Αστυνόμευση στη Μεταπολίτευση
Υπάρχουν δύο (ανάμεσα σε δεκάδες άλλους) νόμοι που η πλημμελής τήρησή τους, ή μάλλον η αδιαφορία αστυνόμευσής τους από την πολιτεία
Υπάρχουν δύο (ανάμεσα σε δεκάδες άλλους) νόμοι που η πλημμελής τήρησή τους, ή μάλλον η αδιαφορία αστυνόμευσής τους από την πολιτεία
Δημοκρατία και ευνομούμενο κράτος χωρίς συστηματική αστυνόμευση της κείμενης νομοθεσίας δεν υπάρχει.
Υπάρχουν δύο (ανάμεσα σε δεκάδες άλλους) νόμοι που η πλημμελής τήρησή τους, ή μάλλον η αδιαφορία αστυνόμευσής τους από την πολιτεία καταδεικνύουν ένα μεταπολιτευτικό φαινόμενο.
Ποιοι είναι οι δύο νόμοι;
Ο πρώτος είναι ο αντικαπνιστικός νόμος (και συγκεκριμένα το άρθρο 17 του Ν. 3868/2010 που τροποποιεί ή συμπληρώνει τους προηγούμενους νόμους 3730/2008 και 3370/2005) ο οποίος υπάρχει μόνο στα χαρτιά καθώς είναι διάχυτη η αίσθηση της ατιμωρησίας. Είναι επίσης απογοητευτική η αίσθηση της ματαιότητα στις διαμαρτυρίες για όποιους καλούν στο τετραψήφιο 1142 για να καταγγείλουν παραβάσεις του νόμου. Το γνωρίζω από πρώτο χέρι, καθώς έχω επικοινωνήσει και ο ίδιος με το 1142 τον πρώτο καιρό της εφαρμογής του νόμου, όταν θεωρούνταν αυτονόητο ότι επιτέλους αλλάζουμε σελίδα σε κάποιες δημόσιες συμπεριφορές. Φευ, η αίσθηση της οικονομικής απώλειας για τους χώρους εστίασης, οδήγησε τους Δήμους και την Πολιτεία να κάνουν τους στραβούς οφθαλμούς στις παραβάσεις και να αποφύγουν την σύγκρουση με αυτό που θεωρείται, εσφαλμένα, «κεκτημένο δικαίωμα».
Ο δεύτερος είναι ο Κ.Ο.Κ. (Ν.2696/1999 αρθ.12 παρ.5 και 6) που επιβάλλει συγκεκριμένα πρόστιμα και βαθμούς ποινής στους αναβάτες και συνεπιβάτες δικύκλων που δεν φορούν κράνος, όπως επίσης και οδηγούς και συνοδηγούς αυτοκινήτων που δεν εφαρμόζουν τη ζώνη ασφαλείας τους.
Όποιος σταθεί ενδεικτικά σε μία διασταύρωση μεγάλης κυκλοφορίας για επαρκή ώρα θα διαπιστώσει ότι, στατιστικά, ένας στους τρεις αναβάτες δικυκλιστές κινείται χωρίς κράνος. Το έχω κάνει αρκετές φορές από περιέργεια, κάπου εκεί κινείται το ποσοστό και αυτοί που φορούν κράνος το κάνουν περισσότερο από συνείδηση της επικινδυνότητας της οδήγησης μοτοσυκλέτας παρά από τον φόβο του προστίμου για παράβαση του Κ.Ο.Κ. Πολύ απλά γιατί ο φόβος αυτός στατιστικά δεν υφίσταται. Η αστυνομία ακινητοποιεί παραβάτες αυτής της μορφής κατά κύριο λόγο όταν έχει εντολές για κάτι τέτοιο, κοινώς μπλόκα. Τον υπόλοιπο καιρό μπορεί κανείς να περάσει δίπλα από ένα περιπολικό χωρίς κράνος και να μην του γίνει ούτε καν σύσταση. Αδιανόητο, καθώς σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, η χρήση κράνους από μοτοσυκλετιστές μειώνει τον κίνδυνο και την σοβαρότητα των τραυματισμών κατά 72% ενώ μειώνει και την πιθανότητα θανάτου μέχρι και 39% ανάλογα με την ταχύτητα της μοτοσυκλέτας την στιγμή του ατυχήματος (έκθεση ΕΜΠ 2013).
