Αστικοί μύθοι του επιχειρείν I
Εν έτη 2016, με την διαρκή και ακατάβλητη κρίση να ταλανίζει τη χώρα, δυστυχώς ακόμα προβάλλονται ως παράδειγμα καλής επιχειρηματικής πρακτικής
Εν έτη 2016, με την διαρκή και ακατάβλητη κρίση να ταλανίζει τη χώρα, δυστυχώς ακόμα προβάλλονται ως παράδειγμα καλής επιχειρηματικής πρακτικής
Εν έτη 2016, με την διαρκή και ακατάβλητη κρίση να ταλανίζει τη χώρα, δυστυχώς ακόμα προβάλλονται ως παράδειγμα καλής επιχειρηματικής πρακτικής, πτυχές του ίδιου παραγωγικού μοντέλου που όχι μόνο μας οδήγησε σε χρεοκοπία, αλλά και δεν μας αφήνει να αποδράσουμε από αυτή.
Το εσωστρεφές, αναχρονιστικό, μεταπρατικό παραγωγικό μοντέλο που βασίζεται αποκλειστικά στην κατανάλωση και την πιστωτική επέκταση.
Μπακάλης, μανάβης και ταβερνιάρης είναι τα επαγγέλματα που κατά κόρον προβάλλονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στα χρόνια της οικονομικής κρίσης , ως ιστορίες επαγγελματικής επιτυχίας και διεξόδου από την ανεργία και τη φτώχια.
Συχνά πυκνά, προβάλλεται εμφατικά στο κοινό κάποιος νέος, που συμβαδίζει με τις προσταγές της μόδας, είναι εξοικειωμένος με την τεχνολογία και τέλος πιστεύει ακράδαντα στο επιχειρηματικό του δαιμόνιο, να μεταναστεύει σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα με στόχο την επαγγελματική του αποκατάσταση.
Ακολούθως, παρουσιάζονται πλάνα από καταστήματα, επιφάνειας λίγων τετραγωνικών μέτρων με τα ελληνικά προϊόντα να κοσμούν τις προθήκες και τα ράφια, ενώ εκθειάζεται η ποιοτική τους υπεροχή παγκοσμίως, πάντοτε σε συνδυασμό με κάποιες θετικές δηλώσεις εντόπιων πελατών λιανικής.
Η αφήγηση συνήθως κλείνει με ένα άτοπο μεν, αισιόδοξο δε μήνυμα επιτυχίας και σίγουρου όσο και εύκολου πλουτισμού.
Οι χαρούμενες αυτές ιστοριούλες επαγγελματικής επιτυχίας δυστυχώς απέχουν πολύ από την πραγματικότητα σε επιχειρηματικούς όρους, κυρίως για δυο βασικούς λόγους.
Πρώτον γιατί αγνοούν παντελώς τον ελεύθερο ανταγωνισμό, ίσως γιατί ως Έλληνες, λιγοστή γνώση και εμπειρία διαθέτουμε γι αυτόν και δεύτερο γιατί παραβλέπουν το εγχώριο παραγωγικό μοντέλο και τις επιπτώσεις του σε κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα που σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα με Ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες.
Βασικό προαπαιτούμενο επιβίωσης και ανάπτυξης οποιασδήποτε επιχειρηματικής δραστηριότητας αποτελεί η ικανότητα αντιμετώπισης του ανταγωνισμού, εγχώριου και διεθνούς.
Η ικανότητα αυτή προκύπτει από πόρους και δυνατότητες σε υλικό και άυλο επίπεδο, όπως κεφάλαιο, φήμη, εξοπλισμός, τυποποίηση και πιστοποιήσεις, τεχνολογία, συμμαχίες, καινοτομία και πολλά άλλα. Άραγε τι από όλα τα παραπάνω διαθέτουν εν αφθονία, οι νέοι που παρουσιάζονται στις ιστορίες επιτυχίας? Πως μπορούν άραγε να αντιμετωπίσουν διαχρονικά τον ανταγωνισμό σε ελεύθερες και τεράστιες αγορές του εξωτερικού, όπου συνήθως κυριαρχεί ο ισχυρότερος και ο καλύτερος?
Θα μπορούσαν στρατηγικά να βασιστούν σε προϊόντα και υπηρεσίες ελληνικής προέλευσης ως συγκριτικό πλεονέκτημα που να διασφαλίζει την επιβίωση τους? Η απάντηση βρίσκεται, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, στην χαμηλή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων, που σημαίνει απλά ότι οτιδήποτε είναι αυτό που παράγουμε είναι ακριβότερο, χαμηλότερης ποιότητας και αργότερης παράδοσης από τα αντίστοιχα προϊόντα του ανταγωνισμού.
Δυστυχώς, τα ελληνικά προϊόντα και οι υπηρεσίες επιβαρύνονται διαχρονικά με δυσβάστακτο εξωεπιχειρησιακό κόστος που προκύπτει από τον κρατικό έλεγχο στην πραγματική οικονομία.
Γραφειοκρατία, διαφθορά και υπερφορολόγηση, αυξάνουν το κόστος παραγωγής και χρηματοδότησης, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητα των Ελληνικών προϊόντων τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς.
Αναπαράγοντας το ήδη χρεοκοπημένο παραγωγικό μοντέλο της χώρας και στερώντας τους το δικαίωμα να ανταγωνιστούν επί ίσοις όροις στο διεθνή επιχειρηματικό στίβο, καταδικάζουμε τους περισσότερους νέους και φιλόδοξους επιχειρηματίες σε σίγουρη αποτυχία.
Facebook Comments