέσως, επιλέγοντας μία επώδυνη μεν, αλλά δραστική λύση, οδηγούμαστε πιθανότατα στη χρεοκοπία, είτε με νόμισμα το ευρώ, είτε με τη δραχμή – αφού, με τον τρόπο που συνεχίζει να λειτουργεί η κυβέρνηση, δεν διακρίνονται σοβαρές δυνατότητες επιβίωσης της οικονομίας μας, εάν εξαιρέσουμε τα θαύματα και την τύχη.
Αρκεί να σημειώσουμε την τεράστια ζημία, την οποία προκάλεσε στην Ελλάδα η πρόσφατη πολιτική κρίση (μεταξύ άλλων, κατάρρευση σχεδόν του χρηματιστηρίου, κυρίως δε των τραπεζικών τίτλων) για να κατανοήσουμε τους υπερβολικά μεγάλους κινδύνους, απέναντι στους οποίους είμαστε, χωρίς καθόλου «άμυνες», απόλυτα εκτεθειμένοι.
Κλείνοντας θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε σε όλους όσους αναφέρονται σε «σεισάχθεια», τόσο στους δημαγωγούς, όσο και στους καλοπροαίρετους ότι, ένα νομισματικό σύστημα, όπως το παγκόσμιο σήμερα, το οποίο στηρίζεται σε χάρτινα ή διαδικτυακά χρήματα μη καλυμμένα με χρυσό ή με οτιδήποτε άλλο, είναι εξαιρετικά ασταθές – με αποτέλεσμα να κινδυνεύει με ολοκληρωτική κατάρρευση, εάν υιοθετούνταν μαζικές απαιτήσεις διαγραφής χρεών ή αθετήσεις πληρωμών.
Facebook Comments