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές πόλεις όμως είναι εξίσου αδιανόητο για ένα δικυκλιστή να διανύσει 5 χλμ. σε αστικό ιστό χωρίς να γίνει αντιληπτός από την αστυνομία και να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του Κ.Ο.Κ.
Ομοίως για τις ζώνες ασφαλείας, με αποκορύφωμα την τοποθέτηση μικρών παιδιών στο μπροστινό κάθισμα χωρίς προστασία! Όσο εγκληματική αμέλεια είναι των ενηλίκων, άλλο τόσο εγκληματική αμέλεια είναι των αστυνομικών οργάνων που το βλέπουν χωρίς αντίδραση και της Πολιτείας που δείχνει να αδιαφορεί για την υγεία των πολιτών της.
Ποιο είναι όμως το μεταπολιτευτικό φαινόμενο που η διστακτικότητα αστυνόμευσης τέτοιων νόμων εκφράζει;
Η χρήση των δυνάμεων τάξης και καταστολής για τον περιορισμό των ελευθεριών που έλαβε χώρα κατά την επταετία έχει εισάγει στη συλλογική συνείδηση την αστυνομία ως όργανο καταπίεσης και επιβολής παρά ως όργανο προστασίας του πολίτη.
Η επιβολή του νόμου όμως απαιτεί και αστυνόμευση του με διαχρονική συνέπεια και όχι ενδιάμεσα διαλείμματα, εισπρακτικού συνήθως χαρακτήρα, προκειμένου ο νόμος να εντυπωθεί στην μνήμη των πολιτών. Αυτή την αποτελεσματική αστυνόμευση διστάζουν να την εφαρμόσουν οι εκάστοτε πολιτικοί προϊστάμενοι του αρμόδιου Υπουργείου για διάφορους λόγους κυριότερος εκ των οποίων είναι ότι αν ταυτισθούν οι πρακτικές τους με αυτές των χουντικών η πολιτική τους καριέρα θα έχει δεχθεί ένα μεγάλο πλήγμα σπίλωσης.
Έτσι τα αντανακλαστικά του πολιτικού προσωπικού αμβλύνονται μπροστά στην παρανομία και η διαχρονική αυτή διστακτικότητα κάνει ακόμη δυσκολότερη την έλευση μια πολιτικής ηγεσίας που θα επιχειρήσει να επιβάλλει τα νόμιμα και τα αυτονόητα. Φαντάζεστε μια κυβέρνηση που θα αποφάσιζε δυναμικά (το τρυφερά το δοκιμάσαμε και δεν λειτουργεί) να κυνηγήσει αλύπητα τους οδηγούς που δεν φοράνε εφαρμόζουν τα αναγκαία μέσα προστασίας, τους χώρους εστίασης που δεν προβλέπουν τα δέοντα για τους μη καπνιστές, το κυνήγι της παράνομης αφισοκόλλησης και την καταστολή των με δικαστική απόφαση παράνομων κινητοποιήσεων;
Τα μισθωμένα πληκτρολόγια χουντική θα την ανέβαζαν, απολυταρχική θα την κατέβαζαν με αυτό το πρόσχημα.
Αυτό παράλληλα διευκολύνει κόμματα, ακτιβιστικές οργανώσεις και μπαχαλάκηδες εκμεταλλευόμενα αυτή την τάση να παρανομούν με μία κανονικότητα που οδηγεί σε μια θεσμοποιημένη ανομία. Οπότε ο ρόλος της πολιτικής ηγεσίας καθίσταται ακόμη πιο δύσκολος.
Ας το πάρουμε απόφαση όμως. Δημοκρατία και ευνομούμενο κράτος χωρίς συστηματική αστυνόμευση της κείμενης νομοθεσίας δεν υπάρχει. Ομοίως δεν υπάρχει και ευνομούμενο κράτος με αρνησιδικία όταν η εκδίκαση παίρνει κατά μέσο όρο 5 έτη, αλλά αυτό είναι υλικό για άλλη ιστορία.
Από τα απλά πράγματα διακρίνεται η ευνομούμενη κοινωνία. Η αστυνόμευση αυτή μοιραία θα είναι δυσάρεστη κάποιες στιγμές για κάποιους παρανομούντες, θα ξεβολέψει κάποιους άλλους αλλά στο τέλος θα αποτελέσει το υπόβαθρο για μία ασφαλέστερη, δικαιότερη και πιο ευχάριστη κοινωνία για να διαβιούμε και να βιοποριζόμαστε.
Facebook Comments